Η ώρα πλησιάζει για την απονομή των 95ων βραβείων Οσκαρ που θα γίνει απόψε Κυριακή το απόγευμα (ώρα Λος Αντζελες – Δευτέρα για την Ελλάδα) στο Dolby Theatre του Χόλιγουντ. Kαι όσο πλησιάζει τόσο η περιέργεια αυξάνεται – τουλάχιστον σε κάποιες κατηγορίες. Ενα ενδιαφέρον στοιχείο εφέτος στα Οσκαρ είναι ότι σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση καλύπτει καθετί στη ζωή μας, τα βραβεία αυτά δεν αποτελούν εξαίρεση. Ταινίες και καλλιτέχνες από όλον τον πλανήτη διεκδικούν κομμάτι από την πίτα των σημαντικότερων κινηματογραφικών βραβείων του κόσμου· πίτα που μέχρι τα τελευταία χρόνια ήταν, κυρίως, αμερικανικής συνταγής. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός απ’ όταν τη μεγάλη έκπληξη είχαν κάνει τα «Παράσιτα» από τη Νότια Κορέα, ενώ εφέτος, μια γερμανική ταινία, το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» του Εντουαρντ Μπέργκερ – παραγωγής NETFLIX δε – έχει συγκεντρώσει εννέα υποψηφιότητες. Την ίδια ώρα εφέτος βλέπουμε να αφήνει έντονο το αποτύπωμά της η Ιρλανδία και ταινίες όπως τα «Πνεύματα του Ινισέριν», το «Σιωπηλό κορίτσι» και «Aftersun» να είναι υποψήφιες σε μεγάλες κατηγορίες. Ωστόσο, οι κατηγορίες που εφέτος κινούν πολύ την περιέργεια είναι οι πιο δημοφιλείς: των πρώτων ρόλων, τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες.

Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης

Υποψήφια εφέτος για την «Tar» του Τοντ Φιλντ, η αυστραλή ηθοποιός Κέιτ Μπλάνσετ είναι κάτοχος δύο βραβείων Οσκαρ – Α’ ρόλου για τη «Θλιμμένη Τζασμίν» του Γούντι Αλεν και Β’ ρόλου για το «The aviator» του Μάρτιν Σκορσέζε -, ενώ μετρά αρκετές ακόμα υποψηφιότητες σε αυτά τα βραβεία. Και την ίδια ώρα, η Μισέλ Γέο, η μαλαισιανή ηθοποιός που για πρώτη φορά έχαιρε της διεθνούς εκτίμησης παίζοντας στο «Τίγρης και δράκος» (2000) του Ανγκ Λι κάνει εφέτος το ντεμπούτο της στα Οσκαρ για την ταινία «Τα πάντα όλα», μια κινηματογραφική εκκεντρικότητα που αναμειγνύει διάφορα κινηματογραφικά είδη καταλήγοντας σε αυτό που λέει ο επιτυχημένος ελληνικός τίτλος του. Η σχεδόν αχαρακτήριστη αυτή, ημισουρεαλιστική (και αρκετά ενοχλητική) ταινία είχε τρομερό vibe στην Αμερική και αυτή τη στιγμή είναι μεγάλο φαβορί σε πολλές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων των καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας για τους Ντάνιελ Κουάν, Ντάνιελ Σάινερτ.

Αντικειμενικά μιλώντας η Μπλάνσετ, που στην «Tar» υποδύεται μια διευθύντρια συμφωνικής ορχήστρας σε βαθιά υπαρξιακή κρίση, έχει πετύχει την ερμηνεία της χρονιάς. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να την είδε και να μην την εκτίμησε. Ωστόσο, τα μέλη της Ακαδημίας μπορεί να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι η Μπλάνσετ έχει ήδη αποδείξει ποια είναι και τι μπορεί να κάνει, την ώρα που η Γέο, επίσης μια καλή ηθοποιός, με πολύ περισσότερα χρόνια στην πλάτη της (είναι 62 ετών), ως τώρα βρισκόταν στο «περιθώριο». Χορεύτρια μπαλέτου από τα τέσσερά της, άφησε την πατρίδα της για το Λονδίνο και σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Θεάτρου. Υστερα από μια σύντομη καριέρα στον χορό, κέρδισε τον τίτλο του διαγωνισμού ομορφιάς «Μις Μαλαισία» και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 του διαγωνισμού ομορφιάς «Μις Μούμπα» στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Δούλεψε στη διαφήμιση, έγινε συμπρωταγωνίστρια του σταρ των πολεμικών τεχνών Τζάκι Τσαν και παρότι ποτέ εκπαιδευμένη στις πολεμικές τέχνες, βασίστηκε στην πειθαρχία του χορού και στην επίπονη εκπαίδευση για σκηνές δράσης πολεμικών τεχνών. Συν τοις άλλοις, η ταινία «Τα πάντα όλα» έχει συγκεντρώσει τέσσερις υποψηφιότητες στις κατηγορίες ερμηνειών και αυτό σημαίνει ότι έχει ιδιαίτερα για τις ερμηνείες της.

Η «μάχη» ανάμεσα στις Μπλάνσετ και Γέο φάνηκε ήδη από τις Χρυσές Σφαίρες, όταν κέρδισαν και οι δύο βραβεία ερμηνείας σε διαφορετικά τμήματα. Η Μπλάνσετ στη δραματική ταινία και η Γέο στην κωμωδία/μιούζικαλ. Πάντως, απαρατήρητη δεν πρέπει να περάσει η βράβευση της Γέο (όπως και τριών ακόμα ηθοποιών της ταινίας «Τα πάντα όλα») στα βραβεία της Ενωσης Ηθοποιών (SAG). Στην πραγματικότητα αυτή είναι που έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες, αλλά βέβαια δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις μέχρι να ανοίξει ο φάκελος.

Ο Ελβις Πρίσλεϊ και μια συγκινητική «Φάλαινα»

Όμως και στους άνδρες για το βραβείο Α’ ρόλου ο αγώνας φαίνεται να είναι επίσης σκληρός. Μετά τη βράβευσή του στο Φεστιβάλ Βενετίας για τα «Πνεύματα του Ινισέριν», ο ιρλανδός ηθοποιός Κόλιν Φάρελ (που όντως δεν έχει υπάρξει ποτέ καλύτερος) άρχισε αμέσως να συζητιέται για τα Οσκαρ. Και πράγματι μπήκε στην πεντάδα, όπως όμως μπήκε τόσο ο Μπρένταν Φρέιζερ για τη «Φάλαινα» (που επίσης προβλήθηκε στη Βενετία αλλά δεν κέρδισε κάτι) όσο και ο Οστιν Μπάτλερ για τον «Elvis» του Μπαζ Λούρμαν, που έκανε την παγκόσμια πρώτη του στις Κάννες. Ετσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο Φάρελ, χωρίς ακριβώς να δείχνει εκτός παιχνιδιού (κέρδισε εξάλλου τη Χρυσή Σφαίρα κωμωδίας ή μιούζικαλ), δύσκολα μπορεί να σταθεί ανάμεσα στον Φρέιζερ και στον Μπάτλερ, που φαίνεται να είναι οι μεγάλοι μονομάχοι για το Οσκαρ Α’ ρόλου.

Είναι σημαντικό δε που ο Φρέιζερ κέρδισε το βραβείο SAG της Ενωσης Ηθοποιών. Στη μια πλευρά του ρινγκ λοιπόν ένας μεσήλικος πλέον ηθοποιός που ποτέ δεν εκτιμήθηκε και που με τη «Φάλαινα» κάνει ένα άκρως συναισθηματικό comeback και στην απέναντι ο μέχρι χθες άγνωστος Μπάτλερ, ένας νεότατος ηθοποιός με πολύ μέλλον μπροστά του, ο οποίος πολύ απλά κέρδισε το κοινό και τους κριτικούς με την ενέργεια που «έβγαλε» ως Ελβις Πρίσλεϊ.