Σε αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σε BBB (low) από BB (high) με σταθερές τις προοπτικές, δίνοντας έτσι την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, η οποία είχε χαθεί την άνοιξη του 2010, προχώρησε το βράδυ της Παρασκευής ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, ο οποίος είναι ένας από τους «τοπ 4 οίκους» που είναι σήμερα αποδεκτοί από το ευρωσύστημα, σε αντίθεση με τη γερμανική Scope και την ιαπωνική R& I, που είχαν μεν δώσει νωρίτερα το στάτους του investment grade, αλλά δεν λαμβάνονται ακόμη υπόψη από το ευρωσύστημα ως εξωτερικοί οργανισμοί αξιολόγησης.

Ταυτόχρονα, η DBRS Morningstar αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο και σε ξένο και τοπικό νόμισμα των εκδόσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας από R-3 σε R-2 (middle), με τις τάσεις σε όλες τις αξιολογήσεις να παραμένουν σταθερές.

Ανθεκτικότητα

Η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη της DBRS ότι, σύμφωνα με το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση.

Η βαθμίδα BBB (low) που έλαβε η Ελλάδα και οι σταθερές προοπτικές υποστηρίζονται από την ιδιότητά της ως μέλους της ΕΕ και της ευρωζώνης και από την εφαρμογή προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Υπάρχουν επίσης αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου που σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή χρέους της Ελλάδας, καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει περισσότερο από το 70% του δημόσιου χρέους με πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια λήξης 20 ετών στο τέλος του 2022 και με 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια.

Πριν από την κρίση χρέους και την εποχή των μνημονίων και πριν την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και την κατάρρευση  της Lehman Brothers, το ελληνικό αξιόχρεο βαθμολογούνταν από τους οίκους αξιολόγησης με «Α+», δηλαδή πέντε βαθμίδες πάνω από την «επενδυτική βαθμίδα» (βαθμολογία ΒΒΒ-/Baa3 ή και καλύτερη), που αντικατοπτρίζει το όριο πιστοληπτικής αξιολόγησης ενός κράτους ή μιας επιχείρησης, πάνω από το οποίο ο κίνδυνος χρεοκοπίας θεωρείται σχετικά χαμηλός, με το στάτους του «investment grade» να χάνεται τελικά τον Απρίλιο του 2010, όταν η Moody’s ήταν ο τελευταίος οίκος που υποβάθμισε την Ελλάδα  κατά τέσσερις βαθμίδες σε μία μέρα, σηματοδοτώντας και μία χαμένη δεκαετία για τη χώρα.

Σχεδόν 13,5 χρόνια μετά, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις της JP Morgan (πέρα από την αξιολόγηση της DBRS που αποτελεί πλέον γεγονός), οι οίκοι S&P και Fitch με τις αξιολογήσεις τους στις 20 Οκτωβρίου και 1η Δεκεμβρίου αντίστοιχα, αναμένεται να δώσουν το στάτους του «investment grade» επιφέροντας και το τέλος μιας πολύ δύσκολης περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα μας χαρακτηριζόταν ως «ειδική περίπτωση» με το χαμηλότερο βαθμό αξιοπιστίας στην ευρωζώνη.

Τα οφέλη

Με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα μειωθεί το ρίσκο χώρας, θα βελτιωθεί το ασφάλιστρο κινδύνου για τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, ενώ θα αυξηθούν οι ροές επενδυτικών κεφαλαίων συνολικά στην οικονομία. Θα υπάρξει θετική επίδραση στις ελληνικές επιχειρήσεις και στις τράπεζες μέσω της μείωσης του κόστους δανεισμού τους, συμπαρασύροντας και τα επιτόκια χορηγήσεων, μειώνοντας και το κόστος του χρήματος για τα νοικοκυριά.

Για την Εθνική Χρηματιστηριακή, η επενδυτική βαθμίδα θα τονώσει τις ιδιωτικές επενδύσεις και θα δώσει πρόσθετη ώθηση στο ΑΕΠ κατά 0,5% το 2024, ενώ αναμένει περαιτέρω πτώση των αποδόσεων των ομολόγων, αν και για ορισμένους ξένους διαχειριστές οι αγορές έχουν τιμολογήσει σχεδόν τη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, καθώς το κόστος δανεισμού της Ελλάδας είναι σήμερα καλύτερο της Ιταλίας, αναμένοντας ωστόσο πως σταδιακά θα πλησιάσει το κόστος δανεισμού της Πορτογαλίας. Στις τράπεζες, αναμένεται εξοικονόμηση τόκων περίπου 80 εκατ. ευρώ ετησίως από τις μελλοντικές εκδόσεις MREL ύψους 8 δισ. ευρώ, ενώ οι αναβαθμίσεις της αξιολόγησής τους θα καταστήσουν τις εκδόσεις τραπεζικού χρέους επιλέξιμες για τα καλής ποιότητας θεσμικά χαρτοφυλάκια.

Το Χρηματιστήριο

Παράλληλα, με την ανάκτηση του «IG» θα αρχίσει και η διαδικασία ώστε οι σημαντικοί πάροχοι μετοχικών δεικτών να αναβαθμίσουν το ελληνικό Χρηματιστήριο από την κατηγορία των αναδυομένων στις ανεπτυγμένες αγορές, στις οποίες θυμίζουμε πως ήταν ενταγμένο για 12 χρόνια προτού υποβαθμιστεί τον Νοέμβριο του 2013. Εκτιμάται πως η ανάκτηση του στάτους της ανεπτυγμένης αγοράς από το ΧΑ μάλλον το 2025 και η είσοδός του στους σχετικούς δείκτες των FTSE Russell, MSCI και S&P Dow Jones Indices θα οδηγήσει σε σημαντικές εισροές διεθνών κεφαλαίων στις ελληνικές μετοχές. Στις αναδυόμενες αγορές εξάλλου, τα υπό διαχείριση ενεργητικά παγκοσμίως κυμαίνονται στα 6,3 τρισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 52 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις ανεπτυγμένες αγορές.

Μεταρρυθμίσεις

Για τους αναλυτές πάντως, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αν και ορόσημο, δεν αποτελεί πανάκεια για την Ελλάδα, ούτε επαρκεί για να βελτιωθούν άμεσα οι οικονομικές συνθήκες, καθώς το σταθερό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, η διαμόρφωση ευνοϊκών για τις επενδύσεις συνθηκών, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και μια σειρά από άλλους παράγοντες θεωρούνται  περισσότερο σημαντικοί για την ευμάρεια της χώρας και των πολιτών της.

Δεν είναι, όπως λέγεται, παρά μόνο ένα κεφαλόσκαλο σε μια σκάλα που έχει ακόμη πολλά σκαλοπάτια, ενώ η διατήρηση αυτής της κατάστασης και η περαιτέρω αναβαθμίσεις αποτελούν μεγάλη πρόκληση. Π.χ. για να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα (αφήνοντας πίσω τους το χαρακτηρισμό τους ως «σκουπίδια») σε δείκτες αναφοράς που ακολουθούν μακροπρόθεσμοι θεσμικοί επενδυτές (mutual funds, sovereign funds, pension funds, money market funds, bond funds, mixed funds κ.λπ.) που τοποθετούν το 90% των περίπου 28 τρισ. δολ. του συνολικού τους ενεργητικού σε τίτλους με επενδυτική βαθμίδα δεν επαρκεί μία αναβάθμιση.

Οι βαθμολογίες

Για την ένταξη στον δείκτη Bloomberg Barclays απαιτούνται, όπως εξηγούσαν αναλυτές της Citigroup, οι αναβαθμίσεις σε «IG» από δύο εκ των τριών μεγάλων οίκων (Moody’s, S&P και Fitch), στον δείκτη iBoxx χρειάζεται η επενδυτική βαθμίδα από τους τρεις οίκους και για τον δείκτη FTSE Rusell απαιτείται η  βαθμολογία «Α-» από τις S&P και Moody’s, με την τελευταία να μας αξιολογεί σήμερα τρεις βαθμίδες κάτω από το «IG» και δύσκολα θα προχωρήσει στις 15 Σεπτεμβρίου σε κίνηση ανάλογη (προς την αντίθετη κατεύθυνση όμως) με αυτήν του Απριλίου του 2010.

Καθώς πάντως η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη της την υψηλότερη βαθμολογία μεταξύ των Moody’s, S&P, Fitch και DBRS, που είναι σήμερα αποδεκτοί από το ευρωσύστημα ως εξωτερικοί οργανισμοί αξιολόγησης (ECAIs), μία μόλις αναβάθμιση σε «IG» επαρκεί για να επηρεάζει την αξία του ενεχύρου των τραπεζών της χώρας και το σχετικό haircut (κούρεμα) στην ΕΚΤ για την απόκτηση ρευστότητας. Οι ελληνικοί τίτλοι θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εχέγγυα έναντι διατραπεζικού δανεισμού και θα είναι επιλέξιμα από την ΕΚΤ σε όρους εφάμιλλους με τα υπόλοιπα μέλη του ευρωσυστήματος.

«Σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την πατρίδα μας, σε μια στιγμή που η σκέψη όλων μας είναι στα θύματα των άνευ προηγουμένου φυσικών καταστροφών και τις οικογένειές τους, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια, είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη για τη χώρα μας» δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης.