Δασικές πυρκαγιές, καύσωνες και πλημμύρες θα αυξηθούν δραματικά στην Ελλάδα όσο δεν λαμβάνονται δραστικά μέτρα για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει νέα μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών, με βάση την περίοδο 1991-2010, κατά τις δύο επόμενες δεκαετίες η επικινδυνότητα θα αυξηθεί και στις 13 περιφέρειες της χώρας, με τις μεγαλύτερες μεταβολές να καταγράφονται σε περιοχές με έντονη τουριστική πίεση ή εντατικές καλλιέργειες.

Στην Αττική ο κίνδυνος πλημμύρας αυξάνεται κατά 30%, ενώ συχνότεροι κατά περίπου 20% θα είναι οι καύσωνες σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Αττική και Κεντρική Μακεδονία. Οσο για τις δασικές πυρκαγιές, η επικινδυνότητα καταγράφεται αυξημένη ακόμη και σε «υγρές» περιφέρειες της χώρας όπως είναι η Ηπειρος ή η Δυτική Μακεδονία.

Τα δυστοπικά επιστημονικά σενάρια που περιέγραφαν τις προηγούμενες δεκαετίες οι επιστήμονες εξελίσσονται ήδη με ταχύτατο ρυθμό, με τα ακραία καιρικά φαινόμενα να γίνονται ολοένα και εντονότερα, πυροδοτώντας μεγάλες καταστροφές, όμως με τον «Daniel» και τον «Ιανό» στη Θεσσαλία.

Μια διαρκής απειλή

Η Ευρώπη θερμαίνεται ταχύτερα σε σύγκριση με άλλες περιοχές και οι κλιματικοί κίνδυνοι απειλούν την ενεργειακή και επισιτιστική της ασφάλεια, τα οικοσυστήματα, τις υποδομές, τους υδάτινους πόρους, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την υγεία. Σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, πολλοί από αυτούς τους κινδύνους θα μπορούσαν να είναι καταστροφικοί χωρίς την ανάληψη επείγουσας δράσης.

Σε αντίστοιχα συμπεράσματα καταλήγει και η νέα μελέτη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που αναφέρεται στην επικινδυνότητα κάθε μίας από τις 13 Περιφέρειες της Ελλάδας σε δασικές πυρκαγιές, καύσωνες, πλημμύρες και ξηρασία για τις περιόδους 1991-2010 και 2026-2045.

Οπως αναφέρει η κυρία Κλεονίκη Βάλβη από την ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, «κατά την εικοσαετία 1991-2010 καταγράφηκε υψηλότερη επικινδυνότητα για τις πλημμύρες σε Ηπειρο, Κεντρική Μακεδονία και Θεσσαλία, τα ακραία θερμικά επεισόδια σε Αττική, Νότιο Αιγαίο και Κρήτη, τις δασικές πυρκαγιές σε Πελοπόννησο, Δυτική Ελλάδα και Αττική και την ξηρασία σε Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Αττική. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, κατά τις δεκαετίες που ακολουθούν έως το 2045 η επικινδυνότητα θα αυξηθεί σε όλες τις περιφέρειες, σχεδόν για όλους τους κλιματικούς κινδύνους».

Οι διαφοροποιήσεις

Οι αυξήσεις ωστόσο στην επικινδυνότητα διαφοροποιούνται ανά περιφέρεια, ενώ είναι υψηλότερες κατά 30% με 35% για πλημμύρες στα νησιά του Ιονίου και του Νοτίου Αιγαίου καθώς και στην Αττική, κατά 20% για ακραία θερμικά επεισόδια στην Ανατολική Μακεδονία, στη Δυτική Μακεδονία, στην Αττική και στη Θεσσαλία και κατά 5% για δασικές πυρκαγιές στην Ηπειρο, τη Δυτική Μακεδονία, τη Δυτική Ελλάδα και την Κρήτη.

Ενα συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώνονται σε ιδιαίτερα τουριστικές περιοχές καθώς και σε γεωγραφικές ενότητες με εκτενείς γεωργικές εκτάσεις. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις επηρεάζονται σημαντικοί παραγωγικοί τομείς της χώρας με επιπτώσεις στην ανάπτυξη και στις θέσεις εργασίας.

Σε ό,τι αφορά την ξηρασία, αν και δεν παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές μεταξύ των δύο περιόδων που εξετάστηκαν (σε Κρήτη, Βόρειο και Νότιο Αιγαίο καταγράφεται αύξηση κατά 5%, 3% και 2,7% αντίστοιχα), ο κίνδυνος είναι ήδη σχετικά υψηλός κυρίως από την Κεντρική Ελλάδα και νοτιότερα.

«Δεν πρόκειται φυσικά για συνθήκες Σαχάρας, αλλά για συνθήκες που περιορίζουν τη βλάστηση και το δυναμικό καλλιεργειών» σημειώνει ο ερευνητής του ΕΚΠΑ κ. Κώστας Φιλιππόπουλος. Και προσθέτει: «Ανησυχεί περισσότερο το γεγονός ότι τα τελευταία έτη διαπιστώνεται έξαρση των συνδυασμένων κλιματικών φαινομένων (λ.χ. ξηρασία μαζί με καύσωνα) στη Μεσόγειο, γεγονός που δεν προσθέτει απλώς τις επιπτώσεις τού ενός κλιματικού κινδύνου στις επιπτώσεις του άλλου, αλλά τις πολλαπλασιάζει. Το βέβαιο είναι ότι απέναντι στους κλιματικούς κινδύνους υπάρχουν λύσεις. Οσο όμως οι λύσεις αυτές καθυστερούν, τόσο πιο πολύπλοκες είναι και φυσικά κοστίζουν περισσότερο».

Οι εκτιμήσεις για την περίοδο 2026-2045 πραγματοποιήθηκαν βάσει κλιματικών προσομοιώσεων που βασίστηκαν στο σενάριο των Ηνωμένων Εθνών με την κωδική ονομασία «RCP 8.5». Σε αυτό, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου συνεχίζουν να αυξάνονται, με τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη να σημειώνει αύξηση κατά 3 και 5 βαθμούς Κελσίου έως το 2050 και το 2100 αντίστοιχα, σε σύγκριση με την ιστορική περίοδο.

Πρόκειται για ένα σενάριο που αν και μέχρι πρότινος θεωρείτο ακραίο, είναι πλέον αρκετά πιθανό καθώς οι δράσεις των κρατών (κυρίως Κίνας, ΗΠΑ, Ρωσίας και Ινδίας που ευθύνονται για τις μεγαλύτερες εκπομπές αερίων) δεν ανταποκρίνονται στις δεσμεύσεις τους για σταδιακή εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων και τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής.

Θέμα ανθεκτικότητας

«Οσο καθυστερεί ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής τόσο πιο επείγουσα είναι η ανάγκη για την κατάρτιση σχεδίων προσαρμογής στις επιπτώσεις της, ουσιαστικά για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας στους κλιματικούς κινδύνους ακόμα και για κινδύνους που δεν είναι ακόμη κρίσιμοι» τονίζει ο καθηγητής στο ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή κ. Κώστας Καρτάλης. Σύμφωνα με τον ίδιο, με σχέδια προσαρμογής θα στηριχθούν κρίσιμοι παραγωγικοί τομείς στην Ελλάδα, όπως η γεωργία και ο τουρισμός, θα προστατευθούν το φυσικό περιβάλλον και κρίσιμες υποδομές, ενώ θα είναι ευκολότερη η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής, όπου διαταράσσεται.

«Θα πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι τα σχέδια αυτά πρέπει να έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα – που θα ξεπερνά αρκετούς εκλογικούς κύκλους – και θα αποδώσουν μόνο αν εφαρμοσθούν με συνέπεια και επιμονή και αν καταρτισθούν με εμπιστοσύνη στην επιστημονική γνώση. Λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις των κλιματικών κινδύνων στην υγεία, την ασφάλεια των πολιτών, την ασφάλεια τροφίμων, τις τοπικές οικονομίες και την περιφερειακή ανάπτυξη, δεν θα ήταν παράλογο να υποστηριχθεί ότι η αναπτυξιακή πορεία της χώρας αλλά και η κοινωνική της συνοχή σχετίζονται άμεσα με την έγκαιρη διαμόρφωση και υλοποίηση των σχεδίων προσαρμογής, με προτεραιότητα στις περιοχές όπου οι κλιματικοί κίνδυνοι αυξάνονται ταχύτερα και τους παραγωγικούς τομείς που είναι περισσότερο ευάλωτοι. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο χωρικός σχεδιασμός οφείλει να λάβει υπόψη νέες παραμέτρους, όπως της κλιματικής τρωτότητας» επισημαίνει ο κ. Καρτάλης.

Ευάλωτες πόλεις

Σύμφωνα με την έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι πόλεις είναι περισσότερο ευάλωτες καθώς η αύξηση της θερμοκρασίας λόγω κλιματικής αλλαγής προστίθεται στις ήδη υψηλότερες θερμοκρασίες λόγω του δομημένου περιβάλλοντος και των πολλών πηγών θερμότητας (λ.χ. κυκλοφορία οχημάτων, κατασκευαστικά υλικά, κτίρια και βιομηχανίες). Μάλιστα, η θερμική ευαισθησία αυξάνεται όσο μειώνεται το οικογενειακό εισόδημα. Και αυτό διότι μία οικογένεια με χαμηλά εισοδήματα κατοικεί συνήθως σε μία πυκνοδομημένη περιοχή με λιγοστό πράσινο, κοντά σε οδικούς άξονες μεγάλης κυκλοφορίας (άρα σημαντικές πηγές θερμότητας) και σε παλιά σπίτια που δεν διαθέτουν θερμομόνωση ή άλλες παρεμβάσεις θερμικής προστασίας. Παράλληλα, η ίδια οικογένεια δυσκολεύεται να καλύψει το κόστος ενέργειας για κλιματισμό, με τελικό αποτέλεσμα να είναι περισσότερο ευάλωτη στην κλιματική αλλαγή.

«Ο πράσινος αστικός βελονισμός»

Περισσότερο πράσινο είναι η απάντηση στα προβλήματα των αστικών κέντρων και στους καύσωνες που έχουν ήδη αυξημένη συχνότητα εμφάνισης, μεγαλύτερη διάρκεια και ενισχυμένη ένταση.

Σε πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών εξετάστηκε η δροσιστική επίδραση πάρκων στις αστικές περιοχές που τα περιβάλλουν. Εξετάζοντας ειδικότερα πάρκα στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, διαπιστώθηκε ότι η δροσιστική επίδραση ενός πάρκου ενισχύεται όσο αυξάνεται η έκτασή του. Για ένα πάρκο 10 στρεμμάτων η δροσιστική επίδραση είναι λίγο μεγαλύτερη του 1 βαθμού Κελσίου, ενώ για ένα πάρκο 80 στρεμμάτων – όπως το Πεδίο του Αρεως – η δροσιστική επίδραση διαμορφώνεται σε 3 βαθμούς Κελσίου.

Ομως ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι για πάρκα με έκταση άνω των 160 στρεμμάτων η δροσιστική επίδραση παραμένει σχεδόν σταθερή. Αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες του Ιδρύματος, δεν σημαίνει ότι ένα μεγάλο πάρκο είναι περιττό για μια πόλη (όπως άλλωστε σημειώνει η έρευνα, ακόμα και το γεγονός ότι η έκταση παραμένει άκτιστη αποτελεί σημαντικό κέρδος για την πόλη), αλλά ότι για να αυξηθεί η ανθεκτικότητά της στις υψηλές θερμοκρασίες και στους καύσωνες χρειάζεται πολλά μικρά και μεσαία πάρκα που να συγκροτούν «πράσινες διαδρομές», ώστε να διευκολύνεται η ροή του αέρα στο πυκνοδομημένο αστικό περιβάλλον. Δηλαδή οι πόλεις χρειάζονται έναν «πράσινο αστικό βελονισμό», όπως εύστοχα σημειώνει η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών.