Εχει μια δύναμη στο βλέμμα της η Φιλαρέτη Κομνηνού που προετοιμάζει την αναμέτρησή της με τη Βάιολετ Βέναμπλ στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τενεσί Ουίλιαμς. Αλλωστε η έμπειρη ηθοποιός την περίμενε χρόνια. Εργο απαιτητικό με ισχυρές ψυχολογικές διακυμάνσεις, πραγματεύεται τη νοσηρή σχέση ανάμεσα στην κυρία Βέναμπλ και τον ομοφυλόφιλο γιο της Σεμπάστιαν. Ενδιάμεσο «εμπόδιο» η νεαρή Κάθριν.
Μιλήστε μου για τη «συνάντηση» με την κυρία Βέναμπλ.
«Από τα χρόνια της σχολής κουβαλάω αυτόν τον ρόλο. Το παράδοξο είναι ότι όταν είσαι σε εκείνη την ηλικία, λαχταράς να παίξεις την Κάθριν. Εμένα όμως μου είχε καρφωθεί στο μυαλό η κυρία Βέναμπλ. Πέρασαν, τελικά, πολλά χρόνια για να έρθει η στιγμή να ικανοποηθεί αυτό το απωθημένο».
Εχετε καταλάβει γιατί;
«Είναι λίγο ανεξήγητο. Δεν μπορείς να τα ερμηνεύσεις όλα διά της λογικής οδού. Τώρα είμαι και στη φυσική ηλικία της Βέναμπλ. Εχω ταξιδέψει πολύ από τότε και ιδιαίτερα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής που με ελκύουν με τρόπο που δεν μπορώ να ερμηνεύσω. Στον ρόλο της Βέναμπλ υπάρχει μια περιγραφή για τις θαλάσσιες χελώνες που γεννάνε τα αβγά τους και πως μετά τα αρπακτικά πουλιά κατασπαράζουν τα χελωνάκια. Φαίνεται πως αυτό σε νεαρή ηλικία με είχε ταράξει πολύ – σχεδόν σαν έμμονη ιδέα. Αυτή η βιαιότητα της φύσης, το νομοτελειακό της ζούγκλας σε καθηλώνει, μουδιάζει την ψυχή σου».
Εξίσου σκληρό και το έργο…
«Ναι, και βίαιο αλλά και απίστευτα γοητευτικό, ποιητικό. Κινείται λίγο συμβολικά. Πρώτα σου παρουσιάζει την εικόνα της φύσης και μετά το μεταφέρει και σε προϊδεάζει για τις ανθρώπινες σχέσεις, κανιβαλιστικές, αδηφάγες, ανθρωποφάγες».
Επιστρέφετε στον Τενεσί Ουίλιαμς. Γιατί;
«Με τον Ουίλιαμς έχω παλιούς λογαριασμούς. Εχω παίξει σε τρία έργα του, «Ορφέας στον Αδη», «Λυσσασμένη γάτα», «Νύχτα της Ιγκουάνα». Λατρεμένος συγγραφέας. Δίνει ένα ερμηνευτικό πολυεπίπεδο υλικό για να δουλέψεις, να ψάξεις, να βρεις. Αισθάνομαι ότι κάθε φορά το αυτοβιογραφικό περνάει στα έργα του.
Ο Σεμπάστιαν ουσιαστικά είναι ο Ουίλιαμς κι η Κάθριν μια πτυχή της αδελφής του (σ.σ.: λόγω της λοβοτομής), κάτι που του δημιούργησε τεράστια ενοχή. Ο Καζάν έλεγε ότι τα μόνα πλάσματα που αγάπησε ήταν η αδελφή του και ο παππούς του. Στο έργο ο Σεμπάστιαν είναι παρών-απών. Η Βέναμπλ ξεκινά από μια παθολογική αγάπη για τον γιο της και καταλήγει στο νοσηρό. Είναι απειλητική, αδίστακτη».
Πώς την αντιμετωπίζετε;
«Αυτός ο ρόλος θέλει ψυχαναλυτή – το έχω κάνει ήδη. Εχω μιλήσει με ψυχαναλυτές γιατί ούτε με τα διαβάσματα ούτε με τη φαντασία και την ευαισθησία μπορείς να καταλάβεις απόλυτα τέτοιους ρόλους. Βρίσκονται σε μια άλλη σφαίρα και διάσταση.
Οι ψυχαναλυτές μου έδωσαν κάποια κλειδιά και τα κρατάω. Οπως η σχέση μιας μητέρας με τον ομοφυλόφιλο γιο της και πόσο μπορεί εκείνη να δημιουργήσει μια εικόνα για εκείνον, αρνούμενη τη σκοτεινή του πλευρά. Γίνεται μια περίεργη διεκδίκηση, ερωτική. Μιλάει με τρόπο σοκαριστικό – «εγώ κι ο γιος μου ήμασταν διάσημοι ως ζευγάρι, κανένας δεν έλεγε η μητέρα και ο γιος, όλοι έλεγαν η Βάιολετ κι ο Σεμπάστιαν». Αυτή η σχέση μένει σε ένα επίπεδο νοσηρότητας, όχι πράξης. Καθώς δεν υπάρχει καμία άλλη γυναίκα στη ζωή του, της επιτρέπεται να ζει το δικό της νοσηρό ψεύδος. Θέλει σχεδόν αποκωδικοποίηση αυτό το έργο».
Είστε και μάνα γιου. Επηρεάζει τον ρόλο;
«Το σκέφτηκα και εγώ κάποιες στιγμές. Ενα κοινό που μπορεί να έχουμε ο Γιώργος (σ.σ.: Παπαγεωργίου) και εγώ με τη Βέναμπλ και τον Σεμπάστιαν είναι ότι έχουμε ταξιδέψει πολύ μαζί – ως εκεί. Από έφηβο τον έπαιρνα συχνά μαζί. Εχουμε κάνει όμορφα ταξίδια που θυμόμαστε με τρυφερότητα. Για τα υπόλοιπα, έχει απαντήσει ο Φρόιντ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ουίλιαμς το έγραψε όταν είχε ξεκινήσει και ο ίδιος ψυχανάλυση. Κάποιοι καλλιτέχνες τολμάνε να πούνε πράγματα που άλλοι τα κρύβουν. Και ίσως αυτός είναι ο ρόλος τους, να θίγουν πράγματα που άλλοι κουκουλώνουν, μην μπορώντας να τα αντιμετωπίσουν».
Είστε ηθοποιός μεθόδου ή ενστίκτου;
«Νομίζω και τα δύο. Αυτό πιστεύω και αυτό διδάσκω τόσα χρόνια. Πιστεύω στην ενεργοποίηση της εγκεφαλικής λειτουργίας και στον τρόπο που έχει ο καθένας για να το προκαλέσει αυτό. Θέλω σε ένα έργο κλασικού ρεπερτορίου οι ηθοποιοί να έχουν μελετήσει, διαβάσει, να ξέρουν το υλικό. Από εκεί και πέρα αυτό πρέπει να ενισχυθεί με οτιδήποτε έχει σχέση με κάτι ζωικό και ενστικτώδες για να μην καταλήξει σε μια κατασκευή. Αυτό είναι το ιδανικό.
Θαυμάζω ηθοποιούς σαν τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Γιατί βλέπεις την τεχνική και την οργάνωση αλλά την ίδια στιγμή, όταν βγαίνει η φλόγα, το πάθος, η εκρηκτικότητά τους, είναι σαρωτικοί. Θέλω να αιφνιδιάζω με αντιδράσεις και τον εαυτό μου και τους θεατές».
Το αντιλαμβάνεστε όταν συμβαίνει;
«Ναι… Γίνεται κάτι και στο σώμα σου που είναι πιο σοφό κι από το μυαλό. Νιώθεις αυτή την ικανοποίηση, αυτό που γίνεται πέραν της λογικής και της οργάνωσης της παράστασης, αυτή την επικοινωνία με την περιοχή της φαντασίας, της ευαισθησίας. Νιώθεις μια υπέροχη κούραση, γιατί κάτι ξοδεύτηκε από μέσα σου, ευεργετικό και για εσένα που το κάνεις και για αυτούς με τους οποίους το μοιράζεσαι. Σαν μια εξομολόγηση σε κάποιους, όχι σε όλους τους θεατές.
Γιατί πάντα όταν παίζεις πρέπει να κρατάς και ένα μυστικό που να προκαλείς τον άλλον να το ανακαλύψει. Κάποιοι δάσκαλοι μου τα έμαθαν αυτά. «Παίζε πάντα κρατώντας ένα χαρτί κλειστό» μου είχε πει ο Βολανάκης, κάτι που στην αρχή είχε παρατηρήσει σε εμένα – «εσύ μικρή είναι σαν να παίζεις κρατώντας πάντα ένα χαρτί κλειστό, γιατί;». Στη συνέχεια κατάλαβα ότι μάλλον του άρεσε».
Το θέατρο σας προστατεύει από τον πραγματικό κόσμο;
«Ναι, με κάνει και ξεχνιέμαι – του είμαι ευγνώμων. Αλλά για λίγο. Ερχεται μετά η πραγματικότητα και με προσγειώνει, μου δείχνει τι γίνεται στη χώρα μου και σε όλον τον κόσμο. Υπάρχει ένας θυμός, άλλοτε μια πίκρα, ένας πεσσιμισμός. Δεν μπορώ να κατεβάσω ρολά. Παλιά έβρισκα γοητευτικό αυτό το απείθαρχο, την τρέλα που έχουμε σαν λαός. Τώρα κοντεύει να γίνει γραφικότητα αυτή η μαγκιά χωρίς ουσία. Αρκετά πια. Να κάνουμε επανεκκίνηση».
Ας κλείσουμε αισιόδοξα: Προσεχώς γιαγιά…
«Εχω φίλες που έγιναν γιαγιάδες και μου έλεγαν «δεν ξέρεις τι σε περιμένει…». Εχω μια αδημονία να έρθει αυτή η στιγμή να δούμε αυτό το πλασματάκι. Μιλάνε όλοι για μεγάλο έρωτα με τα εγγόνια. Σε μια χρονιά δύσκολη για όλους μας, έρχεται κάτι φωτεινό με τον ερχομό αυτού του παιδιού. Το περιμένω με χτυποκάρδι».
Σκηνοθεσία – δραματουργική επιμέλεια Λίλλυ Μελεμέ. Παίζουν: Φιλαρέτη Κομνηνού, Aναστασία Παντούση, Δημήτρης Τσίκλης, Λίλλυ Μελεμέ, Πάρης Λεόντιος.
Νέος Ακάδημος, 16/10.