Ο έλεγχος της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) παραμένει ακόμη υψηλό, τονίζει ο Τζέικομπ Γκίντελμπεργκ, διευθυντής Οικονομικών και Ανάλυσης Κινδύνων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» με αφορμή τη δημοσίευση των πανευρωπαϊκών stress tests από την EBA, στα οποία συμπεριελήφθησαν για πρώτη φορά ελληνικές τράπεζες και δη οι Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, Τράπεζα Πειραιώς.
Ο αξιωματούχος της EBA συνιστά επίσης στις ελληνικές τράπεζες να λάβουν υπόψη τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, αλλά και να ανατιμούν γρήγορα τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου προκειμένου να δίνουν ώθηση στα κέρδη τους.
Ποιους κινδύνους αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες;
«Το σοκ στο οποίο εκτίθενται οι τράπεζες στο στρες τεστ είναι ένας συνδυασμός υψηλότερων επιτοκίων, χαμηλότερης ανάπτυξης, υψηλότερης ανεργίας σε συνδυασμό με σημαντικές μειώσεις στις τιμές των οικιστικών και εμπορικών ακινήτων και σοβαρή μείωση σε χρηματιστηριακούς δείκτες και υψηλότερων σπρεντ πιστωτικού κινδύνου. Λαμβάνουμε υπόψη ένα ευρύ φάσμα παραμέτρων που επηρεάζουν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Οταν αυξάνονται τα επιτόκια και η ανεργία και μειώνεται η ανάπτυξη υπάρχει αύξηση του πιστωτικού κινδύνου για νοικοκυριά και εταιρείες, καθώς δεν μπορούν να πληρώσουν τα δάνεια. Σημαντικό μέρος των ζημιών στα στρες τεστ οφείλεται στον πιστωτικό κίνδυνο. Επειδή όμως έχουμε υψηλά επιτόκια και πιστωτικά σπρεντ οι τράπεζες μπορούν να ανατιμήσουν τα δάνεια και να καταγράψουν υψηλότερα κέρδη. Οι παράμετροι που αυξάνουν τον πιστωτικό κίνδυνο συμβάλλουν ταυτόχρονα στην ενίσχυση των κερδών».
Συμπεριλαμβάνετε στα στρες τεστ κατανομή της έκθεσης των τραπεζών σε τομείς για πρώτη φορά. Πού υπάρχουν μεγαλύτεροι κίνδυνοι;
«Βάσει της τομεακής σύνθεσης υπάρχει αντίκτυπος στην ενεργοβόρα μεταποίηση, όπου βλέπουμε ένα σοκ, στις κατασκευές, καθώς και στις επισιτιστικές υπηρεσίες. Είναι οι τομείς με τον σοβαρότερο αντίκτυπο».
Δεν καλύπτετε πάντως τον παράγοντα της κλιματικής αλλαγής.
«Στα στρες τεστ δεν καλύπτουμε τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή. Είμαστε στην αρχή της προσπάθειας για δημιουργία των στρες τεστ κλιματικής αλλαγής της EBA. Βλέπουμε πάντως ότι ο τομέας μεταφορών δέχεται ένα χτύπημα μαζί με τις κατασκευές, καθώς και οι χονδρικές πωλήσεις και η βιομηχανία αυτοκινήτων. Κάποιες πτυχές των στρες τεστ κεφαλαιακής επάρκειας όσον αφορά την έκθεση των τραπεζών στους διάφορους τομείς της οικονομίας δεν απέχουν από αυτούς που θα έχεις σε ένα στρες τεστ κλιματικής αλλαγής. Τα στρες τεστ που κάνουμε αποτελούν μια τριετή δοκιμασία ακραίων καταστάσεων σταθερού ισολογισμού, επικεντρώνονται στην κεφαλαιακή επάρκεια και στη μείωση των κεφαλαίων. Ενα στρες τεστ κλιματικής αλλαγής είναι πιο μακροπρόθεσμου ορίζοντα, ενδέχεται να πρέπει να επιτρέπει προσαρμογή στους ισολογισμούς των τραπεζών, για να αντικατοπτρίζονται αλλαγές στην πραγματική οικονομία, όπως η φορολόγηση εκπομπών CO2. Αποτελεί πρόκληση το πώς θα μοντελοποιηθεί για να έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα, να επιτρέπει προσαρμογή των τραπεζικών ισολογισμών και να αντικατοπτρίζει όχι μόνο χρηματοοικονομικούς κινδύνους αλλά και φυσικούς κινδύνους. Δουλεύουμε για να τα κάνουμε, δεν είναι τόσο εύκολο καθώς πρέπει να αναπτύξουμε νέες μεθοδολογίες και προσεγγίσεις».
Ποιο το μήνυμά σας στις ευρωπαϊκές τράπεζες;
«Η περίοδος από το 2008-09 είναι μια περίοδος αύξησης των τραπεζικών κεφαλαίων και αυτό ισχύει και για τις ελληνικές τράπεζες. Αυτή η περίοδος τελειώνει για τις περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες. Η αύξηση των κεφαλαίων φτάνει στο τέλος και το ίδιο ισχύει για την έκδοση MREL ομολόγων, για την έκδοση ομολόγων με εγγύηση, και τώρα υπάρχει επιστροφή στη βασικές αρχές τραπεζικής. Οι τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι κατανοούν τους πελάτες τους, το προφίλ των πιστωτικών τους κινδύνων, το πώς λειτουργεί η οικονομία υπό υψηλότερα επιτόκια».
Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες;
«Είναι η πρώτη φορά που έχουμε ελληνικές τράπεζες, τις Alpha, Eurobank, Εθνική Τράπεζα Ελλάδας, Τράπεζα Πειραιώς, στα στρες τεστ της ΕΒΑ και αποτελούν σημαντικό μέρος της επέκτασής μας από 50 σε 70 τράπεζες. Το επίπεδο κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών βρίσκεται στο 14%, είναι χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, κοντά στο 16%. Επίσης, σε σχέση με τον αντίκτυπο των σεναρίων για την κεφαλαιακή επάρκεια των ευρωπαϊκών τραπεζών οι ελληνικές τράπεζες είναι στο χαμηλότερο επίπεδο της κατανομής. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι είχαν καλά κέρδη για να απορροφήσουν το χτύπημα και αποζημιώνονται για τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν. Εχουν ακόμη υψηλές πιστωτικές ζημιές στα στρες τεστ αλλά επειδή έχουν καλά κέρδη αυτό εξισορροπεί. Η ισορροπία μεταξύ πιστωτικών ζημιών και κερδών αφορά και τις τέσσερις τράπεζες. Το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι ακόμη υψηλό για τις ελληνικές τράπεζες, οπότε η μελλοντική πορεία για τις ελληνικές τράπεζες είναι να τεθεί υπό έλεγχο η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων και να διασφαλιστεί ότι δεν επιστρέφει στις πρότερες καταστάσεις των υψηλών NPLs. Η διατήρηση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων είναι το σημαντικότερο για τις ελληνικές τράπεζες. Επίσης ο κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής και των φυσικών καταστροφών, στον οποίο ήδη δουλεύουν οι ελληνικές τράπεζες, πρέπει να είναι στο ραντάρ τους. Ο κίνδυνος φυσικών καταστροφών και οι επιπτώσεις αυτού που φαίνεται να είναι μια μεγαλύτερη συχνότητα πιο δύσκολων καιρικών συνθηκών, το οποίο επηρεάζει τόσο τους Ελληνες αλλά και τον τουρισμό, προκαλεί ανησυχία. Επίσης, σε μια περίοδο που τα επιτόκια αυξάνουν, προφανώς αν υπάρχουν περισσότερα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο επιτρέπουν να ανατιμήσει τα δάνεια μια τράπεζα γρήγορα, ωθώντας τα κέρδη. Η κατανόηση του επιτοκιακού κύκλου όσον αφορά τα κέρδη είναι σημαντική με δεδομένη την αβεβαιότητα του κύκλου των επιτοκίων. Με δάνεια σταθερών επιτοκίων το ζήτημα είναι διαφορετικό, αλλά αν έχεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, σημαίνει ενδεχομένως υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο όταν αυξάνουν τα επιτόκια, αλλά καλύτερα κέρδη, διότι τα κέρδη μπορεί να μειωθούν όταν τα επιτόκια μειώνονται, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να επικεντρωθούν στο να κατανοήσουν τις επιπτώσεις».
Και μια τελευταία ερώτηση…
Ποιος θα είναι ο αντίκτυπος της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα για τις τράπεζες;
«Δεν έχουμε μελετήσει την ερώτηση αυτή ειδικά για ελληνικές τράπεζες αλλά γενικά επειδή οι τράπεζες έχουν εκδώσει ομόλογα με εγγυήσεις ή MREL ομόλογα, αυτοί οι τίτλοι εξετάζονται σε ατομική βάση για την αξία τους από τους πιστωτές στις αγορές οπότε η αξιολόγηση του κρατικού χρέους παίζει μικρότερο ρόλο σε κανονικές εποχές. Αν το ελληνικό δημόσιο χρέος λάβει υψηλότερη πιστοληπτική βαθμίδα θα έχει ίσως μικρότερο θετικό αντίκτυπο για την τιμολόγηση του χρέους από τις τράπεζες σε σχέση με το παρελθόν».