Η κυρία Αντωνία Προδρόμου είναι Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς, με τη μητέρα της να φτάνει στην Κύπρο μικρό παιδί μετά την τρομερή Καταστροφή του 1922 μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της. Εκπαιδευτικός σήμερα, αποδέχεται την πρότασή μας να… θυμηθεί, μέσα από τις μνήμες των άλλων, και να μοιραστεί τις αναμνήσεις της μαζί μας.

Κυρία Προδρόμου, είστε απόγονος μικρασιατών προσφύγων. Θα θέλατε να μας πείτε κάποιες πληροφορίες για εσάς, τον τόπο καταγωγής σας και την ιστορία της οικογένειάς σας;

«Υπηρέτησα στο Παγκύπριον Γυμνάσιον ως βοηθός διευθύντρια για μια δεκαετία και με συγκινεί πολύ που με αφορμή την εφετινή επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή επιστρέφω σε έναν χώρο που αγαπώ ιδιαιτέρως, με την ιδιότητά μου ως ταμία του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου, για να συνομιλήσω με νέα παιδιά. Είμαι Μικρασιάτισσα δεύτερης γενιάς, δηλαδή η μητέρα μου γεννήθηκε στη Μικρά Ασία – και συγκεκριμένα στο Ανεμούριο – και έφτασε ως πρόσφυγας στην Κύπρο μικρό παιδάκι, με τη χήρα τριαντάχρονη μητέρα της, τη γιαγιά μου, και τα τέσσερα αδέλφια της».

Ως παιδί, ακούγατε ιστορίες για τη Μικρασία; Ποια συναισθήματα είχατε; Ποια διήγηση μένει πιο βαθιά ριζωμένη μέσα σας;

«Είναι πολύ σημαντική αυτή η ερώτηση, διότι αναδεικνύει ένα πολύ σημαντικό θέμα, αυτό της ανάγκης να κρατάμε τη μνήμη ζωντανή από γενιά σε γενιά, μέσα από τις προφορικές διηγήσεις. Οι ρίζες μας πρέπει να ποτίζονται, τα κλαδιά να υποστηρίζονται.

Ναι, εγώ άκουσα πλήθος ιστοριών από τη γιαγιά μου, την Κατερίνα, γύρω από τη σόμπα. Μας μιλούσε για το χωριό της, το Ανεμούριο, την αρχοντική ζωή τους (μας έλεγε, θυμάμαι, ότι πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου με την άμαξά της και υπηρέτες να τη συνοδεύουν), για τον παππού μας που ήταν διοικητής και είχε πεθάνει σε ατύχημα στα τριάντα μόλις χρόνια του, για το θέρος, για το κυνήγι αγριογούρουνων στο οποίο οι άνδρες έλειπαν για 3 ολόκληρους μήνες, για τις καθημερινές τους συνήθειες, τα έθιμα των γιορτών, τα φαγητά. Ζωντάνευε μπροστά μας ένας κόσμος πλούσιος, με μόρφωση και καλλιέργεια, ανοιχτόμυαλος, που είχε πίσω του έναν αρχέγονο πολιτισμό χιλιάδων ετών».

Μιλούσε και για τις ημέρες της Καταστροφής;

«Ναι, συχνά περιέγραφε τις φοβερές ημέρες που έγινε το κακό. Χήρα, με πέντε παιδιά (το μικρότερο μόλις είκοσι μηνών), πληροφορήθηκε τα γεγονότα της Σμύρνης, τις σφαγές, τους βιασμούς, τους θανάτους, τη φρικτή δολοφονία του Μητροπολίτη Χρυστοστόμου και, εγκαταλείποντας το αρχοντικό της, επιβιβάστηκε στο πρώτο διαθέσιμο καράβι, με τα παιδιά της να την κρατούν από το φόρεμα για να μην τη χάσουν μέσα στο πλήθος. Οδυνηρά και όσα καταγράφηκαν στο ταξίδι: καθ’ οδόν προς την Ελλάδα συνάντησαν τρικυμία, το καράβι είχε πρόβλημα να συνεχίσει την πορεία του, πολλοί πέθαιναν από την κακουχία και τους πετούσαν στη θάλασσα… Κάποια στιγμή ένα εμπορικό πλοίο που μετέφερε ξυλεία από τον τόπο τους, το Ανεμούριο, στην Κύπρο τούς περισυνέλεξε και τους έφερε εδώ. Και οι κακουχίες συνεχίστηκαν στη νέα πατρίδα, αφού οι άγγλοι αποικιοκράτες τους στοίβαξαν σε δωμάτια, τους έστειλαν στο λοιμοκαθαρτήριο για δύο βδομάδες, τους υποχρέωσαν να πληρώσουν οι ίδιοι – αυτοί που είχαν χάσει τα πάντα – για το χαρτί της αποδέσμευσής τους».

 

Πόσοι Μικρασιάτες ήρθαν στην Κύπρο το ’22; Ποιες δυσκολίες συνάντησαν από την αγγλική αποικιοκρατική διοίκηση;

«Ο αρχικός αριθμός των Μικρασιατών που έφτασαν στην Κύπρο ήταν κοντά στις τέσσερις χιλιάδες. Μειώθηκε, ωστόσο, αρκετά και υπολογίζεται ότι στο νησί παρέμειναν περίπου δυόμισι χιλιάδες πρόσφυγες. Ο πρώτος λόγος ήταν ότι πολλοί έφευγαν για την Ελλάδα προκειμένου να αναζητήσουν τους συγγενείς με τους οποίους είχαν χωριστεί είτε τις ημέρες της Καταστροφής είτε προηγουμένως, όταν οι Τούρκοι τούς είχαν επιστρατεύσει στα τάγματα εργασίας/εξοντώσεως. Ο δεύτερος ήταν η εχθρική στάση της αγγλικής αποικιοκρατικής διοίκησης της Κύπρου, που από την πρώτη στιγμή έκανε ό,τι μπορούσε για να δυσκολέψει την εδώ εγκατάστασή τους, ώστε να αποτραπεί η ενδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου της Κύπρου – αριθμητικά και πολιτιστικά – με μεγάλο αριθμό Μικρασιατών. Ακόμα και τα επώνυμά τους δεν τους επέτρεπαν οι Αγγλοι να χρησιμοποιούν, προκειμένου να τους αποκόψουν από τη ρίζα τους. Στη δε εθνικότητα κατέγραψαν στις ταυτότητες: απροσδιόριστος (uncertain)».

Οι Ελληνοκύπριοι πώς υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες;

«Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ’ υπήρξε ο φύλακας-άγγελος των μικρασιατών προσφύγων, αφού από την πρώτη στιγμή δημιούργησε και έθεσε υπό την επίβλεψή του επιτροπές περιθάλψεως προσφύγων, στέγασε πολλούς σε δωμάτια που ανήκαν στην Εκκλησία και με εγκυκλίους κάλεσε τους χριστιανούς να συνεισφέρουν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν. Και ήταν πραγματικά συγκινητική η ανταπόκριση των ελλήνων Κυπρίων: φτωχοί και οι ίδιοι, κάτω από τον αποικιοκρατικό ζυγό, πρόσφεραν είτε χρήματα είτε σκεπάσματα, σεντόνια, τρόφιμα, ένα πιάτο φαγητό και ό,τι άλλο θα μπορούσε να ανακουφίσει τον ταλαιπωρημένο αυτόν κόσμο».

Πώς επηρέασαν οι μικρασιατικές σας ρίζες τη ζωή και τις επιλογές σας;

«Μεγάλωσα ακούγοντας μικρασιάτικα τραγούδια, τα οποία η μητέρα μου έπαιζε στο μαντολίνο και τα αδέλφια της τραγουδούσαν. Καθημερινά έσμιγε η οικογένεια και εγώ έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους να αγαπούν τη ζωή, να λένε αστεία, να μην το βάζουν κάτω παρά τα πολύ δύσκολα παιδικά τους χρόνια. Το σπίτι μύριζε φαγητά και γλυκά μικρασιάτικα. Ολες αυτές οι ωραίες μνήμες έχουν επηρεάσει καθοριστικά τη ζωή μου. Αισθάνομαι ευλογημένη και περήφανη για τις ρίζες μου και προσπαθώ από κοινού με άλλους Μικρασιάτες της Κύπρου να καταγράψουμε μαρτυρίες, να μαζέψουμε τα κειμήλια και να διατηρήσουμε αυτό που λέμε συλλογική και ιστορική μνήμη».

Οταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, πώς αισθανθήκατε; Γίνατε για δεύτερη φορά πρόσφυγας;

«Η οικογένεια της μητέρας μου δεν προσφυγοποιήθηκε, αλλά ο μεγαλύτερος αδελφός της που είχε παντρευτεί στην Ομορφίτα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει προσωρινά το σπίτι του το 1957 – υπό τον φόβο των απειλών των Τούρκων – και οριστικά το 1974. Εγινε, δηλαδή, πρόσφυγας για τρίτη φορά. Θυμάμαι, την ημέρα της εισβολής, τη μητέρα μου να αναρωτιέται έντρομη αν θα μας κυνηγήσουν ξανά οι Τούρκοι. Μάλιστα, στα τελευταία χρόνια της ζωής της – και αυτό είναι κάτι που εξομολογούμαι πρώτη φορά – είχε συχνές παραισθήσεις πως έρχονται οι Τούρκοι και με φώναζε να τους διώξω… Το τραγικό βίωμα που είχε στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ετών τη σημάδεψε – όπως και τόσους άλλους πρόσφυγες».

Ο Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου πότε δημιουργήθηκε και με ποιους στόχους; Ποιες οι δράσεις του; Υπάρχει ανταπόκριση του κοινού;

«Δημιουργήθηκε το 2010 με στόχο τη διατήρηση της ιστορικής και συλλογικής μνήμης. Διοργανώνουμε συνέδρια, εκδίδουμε βιβλία και ετήσιο ημερολόγιο-αφιέρωμα, δημιουργήσαμε τη Μόνιμη Συλλογή Μικρασιατικών Κειμηλίων και πλέον κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βγάλουμε από την αφάνεια ιστορίες και θησαυρούς που έχουμε στα συρτάρια και στα μπαούλα μας, κάνοντάς τα κοινό κτήμα των επόμενων γενιών».

Τι σημαίνει για σας το εφετινό ορόσημο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή; Ποιες σκέψεις και ποια συναισθήματα σας δημιουργεί;

«Περισυλλογή, αναθεώρηση, προβληματισμό για τις ευκαιρίες που χάθηκαν από τον Ελληνισμό, αίσθημα ευθύνης απέναντι στις νέες γενιές και στα νέα οράματα του έθνους που πρέπει να ξεκινούν από τη γνώση της ρίζας και της Ιστορίας· άλλωστε, κατά τα λόγια του μικρασιάτη νομπελίστα ποιητή μας, «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, χάνεται και ένα κομμάτι από το μέλλον»».

Συνέντευξη στις Μαρία Αβραμίδου, Αθηνά Αγαπίου, Πένυ Γεωργίου, Ανδριανή Κούρτη