Οι εποχές φαίνεται πως ταιριάζουν στη Δέσποινα Κούρτη: με ένα κινηματογραφικό «Τέλος εποχής» ξεκίνησε πριν από 30 χρόνια, και τώρα, έχοντας διανύσει μια διαδρομή πλούσια σε εμπειρίες, έρχεται να συναντήσει στη σκηνή τις «Αλλες εποχές», αυτές που έγραψε ο Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Αρη Τρουπάκη.

Πρόκειται για ένα έργο μνήμης και σχέσεων, ένα έργο που μοιάζει να αναφέρεται στο παρελθόν, αλλά τελικά αφορά το παρόν, το σήμερα. Ενα ζευγάρι, η Κέιτ και ο Ντίλι (Ερατώ Πίσση και Δημήτρης Αλεξανδρής), έχει επιλέξει να ζει σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα, απομονωμένο από τον κόσμο, μακριά από την πραγματικότητα.

Εκεί έρχεται να τους επισκεφθεί η Αννα, μια φίλη απ’ τα παλιά – κι όλα τα δεδομένα θα ανατραπούν.

Με μια ευγένεια και μια σπάνια διακριτικότητα η Δέσποινα Κούρτη πορεύεται στην τέχνη. Αγαπάει βαθιά το θέατρο και το μοιράζεται, όπως άλλωστε και τη ζωή της, χρόνια τώρα, με τον Αργύρη Ξάφη.

Αλήθεια, γιατί αλλάξατε τον τίτλο του έργου – το γνωρίζουμε ως «Παλιοί καιροί».

Ο σκηνοθέτης πιστεύει ότι αυτή είναι η σωστή μετάφραση. Αλλωστε συνηθίζουμε την έκφραση «άλλες εποχές». Το είχα διαβάσει παλαιότερα και κάπως το είχα ξεχάσει.

Όταν συζητούσαμε με τον Αρη (σ.σ.: Τρουπάκη) μια πιθανή συνεργασία, εγώ ανέφερα τον Πίντερ κι εκείνος πρότεινε το συγκεκριμένο, συνειδητά, μαζί με την Ελσα Ανδριανού που έχει κάνει μια εξαιρετική μετάφραση. Μόλις ξανασυναντήθηκα με το κείμενο, ενθουσιάστηκα. Εκτιμώ πολύ το βρετανικό θέατρο.

Τι σας ελκύει σε αυτό;

Είναι ένας λαός με μεγάλη ευαισθησία, με ψυχικό απόθεμα και συγχρόνως μια τρομερή ευφυΐα, τρομερό χιούμορ που εκδηλώνεται ανά πάσα στιγμή. Διαθέτει οξυδέρκεια και ακρίβεια. Οι μεγάλοι του δραματουργοί, σίγουρα ο Πίντερ, λατρεύουν τη γλώσσα τους.

Αυτή η αφοσίωση στη γλώσσα οδηγεί σε μια γραφή αποκαλυπτική και πλούσια. Βρίσκεις συνέχεια πράγματα, στην κάθε ατάκα. Ειδικά στον Πίντερ διαπιστώσαμε ότι όλα είναι μέσα στο έργο.

Φαίνεται ότι είναι λάτρης της γλώσσας και της ομορφιάς της και φαίνεται ότι εκκίνησή του ήταν η ποίηση. Εχει οξύτατο βλέμμα κι αυτό που γράφει προκύπτει από τη μεγάλη του παρατήρηση. Είναι βιωμένο, αληθινό και πολύ βαθύ. Παρατηρεί τη ζωή.

Δυσκολεύει τον ηθοποιό; Γιατί ενώ είναι ξεκάθαρος, φλερτάρει με το Παράλογο, έχει κρυφά νοήματα.

Στις πρώτες αναγνώσεις δεν καταλαβαίναμε, κι αυτό ήταν υπέροχο. Αλλά προχωρούσαμε. Για το φινάλε του συγκεκριμένου έργου τον είχε ρωτήσει και ο Αντονι Χόπκινς. Κι όπως πάντα, ο Πίντερ του απάντησε «δεν έχω ιδέα, κάν’ το…».

Αυτό στην αρχή μπορεί να είναι λίγο τρομακτικό, αλλά συγχρόνως είναι παιχνιδιάρικο και ελεύθερο. Σου λέει «παίξε», σου λέει «είναι ό,τι θέλεις εσύ να είναι». Κι αυτό είναι τρομερή ελευθερία αλλά σε βάζει και σε θέση ευθύνης.

Ωστόσο η ελλειπτικότητά του, η «ασάφεια» και η αμφισημία του δεν σε αφήνουν να παλεύεις μόνος με τα κύματα. Είναι σαν να σε αναγκάζει να δεις. Γιατί αυτά που γράφει είναι πολύ αληθινά, είναι η ζωή η ίδια.

Πρόκειται για ένα έργο μνήμης;

Ναι, ο ρόλος μου είναι η φίλη από το παρελθόν, η πριν από είκοσι χρόνια, η Άννα. Σε μια ανάγνωση η Ερατώ Πίσση είπε ότι «για μένα μια ανάμνηση με μια φαντασίωση είναι σχεδόν το ίδιο, το ίδιο υλικό». Κι αυτό ακριβώς σου κάνει ο Πίντερ.

Γιατί κάτι που θυμόμαστε περιέχει κάτι που μπορεί να έχει συμβεί, αυτό που φανταζόμαστε εμείς – αυτό που η φαντασία μας προσθέτει σε κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν, αυτό που θέλουμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι έχει συμβεί – η επιθυμία μας ή αυτό που υποκρινόμαστε ότι έχει συμβεί, κατά κάποιον τρόπο.

Αρα είναι κάτι που το δημιουργούμε κι εμείς. Και μου έχει συμβεί, στην οικογένειά μου, με τον αδελφό μου, και μάλιστα για γεγονός που ήταν πολύ έντονο. Αλλιώς το θυμάμαι εγώ κι αλλιώς εκείνος. Η μνήμη, οι αναμνήσεις, συχνά μπορεί να αφορούν πράγματα που δεν έχουν συμβεί.

Κάπου ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα;

Μια από τις πρώτες οδηγίες του σκηνοθέτη, απόλυτη, ήταν ότι στο έργο και οι τρεις λένε την αλήθεια. Κι από εκεί αρχίζει η παραδοξότητα. Ο Πίντερ σού λέει ότι κάτι που έχει συμβεί δεν είναι απαραίτητα είτε αληθινό είτε ψευδές.

Μπορεί να είναι και τα δύο. Ούτως ή άλλως ένα μέρος της αλήθειας κρατάει ο καθένας – κι αυτό εμένα με παρηγορεί και με συντροφεύει. Και μακάρι κάπου οι αλήθειες μας να δημιουργήσουν κάτι πιο ολόκληρο. Γιατί κανένας δεν είναι ολόκληρος κι αυτός είναι όλος ο αγώνας, η αγωνία.

Αμφισβητεί την έννοια του ζευγαριού;

Εγώ, ίσα-ίσα, αισθάνομαι ότι τουλάχιστον στη δική μας ανάγνωση την υμνεί στο τέλος. Είναι πολύ δύσκολη η έννοια του ζευγαριού, κι αυτό ισχύει για όλους μας. Κι εγώ είμαι τόσα χρόνια σε έναν γάμο, τον οποίο τον υποστηρίζω μέχρι αηδίας. Είναι η ζωή μου όλη. Τον λατρεύω. Αλλά είναι δύσκολο.

Για κανέναν μας δεν ήταν εύκολο – ούτε για τους γονείς μου. Ο Πίντερ καταλαβαίνει πολύ καλά τις γυναίκες, τις εκτιμά, και γι’ αυτό γράφει τόσο καλά για εκείνες. Με αυτό το έργο εμένα μου εντείνει την τρυφερότητα για τους άνδρες.

Ναι, έχει υπάρξει καταπίεση των γυναικών και εξακολουθεί. Αλλά συγχρόνως πιστεύω ότι αυτός ο ρόλος που έχει κρατήσει η ίδια η πατριαρχία για τους άνδρες είναι δύσκολος – μπορεί να με μαλώσουν οι φίλες μου οι φεμινίστριες.

Πιστεύω ότι υπάρχει τρυφερότητα από τις γυναίκες προς τους άνδρες. Και σε κάθε σχέση θα υπάρξει η στιγμή που μια γυναίκα θα παρηγορήσει έναν άνδρα – είναι και αμφίδρομο. Μακάρι να μπορούμε να παρηγορούμε ο ένας τον άλλον. Γιατί είμαστε όλοι απαρηγόρητοι».

Η συνύπαρξη δύο ηθοποιών στο σπίτι, αναφέρομαι στον Αργύρη Ξάφη, πώς είναι;

Με τον Αργύρη νομίζω πως τη διευκολύνει – βέβαια εξαρτάται τι άνθρωπος είναι ο άλλος. Πρέπει να υπάρχει αρκετή κατανόηση, συμπαράσταση, στην καθημερινότητα για τις δυσκολίες αυτής της δουλειάς.

Αλλά όλα τα όνειρα είναι κοινά, όσα μας αρέσουν – να δούμε μια ωραία ταινία, να δούμε τους φίλους μας στο θέατρο, να ονειρευόμαστε για έργα. Το θέατρο είναι για εμάς τους δύο ένας τρόπος να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο.

Πού διαφέρετε;

Εγώ είμαι άλλη προσωπικότητα – μου αρέσει να είμαι μόνο ηθοποιός, δεν ξέρω να κάνω τίποτε άλλο. Μου αρέσει να είμαι πολύ συγκεντρωμένη, αυτός είναι ο τρόπος μου. Ο Αργύρης, αν έχει λίγο ελεύθερο χρόνο, κάνει τα πάντα. Τώρα, μέσα στο Πάσχα, έγραψε δύο τραγούδια.

Θαυμάζει ο ένας τον άλλον;

Εγώ τον πιστεύω πάρα πολύ τον Αργύρη, τον θαυμάζω. Είναι πολύ ταλαντούχος, πολύ έξυπνος, έχει ένα χάρισμα φοβερό. Και η ψυχή του τα συνδέει όλα.

Θέατρο Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής. Παραστάσεις: Τετάρτη & Κυριακή (20.00), Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο (21.00).