Ολα αρχίζουν με έναν διαπληκτισμό πατέρα και γιου, μπροστά σε μια τηλεόραση που δεν κλείνει ποτέ και προβάλλει φοβερές ειδήσεις. Η οικογενειακή διαφωνία έχει να κάνει με το αγόρι που είναι για αυτούς, αντιστοίχως, εγγονός και ανιψιός. Ποιος θα έπρεπε να περιμαζέψει και να φέρει πίσω στο σπίτι τον 13χρονο Σάσα από εκεί που τον παράτησε η εργαζόμενη μητέρα του; Το μόνο σίγουρο είναι ότι στο μέρος αυτό δεν υπάρχει πλέον ασφάλεια.

Είμαστε στην Ουκρανία, σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, κάτι σαν προάστιο μιας πόλης η οποία βρίσκεται λίγο νοτιότερα. Από εκεί, «όλη τη μέρα από νωρίς το πρωί ακούγονται βαριές, μεμονωμένες εκρήξεις, πότε συχνά και εντατικά και πότε πιο αραιά». Μερικές φορές, ωστόσο, δεν ακούγεται τίποτα, επικρατεί «μια σιωπή γεμάτη ένταση» που ενδέχεται να σκεπάζει, με τη βοήθεια της ομίχλης ή της νύχτας, ακόμη πιο φριχτές εξελίξεις. Η συγκεκριμένη πόλη πολιορκείται, έχει γίνει κι αυτή κομμάτι μιας ευρύτερης εμπόλεμης ζώνης, στην οποία επικρατεί η λάσπη, το χάος, το «φρέσκο αίμα» και ο θάνατος.

«Ο τρόμος είναι ένα αόρατο πράγμα»

Στο μυθιστόρημα του Σεργίι Ζαντάν με τίτλο Το ορφανοτροφείο (εκδ. Διόπτρα) δεν προσδιορίζονται επακριβώς ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος. Πλην όμως, το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε το 2017 και, κατά τα φαινόμενα, περιγράφει την έκρυθμη κατάσταση στο Ντονιέτσκ και άλλα κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014.

Το γεγονός, πάντως, ότι θα μπορούσε να αποτυπώνει και τι συμβαίνει στην Ανατολική Ουκρανία μετά τον Φεβρουάριο του 2022, μετά δηλαδή και την απροκάλυπτη εισβολή του Βλαντίμιρ Πούτιν στη χώρα, ενισχύει τη λογοτεχνική εγκυρότητα του εγχειρήματος του 49χρονου Ζαντάν, όχι να προφητέψει το μέλλον, όπως γράφτηκε κατά κόρον σε μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού, αλλά να ακτινογραφήσει, μέσω της βιωματικής παρατήρησης και της ενεργού συμμετοχής, μια δυσοίωνη και περίπλοκη συνθήκη η οποία εξελίσσεται μεν τρόπον τινά αλλά προσώρας δεν αλλάζει επί της ουσίας, αν υποτεθεί, βεβαίως, ότι δεν χειροτερεύει συνολικά.

«Ο τρόμος είναι ένα αόρατο πράγμα, αλλά κυριεύει τους πάντες και τα πάντα» διαβάζουμε κάπου. Η στόχευση του Ζαντάν με το Ορφανοτροφείο δεν είναι να παραδώσει στους αναγνώστες μονάχα ένα αφηγηματικό χρονικό ή ένα κείμενο στα όρια του ρεπορτάζ. Επιχειρεί, περικυκλώνοντας ακριβώς το ανοιχτό τραύμα της πατρίδας του, όχι μόνο να το αναδείξει στο φλεγόμενο παρόν αλλά και, παράλληλα, να το μεταμορφώσει σε μια οικουμενική και διαχρονική ιστορία για τις διαλυτικές συνέπειες που έχει ο πόλεμος στην καθημερινότητα και στην ψυχοσύνθεση των φιλήσυχων ανθρώπων, όσων από τη μια στιγμή στην άλλη γίνονται «άμαχος πληθυσμός» και ύστερα «παράπλευρες απώλειες».

Αυτό, κατά τα λοιπά, δεν σημαίνει ότι ο Ζαντάν δεν έχει την άποψή του, αλίμονο, σημαίνει ότι περισσότερο τον ενδιαφέρει σε τούτο το βιβλίο να εστιάσει – και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον – σε όσους αναπόφευκτα εμπλέκονται στον πόλεμο μα αποφεύγουν συνειδητά ή ασυνείδητα να πάρουν μια θέση, με άλλα λόγια, τον ενδιαφέρει να σφυγμομετρήσει το αίσθημα της ευθύνης του ατόμου όταν όλα γύρω του καταρρέουν. Ο Ζαντάν είναι και ποιητής, εκτός από πεζογράφος. Και είναι ακριβώς η ποιητική του ματιά που κάνει κάπως πιο λεπτεπίλεπτη την υφή της αφήγησης στο Ορφανοτροφείο, αυτή είναι που το διασώζει, εν τέλει, από κάποιον αναπόδραστο ίσως νατουραλισμό, αυτή και η προσήλωσή του Ζαντάν σε επίπονες λεπτομέρειες οι οποίες όμως φωτίζονται ανατρεπτικά, από την πλάση και τη ζωή που δεν σβήνουν που, όσο κι αν συντρίβονται, συγκινητικά συνεχίζουν.

Το αποκαλυψιακό πανόραμα

Στο σημείο αυτό, ας επανέλθουμε στην προαναφερθείσα σύγκρουση του ηλικιωμένου πατέρα με τον γιο του, τον τριανταπεντάρη Πάσα, τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, ο οποίος είναι δημόσιος υπάλληλος, καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και διδάσκει ουκρανικά. Σε μια πολύ χαρακτηριστική σκηνή, μια σκηνή κατά την οποία ο Πάσα ελέγχεται από έναν στρατιώτη αγνώστου προελεύσεως, ο Ζαντάν μας μεταδίδει την αβεβαιότητα και την αγωνιώδη σύγχυση του ήρωα καθώς αδυνατεί να καταλάβει σε ποια ακανόνιστη γλώσσα του μιλάει ο στρατιώτης, στην ουκρανική ή στη ρωσική.

Μια ανάλογη στρατηγική ακολουθεί ευρύτερα ο Ζαντάν, πιο πολύ δείχνει παρά κρίνει ή σχολιάζει ο συγγραφέας, και κάπως έτσι καταφέρνει να σκιαγραφήσει το μεγάλο δίπολο της Ανατολικής Ουκρανίας, τις δυνάμεις του επίσημου ουκρανικού κράτους και των ρωσόφωνων αυτονομιστών.  Το θέμα είναι πώς συμπεριφέρονται όσοι αρνούνται να δουν κατάματα το συγκεκριμένο δίπολο και γιατί συμπεριφέρονται έτσι. Αυτή, λοιπόν, είναι η περίπτωση του Πάσα, ο οποίος βλέποντας τον πατέρα του να ετοιμάζεται για τη γνωστή ριψοκίνδυνη αποστολή, αποφασίζει να πάει εκείνος στη θέση του, να περάσει εκείνος μέσα από τα συντρίμμια της σύρραξης προκειμένου να απεγκλωβίσει τον Σάσα, τον γιο της αδελφής του.

Ο Πάσα είναι ξανθός, έχει τα κιλάκια του, φοράει τα γυαλάκια του και κινείται με αξιοπρόσεκτη αφηρημάδα. Ο Πάσα δεν είναι απλώς ένας απολίτικος άνθρωπος, ό,τι κι αν εννοούμε με αυτό, πασχίζει να είναι κάτι πέραν αυτού, πασχίζει να μην έχει (και δεν επιθυμεί να έχει) την παραμικρή σχέση με όλα όσα συντελούνται στον περίγυρό του.

«Μια ζωή αναβάλλω τα πράγματα, δεν έχω χρόνο για το σημαντικότερο, δεν έχω την τόλμη να πω αυτό που σκέφτομαι και να σκεφτώ αυτό που θέλω. Πότε θα τελειώσει αυτό, αναρωτήθηκε ο Πάσα. Αρχισε να λυπάται τον εαυτό του, να τον λυπάται πολύ» γράφει ο Ζαντάν. Η περιπετειώδης πορεία του Πάσα προς το ορφανοτροφείο (έναν συνδυασμό σχολείου και οικοτροφείου, για να ακριβολογούμε) και η συμπόρευσή του με τον Σάσα στο δρόμο της επιστροφής, μέχρι το σπίτι, συνθέτει το αποκαλυψιακό και συνταρακτικό πανόραμα μιας χώρας που πλήττεται από έναν επιθετικό πόλεμο και μιας κοινωνίας που προασπίζεται το δικαίωμα στην εθνική της ταυτότητα υπό συνθήκες υπαρξιακής δοκιμασίας.

Ροκ ποιητής

Ο Σεργίι Ζαντάν, γεννημένος το 1974 στην πόλη Σταρομπέλσκ του Λουχάνσκ, θεωρείται η πιο πολυσχιδής προσωπικότητα των σημερινών ουκρανικών γραμμάτων. Πέραν της πεζογραφίας του, πέραν των στίχων του, είναι δοκιμιογράφος, μεταφραστής, μουσικός και περφόρμερ. Τον περασμένο Οκτώβριο, η Deutsche Welle τον αποκάλεσε «ροκ σταρ ποιητή της Ουκρανίας» και «σύμβολο της αντίστασης απέναντι στη ρωσική εισβολή». Αφορμή στάθηκε το τιμητικό Βραβείο Ειρήνης των Γερμανών Βιβλιοπωλών και Εκδοτών (Friedenspreis des Deutschen Buchhandels) που του απονεμήθηκε στα τέλη του 2022 για «το καλλιτεχνικό και ανθρωπιστικό του έργο».

Πρόκειται για μια διάκριση με έντονη πολιτική χροιά που έχουν λάβει ωστόσο κορυφαίοι (και μετέπειτα νομπελίστες ενίοτε) συγγραφείς, η οποία ήρθε ως επιστέγασμα πολλών άλλων, τόσο στη χώρα του όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Με τα κείμενά του ο Ζαντάν, ανέφερε η αρμόδια κριτική επιτροπή στο σκεπτικό της, «μας συστήνει έναν κόσμο ο οποίος έχει βιώσει ριζική αλλαγή αλλά εξακολουθεί να πορεύεται μες στην παράδοση. Οι ιστορίες του εξεικονίζουν πώς ο πόλεμος και η καταστροφή εισχωρούν σε αυτόν τον κόσμο και ανατρέπουν τις ζωές των ανθρώπων. Σε όλη την έκταση του έργου του, χρησιμοποιεί μια μοναδική γλώσσα που μας προσφέρει μια γλαφυρή και διαφοροποιημένη άποψη για μια πραγματικότητα την οποία πολλοί εξ ημών επιλέγαμε να παραβλέπουμε επί μακρόν. Με τρόπο στοχαστικό και με την ακρίβεια ενός αυθεντικού ακροατή, σε έναν τόνο ποιητικό και ριζοσπαστικό, ο Σεργίι Ζαντάν αποκαλύπτει πώς ο λαός της Ουκρανίας αψηφά τη βία που τον περιζώνει και πώς αγωνίζεται να στεριώσει μια ανεξάρτητη ύπαρξη με οδηγούς την ειρήνη και την ελευθερία». Ο ίδιος ο συγγραφέας είδε τη βράβευση αυτή ως μια «πράξη αλληλεγγύης»  προς την Ουκρανία, «ένα σημάδι υποστήριξης προς τη λογοτεχνία της» και έσπευσε να την αποσυνδέσει από τις όποιες «προσωπικές μου φιλοδοξίες».

Το Ορφανοτροφείο είναι το πρώτο βιβλίο του Σεργίι Ζαντάν που μεταφράζεται (από τα ουκρανικά και τον Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη) στην ελληνική γλώσσα. Από τις εκδόσεις Διόπτρα αναμένεται ένα ακόμη μυθιστόρημά του, το Depeche Mode (2004). Εξυπακούεται αυτό, πλην όμως, ας το πούμε κιόλας: θα ήταν παραπλανητικό και κάπως άδικο να θεωρήσει κανείς ότι αυτός ο συγγραφέας ασχολείται μόνο με την επικαιρότητα του πολέμου. Στα βιβλία του συνυπάρχουν όλες οι γενιές και οι αντιφάσεις της μελαγχολικής μετασοβιετικής εποχής στην Ουκρανία.

Η Τέχνη σε καιρό πολέμου

Σε μια συνέντευξή του ο Σεργίι Ζαντάν παραδέχθηκε ότι, πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεν είχε πλήρη συναίσθηση της ζωτικής σημασίας που έχει ο πολιτισμός για την καθημερινότητα των ανθρώπων. «Δεν αισθάνεσαι την ανάγκη να γράψεις κάποιο ποίημα, όταν βλέπεις σκοτωμένους στους δρόμους» δήλωσε.

Οταν όμως φαντάροι στην πρώτη γραμμή του μετώπου αλλά και γιατροί προέτρεψαν τον ίδιο και την μπάντα του να παίξουν μέσα στα νοσοκομεία, ο ίδιος αντιλήφθηκε πόσο κρίσιμο είναι να συνεχίζονται, ακόμη και σε εμπόλεμες καταστάσεις, τέτοιου είδους καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Γιατί; «Επειδή η λογοτεχνία, η ποίηση, το θέατρο, η μουσική δημιουργούν ακριβώς την απαραίτητη σύνδεση με τη ζωή, τη χαμένη κανονικότητα και την κοινότητα».

Ο Ζαντάν σπούδασε ουκρανική και γερμανική φιλολογία στο Χάρκοβο, ειδικεύεται μάλιστα στον φουτουρισμό. Παρά το γεγονός ότι μεγάλωσε μέσα σε ένα ρωσόφωνο περιβάλλον γράφει αταλάντευτα στα ουκρανικά. Η λογοτεχνία, έχει πει ο συγγραφέας, μπορεί να λειτουργήσει ως ένα «εργαλείο» για να καταλάβει καλύτερα ο υπόλοιπος κόσμος την Ουκρανία και τους Ουκρανούς.

Ο Ζαντάν ανήκει σε εκείνους που, ακόμη και διακινδυνεύοντας τη σωματική τους ακεραιότητα, συντρέχουν όσους συμπατριώτες έχουν ανάγκη, έχει διανείμει φαγητό, έχει συγκεντρώσει χρήματα και προωθήσει δωρεές, έχει βοηθήσει σε μεταφορές ανθρώπων και έχει υποστηρίξει έμπρακτα τον ουκρανικό στρατό. «Δεν είμαι υπέρ του πολέμου» έχει τονίσει, επίσης. Μακάρι να τελείωνε όσο το δυνατόν γρηγορότερα, «όμως έχω δει τι παθαίνουν οι Ουκρανοί στις περιοχές όπου δεν υπάρχει ουκρανικός στρατός να τους υπερασπιστεί, εκεί οι Ρώσοι αφήνουν πίσω τους μονάχα μαζικούς τάφους».