Αντίσκηνα, σκουπίδια, πολλά πλαστικά μπουκάλια, μια μεγάλη οθόνη και μια κάμερα που ακολουθεί τις πέντε ηθοποιούς, τις πέντε Μήδειες, συνθέτουν την – εμπνευσμένη από τον Ευριπίδη – «Μήδεια» του Φρανκ Κάστορφ. Είναι εμπλουτισμένη με κείμενα του Χάινερ Μίλερ, με ήχους ποικίλους, ακόμα και μουσικές του Χατζιδάκι, με κοστούμια πλουμιστά και έναν αέρα καμπαρέ. Η παράσταση του 72χρονου γερμανού σκηνοθέτη ετοιμάζεται για την πρεμιέρα στην Επίδαυρο, έπειτα από πρόσκληση του Φεστιβάλ και της Κατερίνας Ευαγγελάτου.

Ο Φρανκ Κάστορφ προτείνει τη δική του «Μήδεια» βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη.

Γιατί επιλέξατε τη «Μήδεια»;

«Ισως θα προτιμούσα να είχα κάνει τον «Προμηθέα» του Αισχύλου. Εκεί έχουμε μια ολόκληρη τετραλογία και ο Χάινερ Μίλερ έχει γράψει ένα σημαντικό σχετικό κείμενο. Και θα μπορούσαμε τα θραύσματα που έχουν πια χαθεί να τα ξαναγεμίσουμε εμείς. Σαν δύο αδέλφια, ο Τρότσκι και ο Στάλιν, έτσι και ο Δίας με τον Προμηθέα παλεύουν για την εξουσία. Ο ένας καταλήγει σε έναν βράχο ή στο Μεξικό και ο άλλος βολεύεται ωραία στην Αθήνα. Και θα μου άρεσε να έχω την ευκαιρία να αναπτύξω κάποιους συνειρμούς, αλλά αυτή θα ήταν μια παράσταση αρχαιοελληνικών διαστάσεων. Νομίζω ότι αν έκανα τον «Προμηθέα» θα διαρκούσε 24 ώρες, κάτι που μάλλον θα ήταν πρόβλημα. Και έτσι φτάσαμε στο δικό μας υλικό, στη «Μήδεια»».

Τι καθόρισε τελικά την επιλογή σας;

«Κυρίως όσα έχω διαβάσει σχετικά: Οι κατηγορίες για τον Ευριπίδη, ότι είναι εχθρός των γυναικών ή μισογύνης, αλλά και ο Αριστοτέλης που είχε πει ότι ήταν σίγουρος πως ο Ευριπίδης δεν είχε κανένα πρόβλημα με τις γυναίκες στο κρεβάτι του. Και ο Νίτσε που έλεγε ότι ο μόνος που ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τον Ευριπίδη ήταν ο Επίκουρος».

Ποια είναι η Μήδεια;

«Μια μάγισσα, μια θεά, το εξαιρετικό, το έξω από τα συνηθισμένα. Δεν είναι μια απλή νοικοκυρά του 5ου αιώνα π.Χ. Ενας απλός Ιάσονας τι θα έκανε εκείνη την εποχή; Θα συμμάζευε τη γυναίκα του απ’ αυτά που κάνει, θα τη χτυπούσε ίσως… Οπότε γι’ αυτό και να ήταν χρήσιμος, απαραίτητος, αυτός ο μύθος της ξένης, της βάρβαρης που έρχεται από τόσο μακριά, από τη Μαύρη Θάλασσα, από την Κολχίδα. Ο Μπρεχτ είπε κάποτε ότι το τυπικό δεν είναι και το γενικό, αλλά το ιστορικώς ιδιαίτερο. Και το ιστορικώς ιδιαίτερο είναι η Μήδεια. Και θα τα καταστρέψει όλα με την οργή της. Από τη μια έχουμε το συνειδητό και από την άλλη το θυμικό. Και ό,τι της μπλοκάρει τον δρόμο θα το κατεδαφίσει. Από τη μια είναι η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Από την άλλη πρέπει να προστατευθούμε και από τους βαρβάρους».

Αρα;

«Αρα, ίσως γι’ αυτό χρειάζεται να εξασκούμε πολιτικές αντιδημοκρατικές και τρομοκρατικές, όπως σήμερα. Πρέπει να προστατευθούμε από τον ολοκληρωτισμό των Ρώσων, οπότε ας απαγορεύσουμε στους δημοκρατικούς κατοίκους της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ελλάδας την πραγματική ελευθερία, ώστε να τους προστατεύσουμε από ένα άλλο απολυταρχικό σύστημα. Και έτσι ήδη βλέπουμε πως η ωραία ιδέα της άμωμου συλλήψεως της δημοκρατίας ήδη έχει φτάσει στο τέλος της. Η Μήδεια για μένα είναι πάνω απ’ όλα μια ιδέα, μια αρχή».

Μαρία Ναυπλιώτου και Νικόλας Χανακούλας στην προετοιμασία της παράστασης.

Της έχετε προσδώσει ελληνικά χαρακτηριστικά;

«Η πρώτη «Μήδεια» που έκανα ήταν του Σενέκα, όπου εκεί ήταν πραγματικά μάγισσα και κατέστρεφε ό,τι έβρισκε στο διάβα της. Με καλούν συχνά στο εξωτερικό, οπότε στην Αϊτή ίσως κάνω κάτι για το βουντού, στην Ελβετία, για τα 700 χρόνια της χώρας, για τον Γουλιέλμο Τέλλο και στην Ελλάδα για τη «Μήδεια». Οπότε καταστρέφεις κάτι που αγαπάς αλλά χτίζεις κάτι καινούργιο. Κι αυτό είναι ένα συνολικό έργο τέχνης με το όνομα Φρανκ Κάστορφ».

Γιατί ξαναγράφετε την αρχαία τραγωδία;

«Ο Γκαίτε έλεγε ότι αν ένα έδαφος δεν το αφήσεις να ξεκουραστεί, τότε μειώνεται η γονιμότητά του. Τόσους αιώνες όλοι οι μύθοι έχουν υποστεί επεξεργασία, ο χρόνος προχωράει. Και ο Ευριπίδης είναι ένας νεκροθάφτης, η τελευταία έκφραση από τη μεγάλη πτώση και κάθοδο αυτού του πολιτισμού. Και είναι η ίδια δύναμη σαν να έχουμε μια θάλασσα από υδράργυρο και πάνω να έχει μια σφαίρα και να προσπαθείς να τη βυθίσεις μέσα. Ο,τι κι αν κάνεις, πάλι θα βγει στην επιφάνεια: αυτό είναι ο Ευριπίδης, αυτό είναι η Μήδεια».

Ποιος είναι ο τόπος της παράστασης;

«Είναι ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο. Οποιος από εμάς ασχολείται με λογοτεχνία, τέχνη, είναι αρχαιολόγος. Βρίσκεις κάποια ωραία θραύσματα και μετά ξεκινάει και μπαίνει στο παιχνίδι η φαντασία της νέας σύνθεσης. Και κοιτάς στην Επίδαυρο, ένα θέατρο 2.500 ετών και κάπου, μάλλον στη Βόρεια Αφρική, θαμμένα, μας περιμένουν ακόμα πολλά θραύσματα, να τα ανακαλύψουμε και να τα μάθουμε. Από πάνω τα έχουν καλύψει τα σκουπίδια του καταναλωτικού μας κόσμου. Χρειάζεται να έχεις φαντασία, να μπορείς να ονειρευτείς, να είσαι πειρατής, όπως ο Κολόμβος ή ο Σλίμαν – να λες εδώ ήταν η Τροία και να είναι όντως. Αυτός είναι ο τρόπος δουλειάς. Η αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που καλύπτει την επιφάνεια και αυτό που είναι κάτω, στις ρίζες του παρελθόντος. Υπάρχει μια δυναμική σχέση. Οσο πιο πολύ γερνάω-μεγαλώνω τόσο περισσότερο αλλάζω, μεταβάλλομαι από έναν μοντερνιστή που ήθελε να τα καταστρέψει όλα σε έναν κλασικιστή. Εγώ έχω ακόμα μια σύνδεση, ένα ενδιαφέρον για το κυνικό γέλιο που αναφέρει ο Νίτσε. Γι’ αυτό και αξίζει να θέτουμε τα πάντα υπό αμφισβήτηση. Ωστε να αποκτούμε μετά συναίσθηση για το κάθε άτομο ξεχωριστά και τι διακυβεύεται. Κάτι πολύ επικίνδυνο αλλά με μεγάλη δύναμη. Οπότε είμαι αισιόδοξος ότι πρόκειται να επιβιώσουμε σχεδόν κάθε αποκάλυψης – ας θυμηθούμε τις κατσαρίδες».

Είστε πρωτοπόρος, προκλητικός. Το επιδιώκετε;

«Η πρόκληση είναι βαρετή. Αλλά η διαλεκτική γερμανική σκέψη από τον Χέγκελ ως τον Μαρξ είναι μια σκέψη παραδοξολογική, μια σκέψη που ενοχλεί. Η αρχαιοελληνική σκέψη βασίζεται στο δίπολο θέση-αντίθεση, αντίθεση-σύνθεση. Κι αυτό είναι κάτι που μερικές φορές σχηματίζεται σε μορφή τέχνης και λογοτεχνίας. Το δοκίμασε και ο Μπρεχτ, με μεγαλύτερη ένταση, καθαρότητα, με περισσότερη ακρίβεια και πολιτική κατεύθυνση για να κοιτάξουμε πάνω στους ανθρώπους. Υπάρχουν παρεξηγήσεις. Στην Ανατολική Γερμανία έβρισκαν αυτό που έκανα προκλητικό, αντικομμουνιστικό. Αλλά ήμουν τόσο αντικομμουνιστής όσο ο Τρότσκι».

Στεφανία Γουλιώτη (αριστερά), Αινείας Τσαμάτης και Αγγελική Παπούλια σε στιγμιότυπο από τις πρόβες.

Χειροκρότημα-γιουχάισμα: πώς νιώθετε;

«Η απόφαση ανήκει στο άτομο κι αυτό είναι κάτι το θεραπευτικό, το καθαρτικό. Οι περισσότεροι που είδαν πρώτη φορά παράσταση δική μου ένιωσαν ότι προκλήθηκαν και ίσως να γιούχαραν. Και χρόνια αργότερα μου είπαν ότι ήταν σαν ένα ξύπνημα, μια αφύπνιση. Ολοι ξέρουμε ότι στο δείπνο γύρω από τον Ιησού υπήρχε τουλάχιστον ένας προδότης. Κι εδώ οι προδότες κάθονται στη δική μου τράπεζα, οπότε, αν θέλετε, να μου απευθύνεστε σαν να είμαι ο Ιησούς…».

Πώς κρίνετε τους έλληνες ηθοποιούς;

«Ισως να έχουμε να κάνουμε με την εξαίρεση ενός κανόνα: Είμαι ενθουσιασμένος – με τις υπέροχες κυρίες, που είναι τόσο διαφορετικές η μία από την άλλη και τόσο περίπλοκες, είναι πραγματικά φανταστικές. Δεν έχω άλλον τρόπο να το πω – γεμίζει η καρδιά μου. Και το υλικό της Μήδειας που έχουμε είναι πιο δύσκολο για τους άντρες, γιατί είναι εκεί για να ρίχνουν τη σκιά τους. Δεν μπορείς να ξεφύγεις εύκολα ως άνδρας. Γι’ αυτό προσπαθώ να τους δώσω μια δύναμη ερωτική, θηλυκή. Κι αυτό ήταν για μένα μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Στη Γερμανία λέμε ότι ο καθένας μας είναι ο σιδηρουργός, ο μάστορας της δικής του ευτυχίας. Κι όταν βρέθηκα για πρώτη φορά με τους ηθοποιούς αυτής της παράστασης, τους θύμισα ότι θα είναι καλοκαίρι, ο ήλιος θα λάμπει, η θάλασσα, ο ουρανός… Οπότε γιατί δεν πάτε να κάνετε μια βουτιά, να κολυμπήσετε; Μπορείτε να δουλέψετε σε μένα φυσικά, αλλά όποτε θελήσετε μπορείτε να φύγετε και να πάτε στη θάλασα. Κι όπως έλεγαν ο Σίλερ και ο Καρλ Μαρξ, η παραγωγική διαδικασία της τέχνης είναι ένα πρότυπο μοντέλο για την ελεύθερη εργασία. Γιατί μπορώ πάντα να συμμετέχω, μπορώ και όχι, αλλά πάντα μπορώ να φύγω. Κι αν κάποιος ηθοποιός φύγει από μια δική μου παράσταση, δεν θα του κρατήσω κακία, όπως και σε κάθε θεατή που θα γιουχάρει ή θα χειροκροτήσει. Το χειρότερο είναι, όπως λέει ο Νίτσε, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος γίνεται όλο και πιο πολύ ένα ζώο κοπαδιού. Εχουμε χάσει την πραγματική αντιφατική μας φύση, του ναι και του όχι. Και από πίσω κρύβεται το φαινόμενο του φόβου. Το χειρότερο είναι ο φόβος».

Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης (Ευριπίδης), Ελένη Βαροπούλου (Χάινερ Μίλερ)

Σκηνοθεσία: Φρανκ Κάστορφ

Παίζουν: Στεφανία Γουλιώτη, Σοφία Κόκκαλη, Μαρία Ναυπλιώτου, Αγγελική Παπούλια, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Αινείας Τσαμάτης, Νικόλας Χανακούλας, Νίκος Ψαρράς

Επίδαυρος, 21-22 Ιουλίου