Το έργο βρίσκεται μόλις στο δέκατο λεπτό του. Ενας θεατής, αναστατωμένος, κλονισμένος, σηκώνεται και βγαίνει έξω. Πιάνει ύστερα μια απόμερη γωνιά και κλαίει. Για την ακρίβεια, ξεσπά σε λυγμούς. Δεν άντεχε άλλο, να ακούει, να βλέπει, να ανακαλεί ίσως. Το συγκεκριμένο περιστατικό, μεταξύ άλλων, συνέβη πριν από μερικούς μήνες στο υποφωτισμένο προαύλιο του ΠΛΥΦΑ, στον Βοτανικό, μια βραδιά που παιζόταν εκεί το «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» του Εντουαρ Λουί. Η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων, η οποία πλέον μετρά 15 χρόνια διακριτής δραστηριότητας, διασκεύασε το ομότιτλο αυτοβιογραφικό αφήγημα του γάλλου συγγραφέα, δημιουργώντας επί σκηνής κάτι που, περνώντας από στόμα σε στόμα, έφτασε τελικά να γίνει μία από τις πλέον συζητημένες παραστάσεις της περασμένης θεατρικής σεζόν.

Τώρα παρουσιάζεται ξανά, στο Θέατρο Προσκήνιο αυτή τη φορά, ως επιλογή του καλλιτεχνικού του διευθυντή Δημήτρη Καραντζά. «Σαν πείραμα ξεκίνησε και έτσι συνεχίζεται εδώ, σε ένα πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Εχουμε τον μισό σκηνικό χώρο αλλά κερδίζουμε πράγματα που θέλαμε εξ αρχής, την εγγύτητα με το κοινό και την εξαιρετική ακουστική, να μη χάνεται ούτε ένας ψίθυρος, ούτε μια σιωπή. Εκτιμώ ότι, υπό αυτούς τους όρους, η εμπειρία θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά για το κοινό» είπε στο «Βήμα» ο σκηνοθέτης Χρήστος Θεοδωρίδης, τον οποίο συναντήσαμε τις προάλλες, πριν από την πρόβα με τους ερμηνευτές που συντονίζονται σε μια ατέρμονη συνθήκη εντατικής εναλλαγής και ρευστής αλληλοδιείσδυσης, διαπερνώντας ρόλους, φύλα, νοήματα, τους ηθοποιούς Γιώργο Κισσανδράκη και Διονύση (Ντένη) Μακρή.

«Στο θέατρο η δουλειά μας δεν είναι η διακόσμηση. Ο ουσιαστικός σκοπός μας, ακόμη κι αν αποδεικνύεται ανέφικτος, είναι να αλλάζουμε κάτι, έστω κάτι ελάχιστο, έστω για λίγο. Διανύω πια μια φάση που ψάχνω ιστορίες οι οποίες δεν έχουν ειπωθεί ή έχουν ειπωθεί ελάχιστα. Και μάλιστα πολύ σύγχρονες ιστορίες που να αφορούν τους θεατές και τη ζωή τους πιο άμεσα. Παράλληλα, ψάχνω τρόπους με τους οποίους ο κάθε ηθοποιός μπορεί να ξεφύγει από τη φόρμα που προτείνω ακόμη κι εγώ, μια δυναμική ισορροπία πειθαρχίας και ελευθερίας με ορίζοντα τη ζωντανή έκπληξη» συνέχισε ο Θεοδωρίδης.

«Με ποιους ξένους έχει πρόβλημα ένα εντυπωσιακό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας; Οχι με τους επενδυτές ή τους τουρίστες, αλίμονο. Με τους φτωχούς πρόσφυγες έχει πρόβλημα, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα»

Το άλμα από το μικρό στο μεγάλο

Στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», ένα έργο μύχιο και συγχρόνως μαχητικό, ο ομοφυλόφιλος Λουί αποτυπώνει τη δύσκολη, επίπονη σχέση με τον δικό του πατέρα, έναν άνθρωπο που, κατά τα λοιπά, υπήρξε και ο ίδιος θύμα, σε ένα άλλο επίπεδο ωστόσο, εκείνο των κυβερνητικών αποφάσεων.

«Ακαριαία με άγγιξε η ειλικρίνεια και η τόλμη του Λουί. Αφενός, έχω βιώσει κι εγώ πράγματα, όχι απλώς παρόμοια αλλά αυτούσια, με ορισμένα που υπάρχουν στο κείμενό του. Αφετέρου, επιχειρεί ένα καθαρό άλμα από το μικρό και προσωπικό προς το μεγάλο και συλλογικό, κατηγορώντας με ονοματεπώνυμα τους ένοχους πολιτικούς. Αυτές οι δύο πλευρές, συνδυαστικά πάντοτε, τοποθετούνται στο επίκεντρο και των δικών μου αναζητήσεων και προβληματισμών. Ιδίως σε μια χώρα, στην Ελλάδα αναφέρομαι, όπου ο κόσμος δείχνει εσχάτως ότι αδυνατεί να αντιδράσει απέναντι στο οτιδήποτε, όσο ακραίο και εξωφρενικό κι αν είναι, έτσι μουδιασμένος που άγεται και φέρεται μες στη σκοτεινιά και την απελπισία» εξήγησε ο Θεοδωρίδης, ο οποίος στη συνέχεια σχολίασε και άλλες δύο σημαντικές διαστάσεις του έργου, τις έννοιες της κοινωνικής τάξης και της ντροπής.

«Ολα είναι ταξικά. Ακόμη και το τραύμα, η φύση και το βάθος του, έχει ταξικό πρόσημο» τονίζει στο «Βήμα» ο Χρήστος Θεοδωρίδης.

«Τι να γίνει, παιδιά, όλα είναι ταξικά. Ακόμη και το τραύμα, η φύση και το βάθος του, έχει ταξικό πρόσημο. Το φτωχό γκέι άτομο, ας πούμε, ντρέπεται περισσότερο και εξευτελίζεται περισσότερο. Δείτε το και ευρύτερα όμως. Με ποιους ξένους έχει πρόβλημα ένα εντυπωσιακό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας; Οχι με τους επενδυτές ή τους τουρίστες, αλίμονο. Με τους φτωχούς πρόσφυγες έχει πρόβλημα, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα».

Επανερχόμενος στην παράσταση, τόνισε ότι «δεν αφηγούμαστε τα γεγονότα, αλλά τα ανασυστήνουμε επί σκηνής με τον ανοιχτό και αγωνιώδη τρόπο που οι άνθρωποι τα θυμούνται. Θέλουμε να ανακινούμε πυρηνικές ποιότητες στον εσώτερο κόσμο των θεατών και ευελπιστούμε ότι όλοι, ανεξαρτήτως της σεξουαλικής τους ταυτότητας, μπαίνουν στο πείραμά μας είτε μέσα από την ταύτιση είτε μέσα από την αναλογία».

Στο τέλος της παράστασης εκρήγνυται και το queer στοιχείο το οποίο, από γραφής, δεν προκρίνεται τόσο. Γιατί; «Η επιλογή αυτή έχει να κάνει, όπως το νιώθω εγώ, με την αποτίναξη της ενοχής. Δηλαδή: Κοίτα με, υπάρχω κι εγώ, άκουσέ με, αυτός είμαι και δεν ντρέπομαι για αυτό που είμαι, θέλω να με κοιτάξεις, επειδή είμαι γκέι, τρανς, μαύρος, πρόσφυγας, μετανάστης, ανάπηρος, φτωχός. Κοίτα με, υπάρχω κι εγώ, όπως υπάρχεις κι εσύ» κατέληξε ο Θεοδωρίδης.

Η άρθρωση της αυθεντικότητας

Ο Διονύσης (Ντένης) Μακρής ήταν ο πρώτος από τους συντελεστές της παράστασης «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» που διάβασε το βιβλίο του Εντουάρ Λουί. «Αυτή η επίσκεψη στις αναμνήσεις μπορεί, ως άνθρωπο, να σε οδηγήσει παντού και, ως ηθοποιό, σε ωθεί να αντλήσεις από παντού. Εφερνα στον νου σταδιακά μια κουβέντα που είχα με τον δικό μου πατέρα, για ένα σπίτι που ήθελα να νοικιάσω. Εκείνος είχε αντίθετη άποψη. Oταν όμως του έδωσα πολύ καθαρά και συνειδητά τη δική μου οπτική, σιώπησε με έναν τρόπο που μου έκανε εντύπωση. Eκτοτε κάτι ξεσκεπάστηκε, κάτι θεραπεύτηκε και κάτι μετασχηματίστηκε μακροπρόθεσμα στη σχέση με τον πατέρα μου. Θα μπορούσα να πω κι άλλα από τις διαπροσωπικές μου σχέσεις. Πάντως, αν κάτι με διαλύει και συγχρόνως με σαγηνεύει στο έργο του Λουί είναι ο τρόπος που αυτός ο άνθρωπος προσπαθεί να αρθρώσει την αυθεντικότητά του, να την απεγκλωβίσει και την ίδια στιγμή να απελευθερωθεί» υπογράμμισε.

Η τάση προς την κατανόηση

Ο Γιώργος Κισσανδράκης, με τη σειρά του, εστίασε στις πολλές ισχυρές στρώσεις του κειμένου, ατομικές και πολιτικές. «Ο Λουί λέει την προσωπική του ιστορία, εκφράζει τη δική του εκδοχή των πραγμάτων και, ταυτόχρονα, εσύ που την παρακολουθείς μπαίνεις σε μια διαδικασία όχι μόνο να ανασύρεις αλλά και να σκαλίσεις δικές σου εμπειρίες – ή να επεξεργαστείς εκ νέου ιστορίες άλλων που σε έχουν σημαδέψει, γίνεται κι αυτό. Το φοβερό είναι ότι δεν αναγνώρισα τον εαυτό μου σε ένα σημείο του κειμένου αλλά σε πολλά, ανίχνευσα κομμάτια μου σε κάθε οικογενειακό και κοινωνικό ρόλο. Από την άλλη μεριά, σκέφτομαι τον ουσιαστικό πολιτικό αντίκτυπο του έργου και προς τα πού τείνει η παράστασή μας. Προς μια κατανόηση τείνει, ασφαλώς, μια κατανόηση του άλλου, του συνανθρώπου σου. Αναρωτιέμαι καμιά φορά, επιτέλους, πόσο δύσκολο είναι αυτό πια. Για πόσο ακόμη θα αναπαράγουμε ιδέες και συμπεριφορές που καταστρέφουν ψυχισμούς; Νομίζω ότι στην Ελλάδα είμαστε κομπλεξικοί, φοβόμαστε τα πάντα με αποτέλεσμα να αποφεύγουμε κάθε λύση. Κι όμως, δεν είναι τόσο δύσκολο να αλλάξουμε ορισμένες οπισθοδρομικές παθογένειες, είναι πιο εύκολο απ’ όσο πιστεύουμε να υπερβούμε προβλήματα, τουλάχιστον αυτά που υφίστανται μόνο στη φαντασία ή στις προκαταλήψεις μας» ανέφερε.

«Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» του Εντουάρ Λουί, σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη, από 4/10 στο Θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα). Παίζουν: Γιώργος Κισσανδράκης, Διονύσης (Ντένης) Μακρής.

Περισσότερες πληροφορίες εδώ.