Το έργο του Δημήτρη Πικιώνη στην Ακρόπολη και στον λόφο του Φιλοπάππου είναι αποτέλεσμα μακράς κυοφορίας. Το βασικό ζήτημα που τον απασχολεί είναι η απολεσθείσα αρμονία ανάμεσα στο τοπίο και στις ανθρώπινες κατασκευές ιδιαιτέρως σε ένα περιβάλλον όπως το αττικό, φορέα μνήμης και διαχρονικών αξιών απόκρυφων και φανερωμένων. Γιατί, υποστήριζε, η αρμονική σχέση μνημείων και τόπου είναι αμφίδρομη: η ρήξη της οδηγεί στην απώλεια όχι μόνο της ουσίας του μνημείου αλλά και ζωτικών αξιών, των οποίων το έδαφος είναι ιερός θύλακας και κτήτωρ.

Ο πειραιώτης αρχιτέκτονας εγκαταλείπει από τις αρχές του 1930 κάθε ουτοπική πεποίθηση πως η μοντέρνα αρχιτεκτονική της εποχής θα μπορούσε «να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητoς». Από το 1934 ξεκινά μια νέα πορεία, πρώτα με τα εμπνευσμένα σχέδια για ένα Δελφικό Κέντρο στην υπηρεσία των δελφικών γιορτών του Αγγελου Σικελιανού και της Εύας Πάλμερ και του οράματος της ανασύνθεσης των «αυτούσιων συμβόλων» ενός σταθερού και διαχρονικού πνευματικού αρχετύπου. Αμέσως μετά ο Πικιώνης δημοσιεύει στο «Τρίτο Μάτι» κείμενα ακόμη πιο προφητικά από το «Η λαϊκή μας τέχνη κι εμείς» (1924). Με άρθρα όπως τα «Ιδεογράμματα της οράσεως» ή τη «Συναισθηματική τοπογραφία» αναδομεί το κοσμολογικό νόημα της γεωμετρίας ως προς την οργάνωση του χώρου, συνδεδεμένο με την αισθαντική φαντασίωση της μνήμης του Ιερού Βράχου και της ποίησης των υλικών που δομούν τα μνημεία του. Πρόκειται για αναστοχασμούς που ετοιμάζουν τον δρόμο για τη μετουσίωση του οράματος σε έργο λίγο αργότερα, στη δεκαετία του 1950.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω