Οι κορυφαίοι συγγραφείς δημιουργούν μύθους. Οχι μόνο γύρω από τη ζωή τους αλλά και γύρω από τα βιβλία τους, τα γνωστά και τα σχεδόν άγνωστα. Το έργο Ο Ανήφορος του Νίκου Καζαντζάκη, το μοναδικό που παρέμενε αδημοσίευτο μέχρι και σήμερα, βλέπει ετούτο τον Οκτώβριο το φως της δημοσιότητας, εβδομήντα πέντε και πλέον χρόνια από τη συγγραφή του, με τη φροντίδα των εκδόσεων Διόπτρα που έχουν αναδεχθεί την τιμητική ευθύνη να συνεχίσουν την ανάδειξη και την προώθηση της καζαντζακικής κληρονομιάς, λογοτεχνικής και πνευματικής, ελληνικής και οικουμενικής, μέσα στον 21ο αιώνα. Ο Ανήφορος, ένα «υβριδικό» πεζογράφημα που θεωρείται για την εποχή του «πρωτοποριακό από πολλές απόψεις», ένα πεζογράφημα προδήλως φιλειρηνικό το οποίο συνδυάζει μια συγκινητική ερωτική ιστορία με τις κρίσιμες υπαρξιακές αγωνίες και τους προβληματισμούς για τις τύχες του μεταπολεμικού κόσμου, γράφτηκε αμέσως μετά την κυκλοφορία του περίφημου «Ζορμπά», στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στη Γηραιά Αλβιώνα, την οποία ο Νίκος Καζαντζάκης είχε επισκεφθεί τότε στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής πρόσκλησης του Βρετανικού Συμβουλίου, σε μια περίοδο μάλιστα που ο ίδιος ενέτεινε τις διεθνείς προσπάθειές του για το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας της Σουηδικής Ακαδημίας. Το υποτιθέμενα «χαμένο» χειρόγραφο του Ανήφορου, όπως διαβάζουμε στα συνοδευτικά κείμενα των Νίκου Μαθιουδάκη και Παρασκευής Βασιλειάδη που πλαισιώνουν την έκδοσή του, ανήκει στη συλλογή των αυτογράφων του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη στη Μυρτιά της Κρήτης και από το 2009, μετά την ανακαίνιση του κτιρίου, έχει ενταχθεί στα τεκμήρια της Μόνιμης Εκθεσής του. «Χειρόγραφες, λυτές σελίδες με ενιαία αρίθμηση 1-169 και τρία μέρη με τους τίτλους: Κρήτη-Αγγλία-Μοναξιά». Σε αυτούς τους τόπους, πραγματικούς μα και ψυχικούς, διαδραματίζεται ο Ανήφορος, μια συναρπαστική μυθιστορηματική αφήγηση με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κεντρικός ήρωας είναι ο Κοσμάς, ένας συγγραφέας καταγόμενος από το Μεγάλο Κάστρο (σημερινό Ηράκλειο) που επιστρέφει στην Κρήτη ύστερα από πολυετή απουσία, στην επίπονη σκιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια στιγμή αποφασίζει να ταξιδέψει στο Λονδίνο με σκοπό να ιδρύσει εκεί μια «Πνευματική Διεθνή». Ο άλλος βασικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι η θλιμμένη Νοεμή, η πολωνοεβραία σύζυγος του Κοσμά, σημαδεμένη από το Ολοκαύτωμα και την τραγική ιστορία της οικογένειάς της.

«Το Βήμα» μοιράζεται κατ’ αποκλειστικότητα με τους αναγνώστες του ένα απόσπασμα του βιβλίου.

Ξημέρωνε.

Απόγειο αγεράκι φύσηξε κι η θάλασσα ανατρίχιασε· ανάλαφρη μυρωδιά από θυμάρι κατέβαινε από τη στεριά κι ο Κοσμάς, όρθιος στην πλώρα, ανάσαινε βαθιά τον κόρφο της Πατρίδας. Βράχοι άγριοι σηκώνουνταν μπροστά του, κάπου κάπου δέντρα μαυρολογούσαν, μακριά οι βουνοκορφές ρόδιζαν. Πώς έφυγε, είκοσι τώρα χρόνια, νέος με χνουδάτα μάγουλα, με χνουδάτη ψυχή και πώς τώρα γύριζε! Στράφηκε· μια κοπέλα δίπλα του, μικρή, χλωμή, κοίταζε κι αυτή, με μεγάλα μάτια γιομάτα τρομάρα.

– Η Κρήτη! της είπε, χαμογέλασε και της άγγιξε με τρυφερότητα τον ώμο.

Η κοπέλα τινάχτηκε.

– Ναι, είπε· και σώπασε.

– Εδώ θα ξεχάσεις, της είπε με σιγανή φωνή. Τούτη πια είναι η πατρίδα σου. Ξέχασε την άλλη…

Κι επειδή η κοπέλα σώπαινε:

– Ξέχασε την άλλη… της ξανάπε με γλύκα.

– Ναι, Κοσμά… έκαμε η κοπέλα· και σώπασε πάλι.

Κι άξαφνα τον άρπαξε από το μπράτσο, τον έσφιξε ανήσυχη, σα να ‘θελε να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γαλήνεψε λίγο.

Η Κρήτη όλο και ζύγωνε με τα βουνά της, με τους ελαιώνες, με τ’ αμπέλια. Το Μεγάλο Κάστρο, πέρα, ασπρολογούσε μέσα στο πρωινό φως. Η μυρωδιά του θυμαριού πλήθαινε. Το φως είχε κατηφορίσει πια από τις κορυφές στις ποδιές του βουνού, έπιανε τώρα τις ρίζες του, χύνουνταν ήσυχα και πλημμύριζε τον κάμπο. Τα δέντρα άρχιζαν και ξεχώριζαν, κοκόρια ακούστηκαν, ο κόσμος ξυπνούσε.

Ο άντρας έσκυψε στην κοπέλα:

– Σε παρακαλώ, της είπε σιγά, τώρα που θα μπεις στο πατρικό μου σπίτι, βάστα την καρδιά σου, μην τρομάξεις. Σκέψου πως είμαι μαζί σου, πάντα. Η μητέρα μου είναι μια άγια γυναίκα, θα σε αγαπήσει· η αδερφή μου, πρέπει να ξέρεις…

Σώπασε· μάζεψε τα φρύδια με αγανάχτηση.

– Τι; είπε η κοπέλα και κοίταξε τον άντρα ανήσυχη.

– Oταν έγινε δώδεκα χρονών, ο γέρος τη φώναξε: «Δε θα δρασκελίσεις πια το κατώφλι της εξώπορτας», της είπε· «δε θα παρουσιαστείς πια μπροστά μου. Φεύγα!». Κι από τότε πια κλειδομανταλώθηκε σπίτι· κάθουνταν όλη μέρα, ύφαινε, κεντούσε, έκανε τα προυκιά της· όταν γύριζε ο γέρος το βράδυ, άκουγε πρώτη από μακριά το βήμα του κι έτρεχε στη μέσα κάμαρα να κρυφτεί. Οταν έγινε είκοσι χρονών είδε ψηλά από το παράθυρο ένα νέο που την κοίταζε. Την άλλη μέρα, το ίδιο. Την άλλη το ίδιο. Τον αγάπησε… Eνα βράδυ, στα σκοτεινά, του έριξε ένα χαρτάκι: «Eλα, τα μεσάνυχτα· θα ‘μαι στην πόρτα».

Ο Κοσμάς σώπασε· η φλέβα ανάμεσα στα φρύδια του είχε φουσκώσει και χτυπούσε. Τινάχτηκε πάλι μέσα του, όλο αγριότητα, το μίσος, ο φόβος, η αγάπη για το γέρο. Χάθηκε η Κρήτη και διάνεψε μέσα στον αγέρα ο φοβερός ο ίσκιος.

– Σώπα, ψιθύρισε η κοπέλα· σώπα, δε θέλω να μου πεις.

– Oχι, πρέπει. Τα μεσάνυχτα η αδερφή μου κατέβηκε, ξυπόλυτη, σιγά σιγά για να μην τρίξουν οι σκάλες… Μα ο γέρος αγρυπνούσε, την άκουσε, γλίστρησε ξοπίσω της, την ακολούθησε. Η κακόμοιρη η κοπέλα βγήκε στην αυλή και τη στιγμή που άπλωνε το χέρι ν’ ανοίξει την πόρτα, ο γέρος την άρπαξε από τα μαλλιά, κάρφωσε απάνω της τα νύχια του, την ανέβασε λιπόθυμη στην κάμαρά της, την πέταξε μέσα, την κλείδωσε κι έβαλε το κλειδί στη μέση του. Λέξη ο γέρος δεν ξεστόμισε· μα από τότε πια η αδερφή μου, δεκαπέντε χρόνια, δεν πρόβαλε το πρόσωπό της μήτε στην πόρτα μήτε στο παράθυρο· δεν μπορεί, μου λεν, να κοιμηθεί· κι όταν μονάχα ζυγώνουν τα μεσάνυχτα, ανοίγει το παραθύρι της, σκύβει, κι αν τύχει και περνάει κανένας στο δρόμο, του φωνάζει: «Κοντεύουν μεσάνυχτα;» και κλείνει ευτύς, πάλι, το παράθυρο, με τρόμο.

Ο Κοσμάς σώπασε. Τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια, η γλύκα της αδερφής, το γέλιο της, όταν ήταν μικρή… Σα να ‘ταν ένα βαθύ μαύρο νερό κι έβλεπε μέσα.

– Και τώρα; ρώτησε η κοπέλα. Τώρα που πέθανε ο γέρος… Κάτι ήθελε να πει, μα η φωνή της κόπηκε.

– Τώρα που πέθανε ο γέρος; Δεν ξέρω· μα ‘ναι πολύ αργά.

Eκαμε μερικά βήματα στο κατάστρωμα, επεστράτεψε πάλι, όπως το συνήθιζε, όλες του τις δυνάμες, ησύχασε λίγο. Ξαναγύρισε στην κοπέλα.

– Σε παρακαλώ, της ξανάπε, μην τρομάξεις.

– Μα… έκαμε η κοπέλα.

Ο Κοσμάς άπλωσε το χέρι, σα να ‘θελε να της φράξει το στόμα.

– Oχι, όχι… είπε· δεν πέθανε. Θα δεις.

Κοίταζε ο Κοσμάς πίσω από το Μεγάλο Κάστρο, κατά νότου, το ξακουστό βουνό, το Γιούχτα – τεράστιο θεϊκό κεφάλι, ξαπλωμένο ψηλά απάνω από τις ελιές και τ’ αμπέλια, με το τραχύ όλο ανήφορο μέτωπο, με την όρθια μύτη, με το φαρδύ κλεισμένο στόμα και τα γένια από βράχους και γκρεμούς που χιμούσαν και κατέβαιναν στον κάμπο. Κείτονταν ανάσκελα, σαν πεθαμένος, μαρμαρωμένος θεός, γαλαζόμαυρος, κακοτράχαλος, αλαφριά ανασηκωμένος, σα να κοίταζε ακόμα και ν’ αφέντευε την Κρήτη.

***

«Δεν πέθανε ο γέρος», συλλογίστηκε ξαφνικά ο Κοσμάς, με τα μάτια καρφωμένα στο ανησυχαστικό μπροστά του βουνό.

«Oσο ζει και σαλεύει μέσα μου, δεν πέθανε, όσο ζω και τον συλλογιέμαι δε θα πεθάνει. Οι άλλοι θα τον ξεχάσουν, από μένα κρέμεται η ζωή του. Με κρατάει μα κι εγώ τον κρατώ…». Eνιωθε τον κύρη στα σωθικά του να πιάνει, ν’ απλώνει ρίζες, να μη θέλει να ξεκολλήσει. Eτσι ήταν πάντα του. Aγριος, αμίλητος κι έκανε κατοχή. Τον θυμάται, μικρός, με τα μαύρα καραμπογιά γένια, με το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, βαρύς, λιγομίλητος κι είχε κάμει όρκο να μη γελάσει αν δε λευτερωθεί η Κρήτη. Κι ένα βράδυ, θυμάται ο Κοσμάς, είχε έρθει βεγγέρα σπίτι τους ο θείος ο Δημητρός, ο αδερφός της μητέρας, πρόσχαρος, αγαθός, από άλλο χώμα καμωμένος. Είπε κάτι στην κουβέντα απάνω και γέλασε· ο κύρης μάζεψε τα χοντρά του φρύδια και πια δε μίλησε. Κι όταν ο θειος έφυγε, στράφηκε κι είδε τον Κοσμά: «Δεν ντρέπεται», είπε, «γέλασε».

Δε μιλούσε, δε γελούσε, κοίταζε τους ανθρώπους και δεν τους ήθελε. Δεν είχε δική του καμιά στενοχώρια – ήταν γέρος, τιμημένος, πλούσιος, καλή η γυναίκα του, γερά τα παιδιά του, τίποτα δεν του ‘λειπε· μα μέσα του ένιωθε βαριά κατασκέπαση, ακατανόητη πίκρα, ένα αχ! ανέβαινε στο λαιμό του και τον έπνιγε. Στέρνιαζε, στέρνιαζε τον πόνο ένα μήνα, δυο μήνες, έξι μήνες, μα πια ξεχείλιζε μέσα του, δεν μπορούσε πια να χωρέσει, πήγαινε να σπάσει η καρδιά του. Και τότε, κάθε έξι μήνες, μεθούσε. Τα μεθύσια αυτά τα θυμάται ακόμα ο Κοσμάς με τρόμο. Είχε τέσσερεις τζουτζέδες, φτωχούς ανθρώπους, που τους έδινε δανεικά όλο το χρόνο, για να τους έχει στην υποταγή του όταν τους ήθελε· όταν, κάθε έξι μήνες, μεθούσε και του χρειάζουνταν. Καθένας τους είχε και μια χάρη – ο ένας χόρευε καλά, ο άλλος τραγουδούσε, ο άλλος έπαιζε λύρα κι ο τέταρτος έκανε χωρατάδες. Σαν έρχουνταν ο γραμμένος καιρός, ο κύρης έστελνε τον παραγιό στον καθένα και τους μηνούσε: «Χαιρετίσματα», λέει, «από τον καπετάν Μιχάλη, και να κλείσετε το μαγαζί και να κοπιάσετε σπίτι».

Τρόμος τους έπιανε. Eστελναν ανθρώπους, παρακαλούσαν τον κύρη αν ήταν μπορετό ν’ αναβάλει δυο τρεις μέρες, να ετοιμαστούν. Είχαν δουλειά, δεν την τέλειωσαν, η γυναίκα τους ήταν άρρωστη, είχαν να παν στο χωριό να τρυγήσουν. Τίποτα! Eστελνε ο γέρος πάλι τον παραγιό: «Να κοπιάστε, λέει, ευτύς!». Κλειούσαν9 λοιπόν τα μαγαζάκια τους οι κακόμοιροι κι έγραφαν σ’ ένα κομμάτι χαρτί και το κολνούσαν απόξω: «Θα λείψω οχτώ μέρες», γιατί τόσο βαστούσαν τα μεθύσια του γέρου. Ψώνιζαν μιας βδομάδας πράματα, πήγαιναν σπίτι τους, αποχαιρετούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έκαναν το σταυρό τους και κατάφταναν ένας ένας στο σπίτι. Η δούλα τούς κατέβαζε στο υπόγειο· εκεί ‘ταν τα βαρέλια το κρασί, ένα πιθάρι λάδι, ένα πιθάρι ελιές και δυο πιθάρια αλεύρι και στάρι. Είχε σύντοιχα ένα μακρύ πατάρι με μαξιλάρες και μεντέρια και μπροστά ένα μακρύ τραπέζι. Ο γέρος κάθουνταν στη μέση, έβανε δεξά του τους δυο, ζερβά τους άλλους δυο, κατέβαζε η δούλα τους μεζέδες, κινούσαν να σφάζουνται οι όρνιθες στη μέσα αυλή κι άρχιζε το φαγοπότι. Ετρωγαν, έπιναν, δε μιλούσαν. Κανένας από τους τέσσερεις δεν είχε κέφι· καθένας συλλογίζουνταν τις δουλειές του και το σπίτι του κι αγαναχτούσε μα σώπαινε. Σιγά σιγά, με το κρασί, με το φαΐ ζωντάνευαν, θόλωνε το μυαλό, ξεχνούσαν, έκανε νόημα ο γέρος, έπιανε τη λύρα ο λυράρης, ρουφούσε ο τραγουδιστής ένα αυγό να καθαρίσει η φωνή του κι άρχιζε το ξεφάντωμα. Πετιούνταν ο χορευτής, κινούσε τα χωρατά ο χωρατατζής, όλο το υπόγειο βροντούσε κι έτρεμε. Περνούσε η μέρα, έφτανε η νύχτα, ξημέρωνε. Ο γέρος, αγέλαστος, ακίνητος, έπινε και θωρούσε· δεν τραγουδούσε, δε χόρευε ποτέ του. Ακουμπούσαν στον τοίχο οι καλεσμένοι, ή στον ώμο ο ένας του άλλου, έπαιρναν κλεφτάτα έναν ύπνο και πάλι, με μια σκουντιά του γέρου, τινάζουνταν και ξαναρχινούσε το φαγοπότι. Μέρες τρεις, τέσσερεις, οχτώ. Απάνω στις οχτώ, ο γέρος σηκώνουνταν, άνοιγε την πόρτα, άπλωνε το χέρι: «Φευγάτε!» έλεγε ήσυχα. Ποτέ δε θα τους ξεχάσει ο Κοσμάς τους κακόμοιρους πώς έφευγαν τοίχο τοίχο κι οι τέσσερεις, ο ένας πίσω από τον άλλον, κιτρινοπράσινοι από τους εμετούς και τις αγρύπνιες, άπλυτοι, αξούριστοι, τρεκλίζοντας… Κι ο γέρος καβαλίκευε τη φοράδα του, περνούσε από τους τούρκικους μαχαλάδες, έβγαινε από την πολιτεία και πήγαινε στο μετόχι του να πάρει αγέρα. Τίναξε ο Κοσμάς θυμωμένος το κεφάλι, σα να ‘θελε να πετάξει αποπάνω του τον κύρη, στράφηκε να δει την κοπέλα, να γλυκάνει ο νους του. Την είδε να κάθεται απάνω στην κουλούρα τα σκοινιά, στην πλώρα, και να κοιτάζει με τα μεγάλα μαύρα μάτια της την πολιτεία που όλο και ζύγωνε… Τα βενετσάνικα τείχη, τα χαλασμένα σπίτια, δυο τρεις μιναρέδες κουτσουρεμένοι, χωρίς πια μισοφέγγαρο, κι απάνω απ’ όλα μια μεγάλη εκκλησιά με γαλαζόμαυρο τρούλο.

***

– Είναι η μητρόπολη, ο Aγιος Μηνάς, είπε ο Κοσμάς και κάθισε δίπλα της. Είναι ο προστάτης του Μεγάλου Κάστρου· όταν χιμούσαν οι Τούρκοι να πατήσουν την εκκλησιά, αυτός πηδούσε από το κόνισμά του κι όπως ήταν, καβαλάρης, με τα σγουρά κοντά γένια, με την ασημένια αρμάτα, με το μακρύ κοντάρι, πρόβαινε στην πόρτα της εκκλησιάς και χύνουνταν στους Τούρκους…

Eζωσε το χέρι του στη μέση της, ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού της, την παράξενη μυρωδιά της ανάσας της – σα να μύριζε μοσχοκάρυδο και κανέλα – κι άγρια του γεννήθηκε η λαχτάρα ν’ αναποδογυρίσει το αγαπημένο κεφάλι, απάνω στα καραβόσκοινα, να το φιλήσει. Δυο χρόνια τώρα το χαίρεται, κι ακόμα δεν μπορεί να χορτάσει το ζεστό λιανοκόκαλο αυτό κορμί, από χώρα μακρινή, από ξένη ράτσα, από θλιμμένους, κατατρομαγμένους προγόνους.

Οι κορυφαίοι συγγραφείς δημιουργούν μύθους. Οχι μόνο γύρω από τη ζωή τους αλλά και γύρω από τα βιβλία τους, τα γνωστά και τα σχεδόν άγνωστα. Το έργο Ο Ανήφορος του Νίκου Καζαντζάκη, το μοναδικό που παρέμενε αδημοσίευτο μέχρι και σήμερα, βλέπει ετούτο τον Οκτώβριο το φως της δημοσιότητας, εβδομήντα πέντε και πλέον χρόνια από τη συγγραφή του, με τη φροντίδα των εκδόσεων Διόπτρα που έχουν αναδεχθεί την τιμητική ευθύνη να συνεχίσουν την ανάδειξη και την προώθηση της καζαντζακικής κληρονομιάς, λογοτεχνικής και πνευματικής, ελληνικής και οικουμενικής, μέσα στον 21ο αιώνα. Ο Ανήφορος, ένα «υβριδικό» πεζογράφημα που θεωρείται για την εποχή του «πρωτοποριακό από πολλές απόψεις», ένα πεζογράφημα προδήλως φιλειρηνικό το οποίο συνδυάζει μια συγκινητική ερωτική ιστορία με τις κρίσιμες υπαρξιακές αγωνίες και τους προβληματισμούς για τις τύχες του μεταπολεμικού κόσμου, γράφτηκε αμέσως μετά την κυκλοφορία του περίφημου Ζορμπά, στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στη Γηραιά Αλβιώνα, την οποία ο Νίκος Καζαντζάκης είχε επισκεφθεί τότε στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής πρόσκλησης του Βρετανικού Συμβουλίου, σε μια περίοδο μάλιστα που ο ίδιος ενέτεινε τις διεθνείς προσπάθειές του για το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας της Σουηδικής Ακαδημίας. Το υποτιθέμενα «χαμένο» χειρόγραφο του Ανήφορου, όπως διαβάζουμε στα συνοδευτικά κείμενα των Νίκου Μαθιουδάκη και Παρασκευής Βασιλειάδη που πλαισιώνουν την έκδοσή του, ανήκει στη συλλογή των αυτογράφων του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη στη Μυρτιά της Κρήτης και από το 2009, μετά την ανακαίνιση του κτιρίου, έχει ενταχθεί στα τεκμήρια της Μόνιμης Εκθεσής του. «Χειρόγραφες, λυτές σελίδες με ενιαία αρίθμηση 1-169 και τρία μέρη με τους τίτλους: Κρήτη-Αγγλία-Μοναξιά». Σε αυτούς τους τόπους, πραγματικούς μα και ψυχικούς, διαδραματίζεται ο Ανήφορος, μια συναρπαστική μυθιστορηματική αφήγηση με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κεντρικός ήρωας είναι ο Κοσμάς, ένας συγγραφέας καταγόμενος από το Μεγάλο Κάστρο (σημερινό Ηράκλειο) που επιστρέφει στην Κρήτη ύστερα από πολυετή απουσία, στην επίπονη σκιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια στιγμή αποφασίζει να ταξιδέψει στο Λονδίνο με σκοπό να ιδρύσει εκεί μια «Πνευματική Διεθνή». Ο άλλος βασικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι η θλιμμένη Νοεμή, η πολωνοεβραία σύζυγος του Κοσμά, σημαδεμένη από το Ολοκαύτωμα και την τραγική ιστορία της οικογένειάς της.
Το «Βήμα» μοιράζεται κατ’ αποκλειστικότητα με τους αναγνώστες του ένα απόσπασμα του βιβλίου.