Ο Ομηρος στην Οδύσσεια εξιστορεί τις περιπέτειες και τις ταλαιπωρίες που πέρασε ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης, ο οποίος μετά το τέλος του Τρωικού Πολέμου περιπλανήθηκε για δέκα ολόκληρα χρόνια σε μακρινές στεριές και θάλασσες μέχρι να επιστρέψει στην αγαπημένη του πατρίδα.

Οι περιπέτειές του ξεκίνησαν από την χώρα των Κικόνων και συνεχίστηκαν στη χώρα των Λωτοφάγων. Μεγάλος κίνδυνος για τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του στάθηκε ο Πολύφημος, ο τρομερός γιος του Ποσειδώνα. Ο Οδυσσέας με τέχνασμα κατόρθωσε να τον ξεγελάσει και να τον τυφλώσει: ο θεός Ποσειδώνας από εκείνη τη στιγμή θα τον κυνηγούσε ανελέητα.

Τα βάσανα του Οδυσσέα συνεχίστηκαν αμείωτα. Ο ασκός του Αιόλου, οι άγριοι Λαιστρυγόνες, η δόλια μάγισσα Κίρκη, οι Σειρήνες, η Σκύλλα και η Χάρυβδη έκαναν τον Οδυσσέα να κινδυνέψει θανάσιμα πολλές φορές μέχρι να φτάσει στην Ωγυγία. Εκεί η νοσταλγία του για την πατρίδα του στάθηκε πολύ πιο δυνατή από τα παρακάλια της νύμφης Καλυψώς που ήθελε να τον κρατήσει για πάντα κοντά της και να τον κάνει αθάνατο.

Παρ’ όλες τις δοκιμασίες ο Οδυσσέας έμεινε σταθερά προσηλωμένος στον στόχο του. Ποτέ δεν έχασε το κουράγιο του, ποτέ δεν θέλησε να τα παρατήσει και ποτέ δεν εγκατέλειψε τους συντρόφους του.

Ποιος θα μου το ‘λεγε ότι θα ζούσα κι εγώ μια μικρή Οδύσσεια, από τη στιγμή που άρχισα να φοιτώ στην Α’ τάξη του Παγκυπρίου Γυμνασίου Λευκωσίας; Οι δικές μου περιπλανήσεις ξεκίνησαν ένα πρωί του Σεπτέμβρη όταν πέρασα για πρώτη φορά την κεντρική είσοδο του νέου μου σχολείου. Στην αρχή όλα μου φάνηκαν τεράστια και απειλητικά: ένα παλιό πέτρινο κτίριο με δωρικές κολόνες και αέτωμα, έμοιαζε σαν αρχαίος ναός που ήταν έτοιμος να με καταπιεί. Εμοιαζε σαν να ήταν φτιαγμένο για γίγαντες.

Αντί για θάλασσες και νησιά έπρεπε να περιπλανηθώ σε μικρούς και μεγάλους διαδρόμους, αίθουσες και εργαστήρια. Μήπως είχα μπει στη σκοτεινή σπηλιά του Πολύφημου; Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να δανειστώ το τέχνασμα του Οδυσσέα για να περάσω απαρατήρητη και να φτάσω στην τάξη μου. Αν ζούσα στην Ομηρική εποχή, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να τους ξεγελάσω όλους, λέγοντάς τους πως είμαι ο Κανένας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έβλεπα γύρω μου πανύψηλα αγόρια και κορίτσια, ντυμένα στα μαύρα που παρά λίγο να με ποδοπατήσουν. Να οι Λαιστρυγόνες, είπα από μέσα μου.

Καθώς προχωρούσα, άκουσα στο βάθος του διαδρόμου βροντερές φωνές. Οπως έμαθα μετά, ήταν ο θυμωμένος Ποσειδώνας, ο διευθυντής μας που μάλωνε κάποιους άταχτους Λαιστρυγόνες. Είχε δίπλα του και την τρίαινά του. Α, συγγνώμη, τη βοηθό διευθύντρια ήθελα να πω!

Το ταξίδι μου είχε ξεκινήσει και προβλεπόταν μακρινό. Παρηγορήθηκα με τη σκέψη ότι τουλάχιστον θα ήταν μερικά χρόνια πιο σύντομο από αυτό του Οδυσσέα. Από εκείνη την ημέρα έχει ήδη περάσει ένας χρόνος. Δεν φοβάμαι πια, ούτε τους Λαιστρυγόνες ούτε τους Κύκλωπες ούτε τον θυμωμένο Ποσειδώνα. Είμαι αποφασισμένη να συνεχίσω να αγωνίζομαι ταξιδεύοντας πάνω στο καράβι της μάθησης μέχρι να φτάσω στη δική μου Ιθάκη. Το σίγουρο είναι ότι ο δρόμος μου θα είναι γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις…