Fed και ΕΚΤ έχουν αυξήσει υπερβολικά τα επιτόκια και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος οικονομικής επιβράδυνσης, διαμηνύει ο κάτοχος Νομπέλ Οικονομίας, καθηγητής Τζόζεφ Στίγκλιτζ, στη συνέντευξή του στο «Βήμα».

Ο κορυφαίος διεθνώς οικονομολόγος προτείνει στην Ευρώπη να υιοθετήσει επεκτατική και όχι περιοριστική πολιτική για να προχωρήσει στις τεράστιες επενδύσεις που απαιτεί η πράσινη μετάβαση. Αλλωστε χαρακτηρίζει την κλιματική αλλαγή ως την κυριότερη μακροπρόθεσμα πρόκληση παγκοσμίως.

Βλέπω κίνδυνο παγκόσμιας επιβράδυνσης, που θα δημιουργήσει σειρά άλλων προβλημάτων και ειδικά κρίση χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μακροπρόθεσμα ο κίνδυνος είναι η κλιματική αλλαγή.

Ποιοι είναι οι κυριότεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία;

«Η βραχυπρόθεσμη πρόκληση είναι να ολοκληρωθούν η ανάκαμψη μετά την πανδημία και η προσαρμογή στον πόλεμο στην Ουκρανία. Δημιουργήθηκε σε πολλές περιοχές του κόσμου πληθωρισμός και οι κεντρικές τράπεζες, μην κατανοώντας τη φύση του πληθωρισμού, έχουν αυξήσει τα επιτόκια υπερβολικά και υπάρχει τώρα ένας σημαντικός κίνδυνος για σημαντική επιβράδυνση, χειρότερος στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, διότι εμείς προχωρήσαμε την ίδια ώρα σε μεγάλη δημοσιονομική επέκταση με τον νόμο CHIPS για τις υποδομές και τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού IRA, κάτι που δεν έκανε η Ευρώπη, η οποία έχει αναγκαστεί να αυξήσει τα επιτόκια. Βλέπω κίνδυνο παγκόσμιας επιβράδυνσης, που θα δημιουργήσει σειρά άλλων προβλημάτων και ειδικά κρίση χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μακροπρόθεσμα ο κίνδυνος είναι η κλιματική αλλαγή. Πρέπει να επιταχύνουμε την πράσινη μετάβαση. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν επαρκούν για το τι χρειάζεται. Ερεπε να λάβουμε πιο επιθετικές αποφάσεις νωρίτερα και πρέπει να υιοθετήσουμε πιο επιθετικές δράσεις τώρα».

Τι είδους πληθωρισμό αντιμετωπίζουμε σήμερα;

«Είναι κυρίως από την πλευρά της προσφοράς. Εχει να κάνει με τις διακοπές της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού, με την COVID και τις μετατοπίσεις της ζήτησης. Δεν είναι πλεονάζουσα η συνολική ζήτηση, αλλά έχει να κάνει με τις αλλαγές συμπεριφοράς που προκάλεσε η COVID, οι περισσότερες προσωρινές».

Θα προτείνατε η Fed και η ΕΚΤ να σταματήσουν τις αυξήσεις στα επιτόκια;

«Ναι, είμαι αυτής της άποψης. Θα έπρεπε ήδη να έχουν περιορίσει την αύξηση των επιτοκίων. Αν το είχαν κάνει οι ΗΠΑ, θα το έκανε πιθανώς και η ΕΚΤ. Στις ΗΠΑ έπρεπε να γίνει, διότι η Fed έκανε πολύ καλή δουλειά στην εποπτεία και ρύθμιση των τραπεζών και ένας αριθμός περιφερειακών τραπεζών έχουν επηρεαστεί σημαντικά αρνητικά από την αύξηση των επιτοκίων.

Ηταν καλό η ομαλοποίηση των επιτοκίων, ένα κανονικό επίπεδο στο 3,5% θα έπρεπε να είναι ο στόχος, αλλά αυτό που έχουν κάνει διακινδυνεύει σημαντικά μια σημαντική οικονομική επιβράδυνση στις ΗΠΑ. Και το βρίσκω εντυπωσιακό ότι κανένας θεσμός δεν λέει ότι αντιτίθεται στην αύξηση των επιτοκίων στο 5%».

Ποια η άποψή σας για τη συζήτηση στην Ευρώπη για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων και ειδικότερα για τη θέση της Γερμανίας που προτείνει μεγαλύτερη αυστηρότητα; Αντιλαμβάνομαι ότι είστε υπέρ μιας πιο επεκτατικής στάσης.

«Δεν υπάρχει επιστημονική βάση για τα αριθμητικά όρια στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, είναι κακά οικονομικά. Το μέγεθος του ελλείμματος εξαρτάται από το τι κάνεις με τα χρήματα, αν δανείζεσαι για επενδύσεις. Οταν υπάρχουν αυθαίρετοι περιορισμοί και δεν μπορείς να το κάνεις, είναι κακά οικονομικά.

Η Ευρώπη και ο κόσμος σήμερα αντιμετωπίζουν τεράστια ανάγκη για επενδύσεις έναντι της κλιματικής αλλαγής, για την πράσινη μετάβαση και η Γερμανία λέει στην πραγματικότητα «όχι, δεν μπορείτε να το κάνετε». Λέει «πιστεύουμε στην πράσινη μετάβαση, αλλά θα βάλουμε όρους που θα το κάνουν αδύνατο να τη χρηματοδοτήσετε». Είναι παράλογο».

Θα πρέπει να υπάρχει ένας πράσινος χρυσός κανόνας, όπου οι πράσινες επενδύσεις θα εξαιρούνται από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Τι θα συμβουλεύατε ως σωστή οικονομική πολιτική για την Ευρώπη σήμερα;

«Θα πρέπει να υπάρχει ένας πράσινος χρυσός κανόνας, όπου οι πράσινες επενδύσεις θα εξαιρούνται από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Θα πρέπει να υπάρχει παρακολούθηση, βέβαια, δεν μπορεί τα πάντα να χαρακτηρίζονται πράσινα, αλλά πράσινες σοβαρές επενδύσεις ή γενικότερα πράσινες επενδύσεις θα πρέπει να εξαιρούνται από τον στόχο του 3%. Αυτή είναι η ελάχιστη μεταρρύθμιση που χρειάζεται».

Οσον αφορά τις εντάσεις μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, πώς θα μας επηρεάσουν, θα υπάρχει καλύτερη συνεργασία λόγω και των πολιτικών επαφών που γίνονται;

«Στις ΗΠΑ στο μοναδικό που συμφωνούν τα δύο κόμματα είναι μια αντι-κινεζική στάση. Και είναι κρίσιμο. Αν ένα κόμμα ξεκινά σχέσεις καλύτερης συνεργασίας, διακινδυνεύει να δεχτεί κριτική από το άλλο. Ανησυχώ πως οι πολιτικές δυναμικές εντός των ΗΠΑ μας οδηγούν σε μια πιο επιθετική στάση από ό,τι θα ήταν λογικό.

Κάποιες από τις προοπτικές που η Ευρώπη έχει υιοθετήσει είναι λογικές, όπως η μείωση των κινδύνων, αναγνωρίζοντας λόγω της COVID ότι οι αλυσίδες προσφοράς δεν ήταν ανθεκτικές και ότι εξαρτώνται υπερβολικά από την Κίνα. Και δεν πρέπει να αγνοούμε τον κίνδυνο μιας πολιτικής εκδίκησης, όπως μια προσπάθεια να πάρει τον έλεγχο της Ταϊβάν, κάτι που οι Κινέζοι έχουν πει ότι είναι προτεραιότητα, και αν αυτό γίνει θα είναι δύσκολο για εμάς να διατηρήσουμε κανονικές οικονομικές σχέσεις, οπότε η ελαχιστοποίηση των κινδύνων έχει νόημα.

Και εδώ μπορεί να πει κανείς ότι η Ευρώπη θα πρέπει να ελαχιστοποιεί τους κινδύνους και έναντι των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ είναι ασταθείς πολιτικά. Αν νικήσουν οι Ρεπουμπλικανοί, πολλοί λένε ότι η πλειοψηφία θέλει να σταματήσει να δίνει βοήθεια την Ουκρανία. Πρόκειται για μεγάλο κίνδυνο για την Ευρώπη.

Η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει ότι δεν μπορεί να επιτρέψει στη Ρωσία να ελέγχει την Ουκρανία. Η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο οι ΗΠΑ να μην κάνουν αυτό που πρέπει στην Ουκρανία, οπότε η Ευρώπη θα πρέπει να το κάνει μόνη της».

Τι θα λέγατε για την Ελλάδα σήμερα;

«Ενα οικονομικό πρόγραμμα που προκαλεί το χάσιμο μιας δεκαετίας, καθώς η χώρα μόλις έχει αρχίσει να επιστρέφει εκεί που ήταν πριν από την κρίση, επιβεβαιώνει την κριτική μου για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν η ευρω-κρίση και η ελληνική κρίση. Υπήρχε καλύτερος τρόπος».

Να κλείσουμε τη συζήτηση με την τεχνητή νοημοσύνη. Ποιοι οι κυριότεροι κίνδυνοι;

«Η τεχνητή νοημοσύνη θα έχει μεγάλη επίδραση στη μείωση της ζήτησης για άτομα που κάνουν δουλειές ρουτίνας, αλλά και σε ορισμένες “υψηλότερες” δουλειές, και ο αντίκτυπος είναι ότι θα οξύνει τις ανισότητες, εκτός αν λάβουμε ισχυρά μέτρα όχι για να περιορίσουμε την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά για να επενδύσουμε στην εκπαίδευση ώστε να εκμεταλλευτούμε την τεχνητή νοημοσύνη. Επίσης πρέπει να διασφαλιστεί ότι η αύξηση στην παραγωγικότητα θα οδηγήσει σε μοίρασμα της ευημερίας. Χρειάζονται ρυθμιστικοί κανόνες, βιομηχανική πολιτική, πολιτική αγορών».