Ο Πόλεμος της Κορέας (1950-1953) είχε αναμφίβολα μικρότερο δημόσιο αντίκτυπο από εκείνον του Βιετνάμ. Σε μια εποχή που ελάχιστα απείχε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις ήταν ακόμη δεδομένη και η εγκαθίδρυση του Σιδηρού Παραπετάσματος πολύ πρόσφατη, το εκκρεμές της κοινής γνώμης στις δυτικές δημοκρατίες δεν κινήθηκε προς την πλευρά της αμφισβήτησης του θεμιτού ή των στόχων του. Η πολιτική και στρατηγική του σημασία ωστόσο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Ξεσπώντας μετά τον ελληνικό εμφύλιο υπήρξε ένας ακόμη πόλεμος δι’ αντιπροσώπου μεταξύ των δύο ψυχροπολεμικών στρατοπέδων, έστω κι αν εδώ το στρατιωτικό βάρος ανέλαβε η Κίνα, διαμορφώνοντας το πρότυπο μελλοντικών συγκρούσεων στις οποίες οι υπερδυνάμεις θα παρείχαν υλικό, τεχνογνωσία και προσωπικό αποφεύγοντας μια ευθεία μεταξύ τους αναμέτρηση. Παγίωσε αντιλήψεις όπως η «θεωρία του ντόμινο», σύμφωνα με την οποία αν η ανάμειξη της Σοβιετικής Ενωσης και της Κίνας στην Ασία δεν αντιμετωπιζόταν δυναμικά σε κάθε τους εκδήλωση, ολόκληρη η περιοχή θα περιερχόταν σταδιακά στην κομμουνιστική σφαίρα επιρροής. Συνέβαλε, κατά συνέπεια, στη διαίρεσή της για 20 περίπου χρόνια. Η αμερικανική ηγεσία, τέλος, άντλησε διαδάγματα που επηρέασαν τις μετέπειτα κινήσεις της σε αντίστοιχες μελλοντικές κρίσεις. Αντίθετα με αυτές, διαθέτει διακριτό ελληνικό ενδιαφέρον, μια και συμμετείχε ο ελληνικός στρατός με ένα σμήνος μεταφορών της Πολεμικής Αεροπορίας και ένα τάγμα δύναμης 1.000 ανδρών περίπου. Με φόντο την επιδιωκόμενη τότε ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ εκ μέρους της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, στάση ενδεικτική για τις ανησυχίες της εποχής και τη λογική των συμμαχιών, παραμένει ένα υποφωτισμένο επεισόδιο της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Αν, ωστόσο, πρόκειται για ένα γεγονός που χρήζει επανεπίσκεψης 70 χρόνια μετά την υπογραφή της ανακωχής στις 27 Ιουλίου 1953, αυτό οφείλεται στην κληρονομιά που κατέλιπε στον 21ο αιώνα. Η διχοτόμηση στα όρια του 38ου παραλλήλου οριστικοποιήθηκε έπειτα από μια σύρραξη με έντονες διακυμάνσεις, αλλά χωρίς σημαντικά κέρδη για κανέναν, εμπεδώνοντας ένα καθεστώς καχυποψίας και μια γραμμή αντιπαράταξης η οποία συνιστά (μαζί με τη μεθόριο Ινδίας – Πακιστάν στο διαμφισβητούμενο Κασμίρ) το πιο επικίνδυνο ίσως σύνορο του πλανήτη. Καθώς η ισορροπία μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας μεταβάλλεται, η αυταρχική ηγεσία των Κιμ διατηρείται αναλλοίωτη και η οικονομική σημασία της Νότιας Κορέας αυξάνεται για τη Δύση, οι πιέσεις μοιάζουν να συσσωρεύονται σε μια περιοχή που αναδεικνύει ανάγλυφα την ασταθή διευθέτηση του μεταψυχροπολεμικού κόσμου.