Κανένας ίσως έλληνας ποιητής δεν υπήρξε τόσο καλός κριτικός του έργου του όσο ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η φράση «ο Καβάφης είναι ποιητής του μέλλοντος», την οποία διοχέτευε εντέχνως στο ευρύτερο κοινό μέσω του στενού περιβάλλοντος των θαυμαστών του, υπαγορευόταν – είναι φανερό – λιγότερο από ματαιοδοξία και περισσότερο από την επίγνωση ότι θα ερχόταν μια εποχή που η ασύμβατη με τα ποιητικά δεδομένα του καιρού του ποίησή του θα επιβαλλόταν ως μεγάλη ποίηση, όχι μόνο μέσα στο περιορισμένο ελληνικό πλαίσιο.

Ο Καβάφης γνώριζε ότι ο ποιητικός του λόγος, που με τόσο κόπο και με τόση τέχνη είχε διαπλάσει μέσα από την αναχώνευση ποικίλων στοιχείων των ποιητικών τεχνοτροπιών του δέκατου ένατου αιώνα και της αρχαίας ελληνικής εποχής, θα γινόταν, παρά την ιδιοτυπία του, όχι μόνο δεκτός στον ποιητικό κανόνα, αλλά και θα διαμόρφωνε τον κανόνα περισσότερο απ’ όσο συνήθως τον διαμορφώνει ένα έργο που έρχεται να προστεθεί σε αυτόν.

Η σημερινή απήχηση της καβαφικής ποίησης, τόσο στους Ελληνες όσο και στους ξένους αναγνώστες της, αποκτά τις διαστάσεις φαινομένου, όταν σκεφτούμε ότι ο Καβάφης, που είναι ένας χρονικά παλαιός ποιητής, διαβάζεται όχι ως ένας ποιητής που είχε ξεχαστεί και που ανακαλύπτεται εκ νέου αλλά με την αμεσότητα με την οποία διαβάζεται ένας σημερινός ποιητής.

Ένα νέο είδος ποίησης

Τη βεβαιότητα ότι η αξία του ποιητικού του έργου θα αναγνωριζόταν πλήρως μετά τον θάνατό του ο Καβάφης την εξέφραζε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν τα στοιχεία που συνθέτουν την πρωτοφανή ιδιοτυπία του είχαν από καιρό διαμορφωθεί και αποκρυσταλλωθεί: ένα νέο είδος ποίησης, κατακτημένο με υπομονή και με κόπο, στους αντίποδες της λυρικής και παρακλάδι (που με τον καιρό θα γινόταν επιβλητικός κλάδος) τής με χυμώδη γλωσσικά στοιχεία δραματικής ποίησης – με λίγα λόγια, μια ποίηση με τόσο απροσδόκητα περίτεχνη χρήση του διανοητικού στοιχείου, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ειρωνική.

Μιλώντας για τον Καβάφη ως εξαίρετο εκτιμητή της μελλοντικής αξίας του έργου του αναφέρομαι στο corpus της συγκεντρωτικής έκδοσης (1935) των 154 ποιημάτων, με τα οποία ο Καβάφης «επεδίωκε να παρουσιάσει στον αναγνώστη όσο το δυνατόν πιστότερα την εικόνα που ο ίδιος είχε παγιώσει εκδοτικά στα τέλη της ζωής του» (Γ. Π. Σαββίδης), να αποτυπώσει δηλαδή την οριστική εκδοτική του βούληση.

Διότι ο Καβάφης είχε δημοσιεύσει κατά την περίοδο 1886-1898 και 27 ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, τα οποία αποκήρυξε ρητώς, καθώς και 74 ακόμη ποιήματα («κρυμμένα από τον ποιητή στο Αρχείο του, ή καταχωνιασμένα σε χαρτιά φίλων ή συγγενών»), κανένα από τα οποία δεν έκρινε ικανό να περιλάβει στο παγιωμένο σώμα των ποιημάτων του.

Ομως σε ό,τι αφορά τον Καβάφη ως κριτικό μεμονωμένων ποιημάτων του δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο ιδεώδης. Κι αυτό γιατί στο σώμα των 154 ποιημάτων υπάρχουν μερικά που έχουν, βέβαια, τον τόνο της απαραγνώριστης φωνής του, όμως η καλλιτεχνική τους αξία υπολείπεται, ενίοτε κατά πολύ, σε σύγκριση με ορισμένα από εκείνα που βρέθηκαν στο Αρχείο του (βλ. την υποδειγματική έκδοσή τους από τον Γ. Π. Σαββίδη: Κ. Π. Καβάφης, Κρυμμένα ποιήματα, 1877-1923, εκδ. Ικαρος, 1993).

 Οι επιλογές του ποιητή

Οσο και αν, ως προς την εκδοτική τους βούληση, ισχύει το «οι ποιητές ξέρουν καλύτερα», πιστεύω πως στην περίπτωση ενός ποιητή του μεγέθους του Καβάφη δεν θα ήταν ανάρμοστο να αναρωτιόταν κανείς:

Για ποιον λόγο στην τελική επιλογή των ποιημάτων της συγκεντρωτικής έκδοσης ο Καβάφης – για να ακολουθήσω τις τρεις συμβατικές κατηγορίες στις οποίες τα διέκρινε – δεν περιέλαβε, από τα «ιστορικά» του ποιήματα, τους θαυμάσιους δραματικούς μονολόγους «Επάνοδος από την Ελλάδα» (1914) και «Συμεών» (1917) προτιμώντας τα «Αννα Κομνηνή» (1920) και «Αννα Δαλασηνή» (1927) (πεζολογούντα κατάλοιπα της παρνασσικής περιόδου του) ή τη βυζαντινή μεγαληγορία τού «Στην εκκλησία» (1912), αποκλείοντας το αισθαντικό «Θεόφιλος Παλαιολόγος» (1914);

Γιατί άραγε από τα «φιλοσοφικά» του περιέλαβε το γλυκερό «Κεριά» (1899) και το κοινότοπο «Μονοτονία» (1908) αγνοώντας τη λεπτόπικρη ειρωνεία τού «Η επέμβασις των θεών» (1899) και του «Τα δ’ άλλα εν Αδου τοις κάτω μυθήσομαι» (1913), καθώς και το – υπόκωφα κυνικό – πολιτικό «Οταν ο φύλαξ είδε το φως» (1900);

Απορεί κανείς, ακόμη, που άφησε έξω και το υπέροχο περί ποιητικής ποίημα «Οι εχθροί» (1900), στο οποίο – με σημερινούς όρους θα λέγαμε πως – ο Καβάφης υπογραμμίζει ότι στη λογοτεχνία δεν υπάρχει «αλλαγή παραδείγματος», αλλά μόνο αλλαγή μορφών.

Οσο για τα «ερωτικά/αισθησιακά», ελάχιστοι, πιστεύω, θα διαφωνούσαν με το ότι «Ο Δεκέμβρης του 1903» (1904) και «Ο δεμένος ώμος» (1919· κυρίως αυτό) είναι ποιήματα ανώτερα από τα «Μέρες του 1903» (1917) και «Οταν διεγείρονται» (1916).

«Ο διδακτισμός του Καβάφη», γράφει ο Σεφέρης, «δεν είναι από τις μικρότερες αρετές του». Σωστό. Ομως όχι πάντοτε. Αισθάνεται κανείς ότι το «Ιθάκη» (1911), που μαζί με το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» (1904) είναι τα δύο διασημότερα ποιήματά του, θα ήταν υποβλητικότερο αν έλειπε το επιμύθιο του τελευταίου τρίστιχου – κυρίως ο καταληκτικός του στίχος.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη κυκλοφόρησε το 1935, δύο χρόνια μετά το θάνατό του, στην Αλεξάνδρεια. Περιείχε 154 ποιήματά του, τα λεγόμενα «αναγνωρισμένα».

Η πρώτη αθηναϊκή τους έκδοση έγινε το 1948 από τον εκδοτικό οίκο Ικαρος και κατέστησε το έργο του προσιτό σε ένα ευρύτερο κοινό, καθώς η προηγούμενη ήταν σπάνια και ακριβή. Το 1963 ο Ικαρος εκδίδει σε δύο τόμους, χρονολογικά (1897-1918 και 1919-1933), τα Ποιήματα σε φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη.