Των Τριανταφυλλιάς Ανδρεάδου, Ιουλίας Σακίτα, Νικολέττας Χαραμαλή

Το βουητό από τα ρυάκια με το πόσιμο νερό που διασχίζουν κάθε σπίτι μάς καλωσορίζει. Οι δρόμοι στρωμένοι με καλντερίμι. Μπροστά μας τα ψηλά νοικοκυρόσπιτα. Τα χωρίζουν από τον δρόμο οι τοίχοι με τη λιθοδομή από την κουφόπετρα που τη σφίγγουν οι οριζόντιες ξυλοδεσιές. Οι όροφοι προεξέχουν ελαφρά. Μοιάζουν να ακροβατούν στις ξύλινες αντηρίδες ή στα φουρούσια που τις στηρίζουν. Στενά ξύλινα παράθυρα απλώνουν την κομψότητά τους σε όλο το κτίσμα. Κάπως έτσι διαμορφώνονται τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής των παραδοσιακών οικιών της Εδεσσας.Μπαίνουμε. Τα φύλλα της ξύλινης εξώθυρας, φτιαγμένης από σανίδες που στερεώνονται με χοντρά γυφτόκαρφα, αναστενάζουν καθώς την ανοίγουμε. Μπροστά μας η στεγασμένη και προφυλαγμένη αυλή, η στρωμένη με βότσαλα, που μας οδηγεί στην άλλη, την ανοιχτή αυλή. Την άνοιξη γεμίζει με πολύχρωμα λουλούδια που ξεπηδούν από τους ασβεστωμένος τενεκέδες. Ανεβαίνουμε την ξύλινη σκάλα για να οδηγηθούμε στο μεσοπάτωμα και μετά στο χαγιάτι του ορόφου με τις προεξοχές, τα «σαχνισιά», που βλέπει στον δρόμο. Περιπλανιόμαστε στους χώρους υποδοχής, στα δωμάτια με τα εντοιχισμένα ντουλάπια, «τις μουσάντρες». Το ταβάνι ξυλόγλυπτο.

Η μυρωδιά του ξύλου και των υγρών τοίχων. Η θαλπωρή από τη φωτιά που σιγοκαίει στο τζάκι.

Οι μοιραίες πυρκαγιές

Αυτά τα λίγα σπίτια που απομένουν ακόμη στέλνουν αμυδρά την εικόνα της πόλης πριν αυτή καεί και καταστραφεί, πριν η φωτιά γκρεμίσει τα κλειστά οικοδομικά τετράγωνα με το συνεχές σύστημα δόμησης που ενοποιούν τις γειτονιές. Ενα χαρακτηριστικό πολεοδομικό σύστημα, αμυντικό, κοινό σε όλη τη Μακεδονία.

Δύο πυρκαγιές το 1935 και το 1944 αλλοιώνουν τη μορφή της πόλης. Ο διαμορφωμένος στα χρόνια της τουρκοκρατίας παραδοσιακός χαρακτήρας της πολεοδομικής μορφής της δεν υπάρχει πια. Η «Ντα-Ρι-Μα», η χώρα του νερού δηλαδή, όπως αποκάλεσε ο Εβλιγιά Τσελεμπί την Εδεσσα, καταστράφηκε από την αδάμαστη δύναμη της φωτιάς.

Ο,τι απέμεινε από το Βαρόσι, τη μία από τις τρεις χριστιανικές συνοικίες της πόλης στα χρόνια της τουρκοκρατίας, μας μεταφέρει την εικόνα της Εδεσσας μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.

Με προϊστορικές ρίζες

Βαρόσι. Ο πυρήνας της πόλης. Κάτω από τους δρόμους της συνοικίας ξεπηδούν τα προϊστορικά και πρωτο-ιστορικά ευρήματα, τα όστρακα με την αμαυρόχρωμη διακόσμηση. Αλλα, με γεωμετρικά σχέδια, μας έρχονται από την εποχή του σιδήρου. Υπολείμματα πασσαλόπηκτων εγκαταστάσεων, ασημένια νομίσματα του 5ου π.Χ. Και μετά, τον 4ο π.Χ αιώνα, όταν η κάτω πόλη εγκαταλείφθηκε οριστικά, η αρχαία ακρόπολη πάνω στον βράχο μεταμορφώνεται στο «θεοφρούρητο» κάστρο των Βοδενών του Βυζαντίου. Ο πυρήνας της πόλης στην τουρκοκρατία γίνεται το Βαρόσι. Εδώ το ανθρώπινο μάτι συναντά και ανακαλύπτει τη χιλιόχρονη ιστορία της Εδεσσας. Είναι το παράθυρο της πόλης στον χώρο και στον χρόνο.

Βαρόσι. Το όνομα προέρχεται από την ιρανική λέξη «varos». Σημαίνει προάστιο. Επικράτησε να ονομάζονται έτσι γενικότερα οι χριστιανικές συνοικίες στην οθωμανική επικράτεια. Αυτό το χριστιανικό τμήμα της Εδεσσας κατά την τουρκοκρατία ξεκινούσε από την περιοχή των καταρρακτών, στην οποία βρισκόταν το χριστιανικό νεκροταφείο εκείνη την εποχή, διέσχιζε όλο το μήκος του βράχου, «το φρύδι» όπως ονομάζεται από τους Εδεσσαίους, και κατέληγε εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο Ξενία. Εστριβε μετά, ακολουθούσε την κοίτη του ποταμού παράλληλα προς την ανατολική όχθη και κατέληγε στην αγορά, στη σημερινή πλατεία Τημενιδών, για να συνεχίσει πίσω πάλι ως τους καταρράκτες.

Οι αντάρτες, οι Αγγλοι και τα αντίποινα

Δύο-τρεις ώρες χρειάστηκαν μοναχά οι φλόγες για να σβήσουν το νότιο τμήμα της συνοικίας, αυτής που μάγεψε επισκέπτες και περιηγητές, τη γειτονιά που ένας αείμνηστος συμπολίτης μας, ο Τάσος Γαζέπης, τη χαρακτήρισε ασύγκριτη, σαν τη Βενετία.
Ξημέρωνε 12 Σεπτεμβρίου 1944. Ο ήλιος χαράζει όταν μια μικρή ομάδα αρματωμένων ανταρτών ανεβαίνει τον γκρεμό και φτάνει στο Βαρόσι από το μικρό μονοπάτι που οδηγεί από τον λόγγο κάτω, πάνω στην πόλη. Ετοιμοι να χτυπήσουν τον γερμανό κατακτητή. Δύο εγγλέζικα αεροπλάνα εμφανίζονται στον ουρανό και χτυπούν τον γερμανικό στρατώνα. Η συμπλοκή ξεκινά. Ο λοχαγός των SS πληγώνεται θανάσιμα. Ακούστηκε αργότερα ότι το σχέδιο ήταν να εξορμήσουν από τα υψώματα γύρω από την πόλη τμήματα του ΕΛΑΣ και να καταλάβουν την Εδεσσα. Τριάντα αγγλικά αεροπλάνα θα βομβάρδιζαν και θα κατέστρεφαν τις γερμανικές θέσεις, έλεγαν. Μεσημέρι και τα αγγλικά αεροπλάνα δεν φάνηκαν. Οι αποκαρδιωμένοι και προδομένοι αντάρτες εγκαταλείπουν τον αγώνα. Την ησυχία που επικρατεί τη σχίζει το κροτάλισμα του πολυβόλου του γερμανικού άρματος που διασχίζει το Βαρόσι. Οι Γερμανοί αρπάζουν τους άντρες και τα αγόρια και τα συγκεντρώνουν στις αλάνες. Στην αλάνα του Πατσώνη βρίσκουν ένα κορίτσι δέκα χρονών, το πυροβολούν και το σκοτώνουν. Οι Γερμανοί ανακαλύπτουν πέντε Εδεσσαίους κρυμμένους. Τους σκοτώνουν και αυτούς. Το απόγευμα ο γερμανός λοχαγός των SS ξεψυχά. Αρχίζουν τα γερμανικά αντίποινα. Δυο-δυο οι γερμανοί στρατιώτες περνούν από σπίτι σε σπίτι και βγάζουν τους ανθρώπους. Ο διερμηνέας φωνάζει: «Εγκαταλείψτε τα σπίτια αμέσως, οι Γερμανοί θα βάλουν φωτιά». Πετούν μπουκάλια με εύφλεκτη ύλη σε κάθε σπίτι, σε κάθε αυλή, και πυροβολούν. Η φωτιά λαμπαδιάζει. Ο πυρήνας της πόλεως καίγεται.

Κάηκαν το αρρεναγωγείο, τριακόσια σπίτια, έξι εκκλησίες… Εξι άνθρωποι νεκροί.

Το νότιο τμήμα στο Βαρόσι δεν υπάρχει πια.

Λείπει.

Λείπει όμως και ένα μνημείο…