Η Ελλάδα είναι πλέον ένας ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις, όμως το δεδομένο ότι το 45% των άμεσων ξένων επενδύσεων κατευθύνθηκε πέρυσι στην αγορά ακινήτων εγείρει ορισμένες ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα της χώρας να αλλάξει το οικονομικό της μοντέλο, δηλώνει στη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο Βολφάνγκο Πικολί, συμπρόεδρος και σύμβουλος Πολιτικού Κινδύνου της εταιρείας Teneo. Ο οικονομικός αναλυτής θεωρεί ότι για να ενισχυθεί περαιτέρω η επενδυτική ελκυστικότητα της χώρας υπάρχει επείγουσα ανάγκη για βελτιώσεις σε διάφορους τομείς πολιτικής, όπως στις ανθρώπινες δεξιότητες, τη φορολογία, την καινοτομία και το δικαστικό σύστημα.

Ποια είναι η εκτίμησή σας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας φέτος, μεσοπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα;

«Το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2% το 2023. Αυτή είναι μια απογοητευτική απόδοση, ακόμη και αν τα σημάδια ότι η οικονομία επιβραδυνόταν ήταν εμφανή σε προηγούμενες ανακοινώσεις για την πορεία του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους. Η κυβέρνηση είχε προβλέψει επέκταση 2,4% το 2023. Η αναθεώρηση των στοιχείων του ΑΕΠ μπορεί να βοηθήσει στη μερική κάλυψη αυτού του κενού, αλλά το γεγονός παραμένει ότι η συνολική οικονομική απόδοση το 2023 δεν ήταν εντυπωσιακή. Τούτου λεχθέντος, με ανάπτυξη 2% η Ελλάδα έχει ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης (0,5%), ένα δεδομένο που μπορεί να προσφέρει κάποια ανακούφιση στην Αθήνα.

Από το 2019, με εξαίρεση το 2020, το πρώτο έτος της πανδημίας, η Ελλάδα έχει σημειώσει ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη από την ευρωζώνη. Κοιτάζοντας το μέλλον, η κυβέρνηση είναι υπερβολικά αισιόδοξη ως προς τις παραδοχές της για την ανάπτυξη, αναμένοντας το ΑΕΠ να αυξηθεί κατά 2,9% το 2024. Η πρόβλεψη αυτή είναι πολύ υψηλότερη από τις προβλέψεις που διατυπώθηκαν από διάφορους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος (2,5%), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2,3%) και του ΔΝΤ (2,1%). Από αυτή την άποψη, αξίζει να σημειωθεί ότι το 2024 έρχεται με ένα σημαντικά πιο αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο, λόγω της ανάγκης επίτευξης υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος άνω του 2% του ΑΕΠ, αλλά και λόγω της επιστροφής των δημοσιονομικών κανόνων χωρίς τη ρήτρα διαφυγής».

Ποιες είναι οι σημαντικότερες δυσκολίες κατά την άποψή σας που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και σε ποιους τομείς πιστεύετε ότι υπάρχει ανάγκη για πρόοδο;

«Η γεωπολιτική και το ασταθές διεθνές περιβάλλον αποτελούν πηγή κινδύνου. Η ασθενής ανάπτυξη στην Ευρώπη ενέχει πιο θεμελιώδη καθοδικό κίνδυνο για την οικονομία. Η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ είναι ιστορικά ευαίσθητη στις επιδόσεις της ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι το 54% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες της ΕΕ και το 60%-70% των τουριστών προέρχονται από την ΕΕ.

Ενα χαμηλότερο ποσοστό απορρόφησης ευρωπαϊκών κονδυλίων και μια πιο αργή εφαρμογή του RRF θα επηρεάσει επίσης τη μελλοντική αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας. Στον προϋπολογισμό για το 2023 η κυβέρνηση ανέμενε ότι ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου θα αυξανόταν κατά 15% σε μεγάλο βαθμό βοηθούμενος από τα οφέλη από το RRF στον προϋπολογισμό των δημοσίων επενδύσεων και από την πιστωτική επέκταση των δανείων του RRF μέσω των εμπορικών τραπεζών. Τελικά, ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε μόλις κατά 4% πέρυσι. Αυτό θα μπορούσε να είναι ανησυχητικό για τις ελληνικές αρχές, ειδικά με δεδομένο ότι σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2024 ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αναμένεται να αυξηθεί και πάλι κατά περισσότερο από 15% φέτος. Επιπλέον, οι καταστροφικές πλημμύρες στη Στερεά Ελλάδα και, ειδικότερα, στην περιοχή της Θεσσαλίας ενδέχεται να επιβαρύνουν τις οικονομικές προοπτικές μεσοπρόθεσμα».

Από ποιους κλάδους προήλθε η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας;

«Η ανάπτυξη το 2023 είχε ευρεία βάση, με όλα τα στοιχεία από την πλευρά της ζήτησης, εξαιρουμένων των αποθεμάτων, να συμβάλλουν θετικά στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ. Η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1,8%, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 3,7% χάρη στην εξαιρετική απόδοση του τουριστικού τομέα που ευνόησε τις εξαγωγές υπηρεσιών που αντιστάθμισαν τη μείωση των εξαγωγών αγαθών».

Πώς θα αξιολογούσατε το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών να επενδύσουν στην Ελλάδα; Επενδύουν σε «παραδοσιακούς» τομείς, όπως ο τουρισμός, ή ενδιαφέρονται και για νέους τομείς. Και πώς βλέπετε το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών να επενδύσουν στο Χρηματιστήριο;

«Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ανήλθαν σε 4,48 δισ. ευρώ το 2023, σημειώνοντας πτώση 40% σε σύγκριση με το ποσοστό-ρεκόρ των 7,53 δισ. ευρώ που είχε καταγραφεί το προηγούμενο έτος. Υπολογίζεται ότι πάνω από το 45% των ΑΞΕ διοχετεύθηκε στην αγορά ακινήτων. Αυτός είναι ένας από τους ποικίλους παράγοντες που εγείρουν ορισμένες ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα της χώρας να αλλάξει το οικονομικό της μοντέλο. Θετικό ήταν το έντονο ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών για τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, όπως αποτυπώθηκε στον πρόσφατα ολοκληρωμένο πρώτο γύρο πωλήσεων των μετοχών του ΤΧΣ στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Η Ελλάδα είναι πλέον ένας ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις, αλλά για να διατηρηθεί η δυναμική και ιδανικά να ενισχυθεί η ελκυστικότητα υπάρχει επείγουσα ανάγκη για βελτιώσεις σε διάφορους τομείς πολιτικής, όπως στις ανθρώπινες δεξιότητες, τη φορολογία, την καινοτομία και το δικαστικό σύστημα».