Πληθωρική, αντισυμβατική, πρωτοπόρος. Καταραμένη και συγχρόνως χαρισματική. Μια πολυσχιδής, αν και κατά βάθος αινιγματική, προσωπικότητα που έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι της στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Θρύλος. Ο άνθρωπος στον οποίο όλοι οι Ελληνες οφείλουμε πολλές αθάνατες λαϊκές επιτυχίες, τραγούδια που ακόμη και σήμερα τραγουδιούνται σαν να μην έχει περάσει μια μέρα από τότε που πρωτακούστηκαν. Από πού να αρχίσεις και τι να μην ξεχάσεις; «Περασμένες μου αγάπες», «Ονειρο απατηλό», «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά», «Ηλιοβασιλέματα», «Η φαντασία», «Είσαι η ζωή μου», «Μαντουμπάλα», «Στ’ Αποστόλη το κουτούκι», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Δυο πόρτες έχει η ζωή» («Το τελευταίο βράδυ μου»), «Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι». Μια κινηματογραφική βιογραφία για αυτόν τον άνθρωπο του οποίου ειρωνικά η ζωή ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με τη δυστυχία και λιγότερο με την ευτυχία είναι το ελληνικό κινηματογραφικό γεγονός της σεζόν που διανύουμε. Σκηνοθετημένη από τον Αγγελο Φραντζή σε σενάριο Κατερίνας Μπέη, η «Ευτυχία» μάς προσκαλεί σε ένα ταξίδι συναρπαστικής αλλά πονεμένης ζωής μοιρασμένο σε δύο μέρη. Αρχικώς, βλέπουμε την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (με το πρόσωπο της Κάτιας Γκουλιώνη) κοπέλα. Μικροπαντρεμένη, μάνα δύο παιδιών, ξεριζώνεται από το σπίτι της στο Αϊδίνι και έρχεται στην Ελλάδα με τη μητέρα και τις κόρες της. Εχει σπουδάσει, αλλά δεν θέλει να γίνει δασκάλα, τη συναρπάζουν τα μπουλούκια, το θέατρο. Αλλά κι εκεί, πνεύμα ατίθασο καθώς είναι, τα «σπάει», οπότε η ποίηση και η στιχουργική την καταβροχθίζουν. Γράφει ακατάπαυστα και παντού: σε χαρτοπετσέτες, σε κουτιά από τσιγάρα (αρρωστημένη καπνίστρια), σε λογαριασμούς (απλήρωτους συνήθως). Ερωτεύεται παθιασμένα τον δεύτερο άντρα της, έναν καλόψυχο αστυνομικό στον οποίο οφείλει το επώνυμο με τον οποίο τη γνωρίζουμε και που στην ταινία υποδύεται ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης. Και ενώ το πρόσωπό της παίρνει σιγά-σιγά τη μορφή της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, τη βλέπουμε πλήρως εθισμένη πια στη χαρτοπαιξία, είτε σε σαλόνια πολυτελείας είτε σε παράνομα υπόγεια. Και όλα αυτά την ώρα που διάσημοι μουσικοί ανταγωνίζονται για το ποιος θα αγοράσει (για ψίχουλα) τραγούδια της. Βασίλης Τσιτσάνης, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, Αντώνης Ρεπάνης, Μάνος Χατζιδάκις. 50 χρόνια σε δύο ώρες Πώς όμως οι δημιουργοί της ταινίας «Ευτυχία» κατέληξαν στον σεναριακό άξονά της, τις δύο διαφορετικές φάσεις της ζωής τής Παπαγιαννοπούλου και γιατί εστίασαν στις συγκεκριμένες περιόδους; «Το σενάριο περιλαμβάνει 50 χρόνια από τη ζωή της Ευτυχίας, από τη στιγμή που έρχεται στην Ελλάδα με την καταστροφή της Σμύρνης ως τον θάνατό της το 1972» είπε στο «Βήμα» η σεναριογράφος της ταινίας Κατερίνα Μπέη. «Ηταν αναπόφευκτο λοιπόν να παιχτεί από δύο ηθοποιούς αφού δεν έχουμε – ακόμα – την τεχνολογία του Χόλιγουντ ώστε να αποκαθιστούμε τη νεότητα. Τη στιγμή που η Κάτια Γκουλιώνη δίνει τη σκυτάλη στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μάς την υπαγόρευσε η ίδια η ιστορία, αφού είναι όταν η Ευτυχία απογαλακτίζεται με τον θάνατο της μάνας της». Ενα άλλο ερώτημα που προκύπτει βέβαια είναι κατά πόσο η έρευνα που διεξήχθη για το σενάριο της ταινίας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είναι ένα πρόσωπο που οι νεότερες γενιές έχουν υπόψη τους. Η σεναριογράφος είναι κάθετη: «Αν κάτι με εντυπωσίασε και με αιφνιδίασε είναι ότι πάρα πολλοί νέοι άνθρωποι είχαν όντως ακούσει, σε γενικές γραμμές, για την Ευτυχία. Αρκετοί ήξεραν πάρα πολλά, οι περισσότεροι όχι πολλά πράγματα: ότι έχει γράψει πολλά τραγούδια και ότι είχε πάθος με τον τζόγο. Σε αυτό βέβαια έχει παίξει μεγάλο ρόλο και ο μονόλογος στο θέατρο με τη Νένα Μεντή, που παιζόταν με μεγάλη επιτυχία για έξι χρόνια». Ευτυχία, ένα ορμητικό ποτάμι Παραδόξως ο σκηνοθέτης της ταινίας Αγγελος Φραντζής δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σχέση με την περίπτωση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. «Γνώριζα βεβαίως τα τραγούδια της, όπως οι περισσότεροι από εμάς, χωρίς όμως να έχω μελετήσει πραγματικά την ίδια ούτε ως καλλιτέχνη ούτε ως άνθρωπο» είπε. Ο Φραντζής δεν είχε δει την παράσταση με τη Μεντή, ούτε είχε διαβάσει κάποιο από τα βιβλία που έχουν εκδοθεί για την Παπαγιαννοπούλου. Οταν λοιπόν ο παραγωγός της ταινίας Διονύσης Σαμιώτης (της εταιρείας Tanweer, που έχει και τη διανομή) του έδωσε το σενάριο, η πρώτη αυθόρμητη αντίδρασή του ήταν «δεν μου ταιριάζει». Διαβάζοντάς το όμως ο σκηνοθέτης έπιασε τον εαυτό του να παθιάζεται με τον χαρακτήρα και το έργο της στιχουργού. «Αρχισα να εξερευνώ τα πάντα, να ρουφώ όλες τις πληροφορίες που μπορούσα να βρω για αυτήν, να διαβάζω ό,τι έχει γραφτεί και να συναντώ ανθρώπους που τη γνώρισαν». Αυτό που τον γοήτευσε φοβερά ήταν ότι «η Ευτυχία, παρά τις συνθήκες της ζωής της και τα πάθη της, είχε μια αστείρευτη δύναμη να προχωρεί μπροστά σαν ένα ορμητικό ποτάμι που στο πέρασμά του γεννάει αλλά και καταστρέφει. Αυτές τις αντιφάσεις της ζωής η ίδια τις κοιτούσε με κατανόηση, αγάπη και χιούμορ. Από αυτές αντλούσε έμπνευση για να φτιάξει ένα καλλιτεχνικό έργο καίριο και μοναδικό. Απλό και σοφό. Και γι’ αυτό ακριβώς παραμένει διαχρονικό». Μιλώντας καθαρά με εμπορικούς όρους και με την προϋπόθεση ότι κάθε σχέδιο στον κινηματογράφο είναι ένα οικονομικό ρίσκο, κατά πόσο μπορεί να απασχολήσει έναν έλληνα παραγωγό η απόφαση να προχωρήσει σε ένα τόσο φιλόδοξο project και πώς αντιμετώπισε τυχόν δεύτερες σκέψεις; «Κάθε κινηματογραφική παραγωγή είναι επιχειρηματικό σχέδιο υψηλού ρίσκου, αλλά ταυτόχρονα και κάτι που μένει στην αιωνιότητα, ως έργο πολιτισμού, αλλά και περιουσιακό στοιχείο μακράς διαρκείας» απάντησε στο «Βήμα» ο παραγωγός Διονύσης Σαμιώτης. «Ομως εφόσον το πρώτο πράγμα που μπορεί να ενδιαφέρει έναν δημιουργικό παραγωγό είναι η ιστορία και το σενάριο, η Ευτυχία μάς κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της, οι μνήμες, οι αναφορές στις δύσκολες εποχές, είναι συστατικά μιας ταινίας που πιστέψαμε ότι θα ενδιαφέρει τόσο το ελληνικό όσο και το διεθνές κοινό». Οι πρωταγωνίστριες Αυτό το αστείρευτο πνεύμα ελευθερίας που διέκρινε την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου αλλά και το πώς θα μπορούσε να αποδοθεί ερμηνευτικά σε διαφορετικές ηλικίες ήταν το στοιχείο που απασχόλησε περισσότερο – ως ηθοποιούς αλλά και ως ανθρώπους – την Κάτια Γκουλιώνη και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Η κυρία Γκουλιώνη επέλεξε να ρίξει το μεγαλύτερο βάρος της δουλειάς «στην απόσταση που η ίδια η Παπαγιαννοπούλου έπαιρνε από οτιδήποτε θύμιζε κανονικότητα. Στη μαεστρία της να κάνει να φαίνεται το πιο παράλογο λογικό. Στο απίστευτο χιούμορ της, διέξοδο από κάθε δύσκολη κατάσταση. Στον τρόπο που κάπνιζε. Στον τρόπο που έβγαζε την έντασή της στα χέρια της. Στον τρόπο που έπαιζε, γιατί η ίδια είχε φτιάξει έναν ρόλο για τον εαυτό της και τον υπηρετούσε άψογα. Στον τρόπο που συγκρατούσε τα δάκρυά της. Στο πώς μετέτρεπε ένα παιχνίδι πόκας σε παιδική χαρά. Στο γέλιο που θα έριχνε μετά από μια φάρσα. Στον τρόπο που η διεισδυτική της παρατηρητικότητα γινόταν τραγούδι». Η σχεδόν ευλαβική προσήλωση της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη σε κάθε ρόλο – ανεξαρτήτως μέσου – που αναλαμβάνει είναι γνωστή. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι, αν και φανατική αντικαπνίστρια, για τον ρόλο της Παπαγιαννοπούλου έμαθε (καταπονώντας τον εαυτό της) να καπνίζει «σαν φουγάρο» είναι αρκετό για να δείξει την αφοσίωσή της. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που από τη στιγμή που η Καραμπέτη παίρνει όντως τη σκυτάλη από την Γκουλιώνη, η ταινία αποκτά άλλες διαστάσεις, απογειώνεται στο υπερπέραν! «Το πέρασμα του χρόνου «γράφει» πάνω στο σώμα, το βαραίνει, το κυρτώνει, οι κινήσεις γίνονται πιο αργές, αλλά η ψυχή είναι αστραφτερή, το μυαλό ακονισμένο, η εσωτερική δύναμη πυκνώνει, το χιούμορ ελαφραίνει κάθε βαριά στιγμή χαρίζοντας τη λύτρωση στους γύρω» είπε στο «Βήμα» η κυρία Καραμπέτη. «Nα πώς ο μεγαλύτερος πόνος μετουσιώνεται σε τέχνη: με μια λεβεντιά ελληνική, αρρενωπή θα έλεγε κανείς που όμως χαρακτηρίζει μια γυναίκα η οποία δημιουργούσε σε έναν χώρο αυστηρά ανδροκρατούμενο. Γι’ αυτό γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, ακόμα πιο βαθιά από το να τη βλέπαμε σε μια ας πούμε ανδρική μορφή». Γνήσια συγκίνηση ξεχείλιζε από τη φωνή της ηθοποιού ενώ μου μιλούσε αναφερόμενη στο πώς η Παπαγιαννοπούλου έγινε αποδεκτή κερδίζοντας τον σεβασμό όλων των αντρών που υποκλίθηκαν μπροστά της και μάλωναν μεταξύ τους για το ποιος θα πάρει τα τραγούδια της. «Θέλει μεγάλη εσωτερική δύναμη το να σπας τα ταμπού, να υπερασπίζεσαι το δικαίωμά σου στην ελευθερία, το να πηγαίνεις κόντρα σε κάθε κατεστημένη αντίληψη» συνέχισε. «Οχι μόνο στις αντιλήψεις που θεωρούνται προτεραιότητες στη ζωή μιας γυναίκας – γάμος, οικογένεια – αλλά και σε αυτές που υπαγορεύουν το νοιάξιμο για την οικονομική σταθερότητα μα και την καλλιτεχνική υστεροφημία. Η Ευτυχία ζούσε για το σήμερα, για τα πάθη της, δεν την ένοιαζε το χρήμα, κι ας ήταν φτωχή. Αρκεί να το είχε για να μπορεί να παίζει χαρτιά και να βρίσκει εκεί παρηγοριά από τα χτυπήματα της ζωής, σαν τον ναρκομανή που θα πνίξει τον πόνο του στον κόσμο των παραισθήσεων». Εγραψε σαν άνδρας Η διάκριση ανάμεσα στον ανδρικό και στον γυναικείο λόγο στο τραγούδι μας είναι αδόκιμη και κανείς δεν μπορεί να θέσει απόλυτα κριτήρια και γνωρίσματα για να υποστηρίξει έναν τέτοιον διαχωρισμό. Περισσότερο έχει να κάνει με την αίσθηση του καθενός και πολλές φορές με την έκπληξη της ματιάς. Εκείνο που μας γοήτεψε στους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου ή της Αφροδίτης Μάνου ή ακόμη και της Χαρούλας Αλεξίου ήταν ότι πάτησαν απάτητα εδάφη από τους άνδρες στιχουργούς. Εμπλούτισαν το τραγούδι με προσεγγίσεις που για τους άνδρες συναδέλφους τους είτε ήταν εντελώς αχαρτογράφητες είτε τις θεωρούσαν «δευτερεύουσες». Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου όμως ήταν ένας κόσμος μόνη της, ήταν το όλον. Εγραψε σαν άνδρας. Παρεξηγήσιμη φράση αλλά δεν βρίσκω κάτι άλλο για να την ορίσω. Κοίταξε κατάματα τον πυρήνα των υπαρξιακών αναζητήσεων με τραχύ τρόπο και τις εξέφρασε με μία σπάνια λαϊκή ποιητική τέχνη, ακαριαία, δίχως κανένα φραστικό τερτίπι. Ενδεικτικά, «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Σβήσε με, κυρά μου», «Αϊτός χωρίς φτερά», «Φαντασία», «Σκορπίσανε οι φίλοι μου», «Τι να σου κάνει μια καρδιά», «Τι έχει και κλαίει το παιδί», «Πετραδάκι, πετραδάκι». Οχι βέβαια πως δεν έγραψε και «γυναικεία». Πώς θα μπορούσε να μη γράψει τραγούδια ατόφιου αισθήματος, τρυφερότητας και απώλειας μια γυναίκα σαν την Παπαγιαννοπούλου! Τραγούδια εύθραυστα, «κοριτσίστικα». Αν δεν είχε ζήσει τη ζωή που έζησε, θα τολμούσα να πω πως πρόκειται για στίχους που θα μπορούσαν να κοσμούν κάποιο σχολικό λεύκωμα, όπως το «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα», ή το «Είσαι η ζωή μου». Ηταν μια μαστόρισσα του απλού που είχε τη σοφία να ξέρει πάντα πού ήταν το κέντρο.