Μια κουβέντα με τον Δημήτρη Καραντζά έχει πάντα ενδιαφέρουσες παρεκβάσεις, καλλιτεχνικές και πολιτικές. Πότε θα επικαλεστεί, πολύ αναλυτικά, μια σκηνή από κάποιο έργο προκειμένου να υποστηρίξει μια σκέψη του και πότε, μάλλον θορυβημένος, θα σχολιάσει μια έκφανση της επικαιρότητας.

Τις προάλλες πάντως, σε ένα καφέ στο κέντρο της Αθήνας, το ζήτημα που φαινόταν να τον απασχολεί, μεταξύ άλλων προφανώς, ήταν οι μορφές της κοινωνικής βίας και οι αναπαραστάσεις της στο θέατρο. «Εχουμε πλημμυρίσει από την απροκάλυπτη και εγκληματική βία, αυτή και η δυστυχία έχουν καταντήσει απλώς το φόντο της καθημερινότητάς μας.

Μούδιασμα και απάθεια, διαπιστώνω, σε μεγάλο βαθμό. Δυστυχώς, φαίνεται να συνηθίζουμε. Και δύσκολα μετακινούμαστε, δύσκολα κλονιζόμαστε. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι μπορεί να σοκάρει σήμερα. Αμφιβάλλω πια αν μπορεί να σοκάρει οποιαδήποτε εικόνα. Από την άλλη μεριά, δεν είναι μόνο αυτό. Δίπλα στην εικόνα της φρικώδους βίας υπάρχει και η εικόνα της πλαστικής τελειότητας, δείτε ας πούμε τα ψηφιακά μέσα δικτύωσης, αυτές είναι δύο παράλληλες πραγματικότητες μέσα στις οποίες κινούμαστε όλοι.

Ενα φοβερό ίσιωμα, δηλαδή, που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι θα μπορούσε να το διαρρήξει. Ευελπιστώ ότι, για όσους ακόμα έχουν κατά νου τον ορίζοντα του διαλόγου, θα μπορούσε ίσως να τους σοκάρει, και συνεπώς να τους μετακινήσει, μια ιδέα ή, τουλάχιστον, η άρθρωση ενός προβληματισμού. Νομίζω πως ο κλονισμός πλέον, οποιοσδήποτε κλονισμός, οφείλει ίσως να περνάει, ακριβώς, μέσα από μια αντίθεση, μια αντίσταση στην εικόνα» εκτίμησε ο σκηνοθέτης και δραματουργός, παραγωγικότατος εσχάτως, μιλώντας στο «Βήμα».

Η κομβική παράσταση

Ετούτη την περίοδο συνεχίζεται «Ο γλάρος» του Αντόν Τσέχοφ που ο Καραντζάς σκηνοθετεί στο Θέατρο Προσκήνιο, μια παράσταση υψηλής ποιότητας, το αποκορύφωμα στις μέχρι τώρα συναντήσεις του με τον ρώσο συγγραφέα. Ομως τι έγινε αλλιώς, εν προκειμένω;

«Συνέκλιναν, εικάζω, ετερόκλητες διαθέσεις προς μια κοινή κατεύθυνση. Ο «Γλάρος» του Νίκου Μαστοράκη που είχα δει το 2002, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, ήταν μια κομβική παράσταση για μένα, για το θέατρο που ήθελα να κάνω, όπως αποδείχθηκε.

Φέρω έντονη την ανάμνηση της συγκεκριμένης αναφοράς, την αίσθηση ευρύτερα, αν προτιμάτε, μιας ερωτικής, σχεδόν αγαπητικής εξομολόγησης προς το ίδιο το θέατρο. Αν κάτι βρίσκω τολμηρό στον «Γλάρο» του Τσέχοφ, ακόμα και σε ένα βιωματικό επίπεδο, είναι η ακτινογράφηση της αμφιθυμίας ενός ζωντανού ανθρώπου και ενεργού καλλιτέχνη, που και απορρίπτεται και αναγνωρίζεται.

Η παράσταση αυτή με ώθησε να συλλογιστώ μέσα από διαφορετικά μονοπάτια τη δική μου σχέση με το θέατρο, αλλά και τη σχέση του θεάτρου με τη ζωή – και τη δική μου ζωή. Ο Τσέχοφ επιδίδεται σε έναν κύκλο, ψυχικό και συνειδησιακό, όπου συνυφαίνονται η εμπειρία της τέχνης και η ανθρώπινη εμπειρία, έναν κύκλο εύθραυστο τον οποίο διαισθάνομαι ότι μπορώ και να παρακολουθήσω και να καταλάβω. Θα προσέθετα τέλος, αυτή τη φορά ιδίως, τον εκπληκτικό συντονισμό με τους ηθοποιούς, οι πρόβες μας άγγιξαν τη σφαίρα, πώς να το πω, του αυτονόητου» ανέφερε.

«Γιατί καταπιάνομαι με τον Τσέχοφ; Με παρηγορεί, αυτό είναι το ταιριαστό ρήμα. Στο επίκεντρο της γραφής του φωλιάζει μια συμπόνια που μαλακώνει ακόμα και τα πιο σκληρά, αμείλικτα πράγματα. Δεν ξεπέφτει ποτέ σε γραμμικούς ψυχολογισμούς. Αναδεικνύει αυτό που δεν λέγεται.

Τα αδιόρατα ερεθίσματα, οι φορτισμένες λεπτομέρειες, οι ιλιγγιώδεις δραματουργικές παύσεις του είναι βαθιές χαράδρες από τις οποίες αναδύεται ατόφια η αλήθεια των ηρώων και μάλιστα ερήμην τους ενίοτε.

Καταπιάνομαι μαζί του γιατί κανείς ποτέ δεν μπορεί να υπολογίσει από πού θα του τη φέρει ο Τσέχοφ, πότε θα αναβλύσει το κλάμα και πότε θα προκληθεί η σεισμική δόνηση από κάποια ματαίωση, καταπιάνομαι μαζί του γιατί δεν με διαπερνά κανείς άλλος τόσο έμμεσα και συνάμα τόσο ευθύβολα, γιατί δεν γνωρίζω άλλον εναργέστερο μελετητή του ανθρώπινου παρεμπιπτόντως, αυτής της εξόχως αποκαλυπτικής πλευράς μας» συμπλήρωσε ο Καραντζάς που εκείνη τη μέρα ετοιμαζόταν, κατά τα λοιπά, να ταξιδέψει ξανά στη Θεσσαλονίκη. Τον Απρίλιο ανεβάζει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το έργο «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ.

Η βασική περιέργεια

Λοιπόν, πώς πλησιάζει ο ίδιος (που συνήθως σφυγμομετρεί τους πολιτικούς απόηχους των κειμένων) έναν δραματουργό με τόσο καθαρή την πολιτική διάσταση στον πυρήνα του; Εχει δισταγμούς;

«Σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν προτίθεμαι – μιας και όντως είναι καθαρή η πολιτική διάσταση – να την τονίσω ή να την ενισχύσω παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται. Σκηνοθετώ για πρώτη φορά Μπρεχτ και υποψιάζομαι ότι το κάνω κυρίως επειδή δεν αντιλαμβάνομαι πλήρως, προσώρας τουλάχιστον, τι νιώθω και πώς νιώθω για αυτόν, πέρα από τη δεδομένη εκτίμηση προς τα κείμενα και τη διάνοιά του. Αραγε πόσο μπορώ να συνδεθώ με τον Μπρεχτ; Αυτή είναι η βασική μου περιέργεια.

Βλέπω στις θεατρικές του αφηγήσεις μια διαλεκτική που εμένα με παραπέμπει πολύ στην αρχαία τραγωδία. Δεν υφίσταται καμία ψυχολογική συνέπεια σε ό,τι αφορά τους χαρακτήρες αλλά ένα άναρχο πέρασμα από ύφος σε ύφος που εμένα, επίσης, μου θυμίζει κάπως και τον Γκοντάρ.

Βλέπω στον Μπρεχτ, και σε αυτό το έργο, τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν», ένα θέατρο κατασκευών και ανθρώπινων ιδιοτήτων, μια ανοιχτή συνθήκη που περικυκλώνει κάθε φορά ένα θέμα, ένα θέμα ακραιφνώς κοινωνικό ή ένα θέμα που άπτεται της ανθρώπινης συνύπαρξης μέσα στην κοινωνία, για να το θέσω πιο κομψά. Η αφοσίωση του Μπρεχτ, η επιμονή του σε θέματα μάλλον αλυσιτελή, με την ελπίδα ότι κάτι δύναται να αλλάξει, ενώ σπανίως κάτι αλλάζει, διαθέτει μια ιδεαλιστική τρυφερότητα που με κινητοποιεί» υπογράμμισε ο Καραντζάς.

«Η στερεοτυπική αντίληψη για τον Μπρεχτ, δίνω έμφαση σε αυτό επειδή δεν το συμμερίζομαι, είναι ότι έρχεται να μας κουνήσει το δάχτυλο. Επιπλέον, δεν καταλαβαίνω πώς καταλαβαίνουν ορισμένοι την έννοια της «αποστασιοποίησης».

Τέλος πάντων, αν υπάρχει η αποστασιοποίηση, είναι απολύτως θερμόαιμη, τίποτα δεν παίζεται ψυχρά στον Μπρεχτ, κάτι που απαιτεί από τους ηθοποιούς διπλή εγρήγορση. Και λέω, αν ο Μπρεχτ ήταν μόνο ένα κήρυγμα για τα κακά του καπιταλισμού και της ανθρώπινης εκμετάλλευσης, δεν θα τον είχαμε αφήσει ήδη πίσω μας;

Το έργο του όμως, οι ποιητικές του παραβολές, ανθίστανται με καλλιτεχνικό τρόπο. Διότι, ενώ έχει θέση, και ιδεολογική θέση, την ελέγχει, τη βασανίζει μέσα από τη φόρμα του, αυτοαναιρείται ο Μπρεχτ, αμφιβάλλει για την αλήθεια του, μας κοινοποιεί τις αμφιταλαντεύσεις που βρίσκονται μέσα στο κεφάλι του, ενορχηστρώνοντας, παράλληλα, για του θεατές μια συνθήκη επείγοντος και μια περιπέτεια αποφάσεων. Κοντά στη σοβαρότητα πάντως, υπάρχει και το χιούμορ, μην ξεχνιόμαστε, και το ανάλαφρο και το χοντροκομμένο» προσέθεσε.

«Αδίστακτη και αδιέξοδη διαδικασία»

Ποιος θα είναι βασικός άξονας της παράστασης; «Δεν προσεγγίζω τη Σεν Τε, την κεντρική ηρωίδα, ως καλή άνευ προϋποθέσεων, ως καλή εκ των προτέρων. Βλέπω κάτι φτιαχτό στην καλοσύνη που της επιβάλλεται, κάτι που εξελίσσεται σε μια αδίστακτη και αδιέξοδη διαδικασία για την ίδια, οιονεί καταστροφική.

Η καλοσύνη ως καταναγκασμός, με άλλα λόγια, την κάνει να δυσφορεί. Η Σεν Τε, συγχρόνως, οικειοποιείται τις ποικίλες αρρενωπότητες που την περιτριγυρίζουν για να τις υπονομεύσει. Πλην όμως, δεν μεταμφιέζεται.

Αυτό μπορώ να σας πω, για κάτι που τώρα έχω αρχίσει να χαρτογραφώ πιο συστηματικά. Η παράσταση, πάντως, θα είναι καμωμένη από τα πιο απλά υλικά, σχεδόν δεν υπάρχει σκηνογραφία, παρά μόνο ένας διάδρομος, μια πλατφόρμα πάνω στην οποία διακυβεύονται όλα».