Εχω την τύχη να έχω ζήσει, ως φιλοξενούμενος, αρκετόν καιρό στο Μόναχο. Ετσι, ξέρω αρκετά καλά την όμορφη αυτή πόλη. Από την πολυσύχναστη Μαρίενπλατς λοιπόν, την πλατεία όπου το διάσημο και πολυφωτογραφημένο Δημαρχείο, οδηγούν προς την Οντεόνπλατς, προς το Φελντχερνχάλε, και πιο πέρα προς τη Λουντβιχστράσε: η Θεατινερστράσε και η Ρεζιντεντστράσε.

Αυτήν λοιπόν ακριβώς τη Ρεζιντεντστράσε ανέβαιναν τραγουδώντας πατριωτικά άσματα περίπου 3.000 διαδηλωτές εκείνο το πρωί της 9ης Νοεμβρίου 1923. Λίγο πριν «βγουν» στην Οντεόνπλατς και αρχίσουν πλέον να απειλούν κυβερνητικά κτίρια, οι διαδηλωτές, με τον Χίτλερ, τον στρατάρχη Λούντεντορφ (τον ήρωα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) και άλλους εθνικιστές ηγέτες επικεφαλής, δέχτηκαν πυρά από τους επιφορτισμένους να υπερασπιστούν τις τοπικές αρχές αστυνομικούς, οι οποίοι δεν ξεπερνούσαν πάντως τους εκατό. Πανικός ακολούθησε: κάποιοι χτυπήθηκαν, κάποιοι έπεσαν καταγής να προφυλαχθούν, κάποιοι άρχισαν να τρέχουν υποχωρώντας ατάκτως.

Ο στενός συνεργάτης του Χίτλερ Σόιμπνερ-Ρίχτερ έπεσε νεκρός, ο Γκέρινγκ ήταν σοβαρά τραυματισμένος, ο Χίτλερ χτύπησε άσχημα τον ώμο πέφτοντας, πριν τον βάλουν άρον άρον σε αυτοκίνητο και τον φυγαδεύσουν. Θα συλληφθεί λίγες μέρες αργότερα, θα περάσει από δίκη την άνοιξη του 1924, οι δικαστές θα του επιβάλλουν «με βαριά καρδιά» ποινή 5 ετών. Θα φυλακιστεί, στη φυλακή θα γράψει το Ο αγών μου, αλλά ήδη τον Νοέμβριο του 1924 θα είναι ελεύθερος να συνεχίσει ανενόχλητος την πολιτική του δράση.

Αυτά ήταν τα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου 1923. Βέβαια, το πραξικόπημα είχε ήδη εκδηλωθεί το προηγούμενο βράδυ, 8 Νοεμβρίου, στην Μπιργκερμπροϊκέλερ (Bürgerbräukeller), από την άλλη μεριά του Ιζαρ, εκεί περίπου όπου σήμερα δεσπόζει το επιβλητικό Μέγαρο Μουσικής του Μονάχου, το Γκάσταϊγκ. H Μπιργκερμπροϊκέλερ, που κατεδαφίστηκε κατά τη δεκαετία του 1970, δεν είχε βέβαια καμιά σχέση με αυτό που σήμερα εννοούμε. Φανταστείτε τη, ως προς τη χωρητικότητα, κάπως σαν σημερινό μικρό γήπεδο μπάσκετ, ικανή να φιλοξενήσει χιλιάδες ανθρώπους, καθιστούς και όρθιους.

Το πραξικόπημα που επιχείρησαν το 1923 ο Χίτλερ και το κόμμα του ήταν πρόωρο, κακά οργανωμένο, και μάλλον καταδικασμένο να αποτύχει, τουλάχιστον ως προς τους παγγερμανικούς στόχους του. Ο επίδοξος Φίρερ πήρε εν πολλοίς το μάθημά του: η άνοδός του στην εξουσία θα ήταν δύσκολη, με επιτυχίες αλλά και αποτυχίες (εκλογικές και άλλες), με σκαμπανεβάσματα που τον έφεραν κάποιες στιγμές ακόμα και στα πρόθυρα του «να τα παρατήσει».

Ωστόσο, περίπου οκτώ χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1933, ο ηγέτης του NSDAP (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) θα γινόταν καγκελάριος, και μάλιστα χωρίς (αρχικά) να παραβιαστούν οι συνταγματικοί και κοινοβουλευτικοί κανόνες.

Ο Χίτλερ έλεγε πάντα πολλά και ακραία, χρησιμοποιώντας μια ρητορική που σήμερα θα τη λέγαμε ίσως τοξική, αλλά που πάντως, με τις ακρότητές της, ήταν κατάλληλη για μια εποχή… ακραίων καταστάσεων. Μόνιμη επωδός: οι «εγκληματίες του Νοεμβρίου» [του 1918], εβραίοι, αριστεροί, ειρηνιστές και άλλοι ηττοπαθείς, είχαν δώσει την «πισώπλατη μαχαιριά» (die Dolchstosslegende) στη Γερμανία, η οποία δεν είχε ουσιαστικά ηττηθεί στα πεδία των μαχών.

Αυτοί, κατά τον Χίτλερ, είχαν εγκαθιδρύσει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και είχαν υπογράψει την εξοντωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919, αυτοί είχαν την κύρια ευθύνη για τα τεράστια προβλήματα της χώρας, όπως η συνεχής απαξίωση και κατρακύλα του μάρκου, ο υπερπληθωρισμός, οι συνεχείς ταπεινώσεις. Τη χρονιά του Πραξικοπήματος της Μπιραρίας μάλιστα, το 1923, Γάλλοι και Βέλγοι είχαν καταλάβει το Ρουρ, τη βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν έτσι την πληρωμή των υπέρογκων πολεμικών αποζημιώσεων που τους είχε επιδικάσει η Συνθήκη των Βερσαλλιών.

Συμπυκνώνοντας κατ’ ανάγκην λόγω περιορισμένου χώρου, θα έλεγα πως τρεις ήταν οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν τον Χίτλερ και το κόμμα του στην εξουσία:

Πρώτον, η βαθιά οικονομική κρίση που δεν σταμάτησε ουσιαστικά ποτέ να μαστίζει την πολύπαθη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ακόμα και η πρόσκαιρη, δειλή ανάκαμψη μετά το 1925, έπεσε κι αυτή θύμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 1929.

Δεύτερον, η βαθμιαία μετατροπή του ίδιου του Χίτλερ σε πολύ πιο επιδέξιο τακτικιστή, σε πολιτικό. Επαψε έτσι σταδιακά να είναι ένας απλός αγκιτάτορας, έμαθε ποιοι είναι οι κρίσιμοι πόλοι εξουσίας (πρόεδρος Χίντενμπουργκ, βιομήχανοι, Ράιχσβερ, κ.ά.), αλλά και πώς θα μπορούσε, αν όχι να τους προσεταιριστεί, τουλάχιστον να τους καθησυχάσει, ώστε να μην τους έχει απέναντί του.

Τρίτον, η ικανότητά του να πείσει μεγάλο μέρος έστω (ας μην ξεχνάμε ότι το κόμμα του δεν πήρε ποτέ περισσότερο από περίπου 37% σε ελεύθερες εκλογές) αυτού του καθημαγμένου, οικονομικά εξουθενωμένου, και κυρίως βαθιά ταπεινωμένου λαού ότι θα μπορούσε να του ξαναδώσει την εθνική του αυτοπεποίθηση, την εθνική του υπερηφάνεια.

Αν και κατά τη γνώμη μου η Ιστορία θα έπρεπε μάλλον να αποφεύγει τα κάθε είδους «διδάγματα», ιδού και ένα «ηθικόν δίδαγμα»: μην υποτιμάς ποτέ το έως πού είναι ικανός να φτάσει ένας λαός που νιώθει ταπεινωμένος, που αισθάνεται ότι «του έχουν πατήσει τον κάλο», ότι τον έχουν αδικήσει.

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.