Φθινόπωρο του 2022. Η διδασκαλία της Ελένης του Σεφέρη μάς έβγαλε από την αίθουσα διδασκαλίας, ακολουθώντας τα αχνάρια του μεγάλου ποιητή. Εχουμε το προνόμιο να ζούμε καθημερινά την ιστορία ως μαθητές της πιο ελληνικής γωνιάς του τόπου μας, του Παγκυπρίου Γυμνασίου.

Πρώτος σταθμός η αίθουσα τέχνης του Παγκυπρίου Γυμνασίου, εκεί όπου δίδασκε τέχνη ο ζωγράφος Αδαμάντιος Διαμαντής. Η συνάντηση του Σεφέρη και του Διαμαντή – εξήντα εννιά χρόνια πριν – εδώ στο ιστορικό κέντρο της Λευκωσίας, σήμανε την απαρχή μιας μεγάλης φιλίας. Μιας φιλίας που μετουσιώθηκε σε τέχνη, σε έναν σπουδαίο πίνακα και σε μια ποιητική συλλογή, προσφορά ανεκτίμητη στον «Κόσμο της Κύπρου».

Βγαίνοντας από το σχολείο κατευθυνθήκαμε απέναντι στην αυλή της Παλιάς Αρχιεπισκοπής, τώρα Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Το Μουσείο αυτό αποτέλεσε προσωπικό όραμα και εν τέλει δημιούργημα του ζωγράφου. Εκεί μπροστά στο παλιό αλακάτιν στην αυλή του Μουσείου «αγγίξαμε» την παράδοση, καθώς ο ήχος από ένα παλιό ξύλινο «αλακάτιν» (ηλακάτης: πρωτόγονος μηχανισμός άρδευσης νερού από πηγάδι) ξύπνησε στον μικρασιάτη ποιητή μνήμες της χαμένης του πατρίδας, της Σκάλας της Μικράς Ασίας. Εδώ στην αυλή συντελέστηκε το «θαύμα» το οποίο ο ποιητής αναζητούσε χρόνια:

«Ομως το ξύλινο μαγκανοπήγαδο –

τ’ αλακάτιν, κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς

μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,

γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;

Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή

βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου

γιατί την είπες φωνή πατρίδας;».

(Λεπτομέρειες στην Κύπρο, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’)

Αφού συνάντησε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στο παλιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, ο ποιητής ξεκίνησε την περιήγηση στον κόσμο της Κύπρου (χωριά, πόλεις, εκκλησίες, μνημεία) με οδηγό τον Αδαμάντιο Διαμαντή. Ο ζωγράφος τον οδηγεί αρχικά μέσα στον καθεδρικό ναό. Ο Σεφέρης ενθουσιάζεται με τον εικονογραφικό κύκλο του ναού. Τον εντυπωσιάζει η μεταβυζαντινή παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, λεπτομέρειες της οποίας θα χρησιμοποιήσει αργότερα σε πολλά ποιήματά του. Παρατηρούμε τις λεπτομέρειες. Δέος… Ελκύεται επίσης από τους δύο ξυλόγλυπτους Αγγέλους στην κορυφή του εικονοστασίου του ναού.

«Χόρευε

μ’ ένα τέτοιο ρυθμό το φθινόπωρο.

Αγγελοι ξετυλίγανε τον ουρανό

και χάζευε ένας πέτρινος καμαροφρύδης

σε μια γωνιά της στέγης.

Τότες ήρθε ο καλόγερος· σκουφί, κοντόρασο, πέτσινη ζώνη,

κι έπιασε να πλουμίζει την κολόκα».

(Λεπτομέρειες στην Κύπρο, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’)

Αναρωτιόμαστε πώς μια εντύπωση μπορεί να γίνει στίχος ή ζωγραφιά… Ο ένας με τα πινέλα του κι ο άλλος με την πένα του θα επιχειρήσουν να διαφυλάξουν το «θαύμα»

Εμείς νιώσαμε την αγωνία του ποιητή για το μέλλον του τόπου μας του οποίου η ελληνικότητα, η ομηρική, τον συγκίνησε τόσο βαθιά. «Αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας… Είναι του Ομήρου». Ο ποιητής μετά από τις τραυματικές του εμπειρίες σε πολέμους (Μικρασιατική Καταστροφή, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος, ελληνικός εμφύλιος…) φθάνει στη Κύπρο το 1953 και ως έμπειρος διπλωμάτης αντιλαμβάνεται ότι ο κυπριακός λαός στην προσπάθειά του να διεκδικήσει το ανέφικτο όραμα της Ενωσης με την Ελλάδα, θα καταλήξει στο εφικτό, δηλαδή την αυτοδιάθεση του νησιού. Η ματαιότητα του αγώνα για Ενωση θα αποδοθεί ως μια όμορφη ψευδαίσθηση στον καταληκτικό στίχο του ποιήματος Ελένη: «…για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη».

Ο Γιώργος Σεφέρης αναζητώντας τον οικουμενικό ελληνισμό πέρα από τα όρια της Ελλάδας τον βρήκε εδώ, στην Κύπρο…