Στη μακρά ζωή του ο πολυγραφότατος Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου, δημοσιεύοντας μυθιστορήματα, χρονογραφήματα, άρθρα και κριτικές. Εγραψε θεατρικά έργα, αφηγήματα για παιδιά, σχολικά βιβλία, ακόμα και κινηματογραφικά σενάρια. Η παρουσία του στον Τύπο της εποχής ήταν αδιάλειπτη και τα έργα του δεν έπαψαν να εκδίδονται. Μεταξύ άλλων, κυκλοφόρησαν τρεις σειρές Απάντων του, από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας στη δεκαετία του 1920, από τις εκδόσεις Μπίρη αργότερα (1958-1972) και στη συνέχεια από τις εκδόσεις Βλάσση που έχουν εκδώσει περισσότερους από ογδόντα τόμους με έργα του.

Η νέα εκδοτική πρόταση

Απευθυνόμενες στο σύγχρονο κοινό, οι εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφόρησαν το περασμένο καλοκαίρι σε νέες χρηστικές εκδόσεις τέσσερα έργα του Ξενόπουλου με κεντρικό θέμα το προσφιλές άλλωστε θέμα του, τον έρωτα: το διήγημα και μετέπειτα δράμα Στέλλα Βιολάντη (με πρόλογο του καθηγητή Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ και μελετητή του θεατρικού Ξενόπουλου Γιώργου Πεφάνη), με θέμα τη σύγκρουση μιας κόρης με τον δεσποτικό πατέρα της που της αρνείται τον γάμο με τον φτωχό νέο που αγαπά, το μυθιστόρημα Αναδυομένη (με πρόλογο της συγγραφέως Σώτης Τριανταφύλλου), για τον έρωτα δυο αδελφών για την ίδια κοπέλα, το αθηναϊκό μυθιστόρημα Μυστικοί αρραβώνες (με επίμετρο του σκηνοθέτη Σωτήρη Χατζάκη), για τη διά αλληλογραφίας επικοινωνία ενός αραβωνιασμένου καλλιτέχνη και μιας νεαρής γυναίκας που τον έχει ερωτευθεί και τον τολμηρό, «αισχρός για την εποχή του, Κατήφορο (με επίμετρο της κριτικού Κατερίνας Σχινά) για την κατάληξη μιας κόρης καλής οικογενείας σε πόρνη.

Συνοδευόμενα από γλωσσάρι του ζακυνθινού ιδιώματος και εργοβιογραφικό χρονολόγιο και βασιζόμενα στα κείμενα των πρώτων εκδόσεων αλλά σε μονοτονικό σύστημα και με απλοποιήσεις στην ορθογραφία, τα κείμενα εμφανίστηκαν στα βιβλιοπωλεία σε τόμους ποπ αισθητικής, με ρετρό πινελιές και χαρούμενα χρώματα. Ρομαντικά στοιχεία σε ένα κολάζ με μοντέρνο ύφος, ένα διακοσμητικό αναγνωριστικό της σειράς και η ιδιόχειρη υπογραφή του Ξενόπουλου απαντούν στα εξώφυλλα ενώ το όνομά του εμφανίζεται με γραμματοσειρά και πλαίσιο που παραπέμπει στη Διάπλασιν των Παίδων, το θρυλικό περιοδικό με το οποίο συνδέθηκε ο Ξενόπουλος ως αρχισυντάκτης και διευθυντής. «Σκοπός ήταν να τον προσεγγίσουμε ως προσωπικότητα και να υπαινιχθούμε και το υπόλοιπο έργο του με την αισθητική που τον περιβάλλει» εξήγησε το «Βήμα» ο γραφίστας Θάνος Κακολύρης ο οποίος επιμελήθηκε τον σχεδιασμό της σειράς.

Καθώς συμπληρώθηκαν τα 70 χρόνια από τον θάνατό του το 1951 και το έργο του περνά στη δημόσια σφαίρα, το ερώτημα είναι αν οι εκδόσεις Ψυχογιός σκοπεύουν να κυκλοφορήσουν μια νέα σειρά Απάντων. Οπως μας πληροφορεί η υπεύθυνη της σειράς Αννα Μαράντη, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής πρόθεση της έκδοσης του συνόλου του έργου του Ξενόπουλου. Ωστόσο, αναμένεται τον Νοέμβριο η κυκλοφορία της «κοινωνικής τριλογίας» του (Πλούσιοι και φτωχοί, Τυχεροί και άτυχοι, Τίμιοι και άτιμοι), ενώ η σειρά θα συνεχιστεί με ρυθμό έκδοσης πέντε έως δέκα τίτλους τον χρόνο.

Διασκεδαστική τέχνη

Πίσω από τον έρωτα που κινεί την πλοκή, ο Ξενόπουλος θα αναφερθεί με τα έργα του σε πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά ζητήματα της ζακυνθινής και της αθηναϊκής κοινωνίας. Το δράμα Ραχήλ (1909) εμπνέεται από τις αντισημιτικές ταραχές του 1891 στη Ζάκυνθο και στους Φοιτητάς (1919) παρουσιάζει το γλωσσικό ζήτημα στις κοινωνικές του διαστάσεις. Θέλει όμως τα έργα του να είναι προσιτά. Αδιάφορο αν το βαθύτερο νόημα τους το καταλαβαίνουν λιγοστοί, θέλει ένα έργο «όλοι να το γουστάρουν και να διασκεδάσουν».

«Θεωρώντας πως τα «αληθινά» έργα τέχνης δεν είναι αναγκαστικά εκείνα που κάνουν τον μέσο αναγνώστη να πλήττει και προβάλλοντας την ιδέα πως διασκεδαστική δεν είναι μόνο η «κατώτερη» τέχνη, ο Ξενόπουλος εγκαινίασε ορισμένους αφηγηματικούς δρόμους που καταγράφουν με αμεσότητα τον ζωντανό παλμό μιας κοινωνίας σε κίνηση, φωτίζοντας τις παραδοξότητες, τα πάθη και τις αντιφάσεις της, το απροσδόκητο της περιπέτειας καθώς εναλλάσσεται με το συνηθισμένο» επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα» η Βίκυ Πάτσιου, καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης ΕΚΠΑ, που μελετά τον Ξενόπουλο από την εποχή της Διαπλάσεως των Παίδων. Ως φορέας καινούργιων ιδεών και αισθητικών αντιλήψεων, «ο Ξενόπουλος παρουσιάζει με το έργο του ένα πλήθος ζητημάτων και αρετών που οι κριτικοί και κυρίως οι πρόθυμοι και πολυάριθμοι αναγνώστες του σπεύδουν κάθε φορά να ανακαλύψουν».

Μέσα από τη μικρή οθόνη

Για τη γενιά της Μεταπολίτευσης, η πρώτη γνωριμία με τον Ξενόπουλο έγινε μέσα από τη μικρή οθόνη. Η Κλαίλια της Αναδυομένης έχει τα χαρακτηριστικά της Νόρας Βαλσάμη και η Στέλλα Βιολάντη το πρόσωπο της Νίκης Τριανταφυλλίδη. «Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι οι τηλεοπτικές μεταφορές μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου (Τερέζα Βάρμα Δακόστα, Αφροδίτη, Αναδυομένη, Τυχεροί και άτυχοι, Μυστικοί αρραβώνες, Λάουρα, Ο κόσμος και ο Κοσμάς, Ανάμεσα σε τρεις γυναίκες κ.ά.) μεταδίδονται από τα κρατικά κανάλια την περίοδο 1975-1983. Η πεζογραφική παραγωγή του συγγραφέα παρείχε τα εχέγγυα του επιτυχούς συνδυασμού ποιότητας και εμπορικότητας που επιδίωκε η κρατική τηλεόραση την πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης» σχολιάζει στο «Βήμα» ο Θανάσης Αγάθος, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και μελετητής του κινηματογραφικού Ξενόπουλου.

Οπως εκτιμά, «πιθανό είναι ότι ο ίδιος, εάν είχε ζήσει ως τη δεκαετία του 1970, να ενέκρινε αυτές τις μεταφορές, καθώς ήταν φτιαγμένες με μεράκι και καλαισθησία. Αλλωστε, το ξετύλιγμα μιας τηλεοπτικής σειράς σε επεισόδια αντιστοιχεί στην επιλογή του Ξενόπουλου να δημοσιεύει τα μυθιστορήματά του σε συνέχειες, σε εφημερίδες και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας, και η υψηλή τηλεθέαση αυτών των σειρών είναι ανάλογη της ευρείας λαϊκής απήχησης που είχε ανέκαθεν το έργο του και που ο ίδιος υπερασπιζόταν με κάθε ευκαιρία. Από αυτές τις σειρές, το ούτως ή άλλως δημοφιλές έργο του Ξενόπουλου βγήκε ωφελημένο, παραμένοντας στις κορυφαίες θέσεις των ευπωλήτων του 20ού αιώνα».

Η συνταγή της επιτυχίας

Η απεύθυνση στο ευρύ κοινό ήταν για τον Ξενόπουλο επιλογή, και οι λόγοι ήταν και οικονομικοί. Ηταν από τους λίγους συγγραφείς που βιοπορίζονταν αποκλειστικά από την πένα τους, έχοντας αναλάβει και την υποστήριξη αρκετών μελών της οικογένειάς του.

Ωστόσο, παράλληλα με τη συγγραφή «ταυτοχρόνως αφιέρωσε τη σταδιοδρομία του ως κριτικού προκειμένου να υποστηρίξει θεωρητικά τις επιλογές του (διαστέλλοντας τη λογοτεχνία από την παραλογοτεχνία), να κατοχυρώσει τη θέση του στο λογοτεχνικό πεδίο ως πατέρας του αστικού μυθιστορήματος και θεάτρου καθώς και ως κριτικής αυθεντίας που οσμίζεται ταλέντα (Γρυπάρης, Παπαντωνίου) και καθιερώνει λογοτέχνες (Καβάφης), πράγμα που γίνεται ευκολότερο όταν βραβεύεται ο ίδιος, γίνεται ιδρυτής της Νέας Εστίας, και ακαδημαϊκός. Τότε υπερασπίζεται τη Γενιά του (του 1880) απέναντι στους Νέους ποιητές και αργότερα τη Γενιά του 1930» εξηγεί η Γεωργία Φαρίνου, ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας ΑΠΘ, που έχει μελετήσει τον πεζογράφο και κριτικό Ξενόπουλο, δίνοντας τη συνταγή επιτυχίας του Ξενόπουλου που δικαιολογεί και την επικαιρότητά του.

«Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του, που περιλάμβανε τρία αλληλένδετα κριτήρια αξιολόγησης, επιτυχημένο είναι ένα έργο τέχνης, όταν (α) η έμπνευση εναρμονίζεται με τη συνειδητή υποταγή στους κανόνες της τέχνης, δηλαδή έμφαση στη μορφική επεξεργασία. Αρα όταν (β) είναι επιδεκτικό διπλής ανάγνωσης (επιφανειακής και βαθύτερης). Πράγμα που σημαίνει όταν (γ) έχει διπλή αναγνώριση (και από το ευρύ και από περιορισμένο κοινό)».

 Ο άγνωστος βίος

Αγνοούμε, ωστόσο, αρκετές όψεις αυτής της πολύπλευρης δημόσιας προσωπικότητας. Η αυτοβιογραφία του, την οποία είχε αρχίσει να δημοσιεύει ο ίδιος τμηματικά από το 1919 «δίνει μια ωραιοποιημένη εκδοχή της ζωής του και αφήνει πολλά κενά. Λείπει μια βιογραφία η οποία μας πληροφορεί για την προσωπική ζωή του, και κυρίως για την ερωτική ζωή ενός συγγραφέα που θεματοποίησε τον έρωτα, για τις επαγγελματικές σχέσεις του με τον Τύπο, για τις διαδικασίες εκλογής του στην Ακαδημία Αθηνών…» επισημαίνει ο συγγραφέας και ερευνητής του νεοελληνικού θεάτρου Διονύσης Μουσμούτης, συντάκτης του χρονολογίου και της εργογραφίας που συνοδεύει τις νέες εκδόσεις των έργων του Ξενόπουλου, και εκδότης πολλών επιστολών του με λογίους της εποχής.

Με την ανατίναξη του σπιτιού του στην οδό Ευριπίδου στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, το αρχείο του Ξενόπουλου καταστράφηκε. Πηγή πληροφοριών για τη ζωή του αποτελούν πλέον οι επιστολές του που σώζονται σε αρχεία άλλων. Επιστολές του προς τον Κωστή Μπαστιά, τον Μανώλη Καλομοίρη, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, τον Μήτσο Μυράτ και μέλη της οικογένειάς του έχει στα χέρια του ο Διονύσης Μουσμούτης, ο οποίος σχεδιάζει τη συγγραφή μιας βιογραφίας για τον συμπατριώτη του Ξενόπουλο.

Επιδραστικός δραματουργός

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα έχει να μελετηθεί ο Ξενόπουλος ως δημόσιος παρεμβατικός διανοούμενος σε ρόλους θεσμικούς. Ως αρχισυντάκτης και διευθυντής της Διαπλάσεως των Παίδων διαμόρφωσε το λογοτεχνικό γούστο πολλών ελληνόπαιδων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Διηύθυνε τη σημαντική στη λογοτεχνική ζωή Νέα Εστία (1927-1934), ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934) και επιδραστικός δραματουργός. Ο δικός του Θείος όνειρος μαζί με τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου θα εγκαινιάσουν τη λειτουργία του Εθνικού Θεάτρου το 1932.

Οι ντίβες της εποχής Κυβέλη και Κοτοπούλη ξιφουλκούν για το ποια θα πρωτοπαίξει έργο του. Η παρουσία του στην πνευματική ζωή έχει ένταση. Οταν το 1919 απονέμεται το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών στον Ιωάννη Ν. Γρυπάρη, εκείνος «απεργεί», παύοντας για λίγο κάθε συγγραφική δραστηριότητα – θα του απονεμηθεί τελικά το 1923. Αποδεικνύεται οξυδερκής και τολμηρός ως κριτικός και, παρότι ο Φώτος Πολίτης υποστήριζε χλευαστικά «Εργα έχει, έργο δεν έχει», ο Ξενόπουλος θα εκλεγεί ακαδημαϊκός το 1931. Από τη θέση αυτή θα ψηφίσει το 1945 ως πρώτο υποψήφιο για ακαδημαϊκό τον ποιητή Σωτήρη Σκίπη αφήνοντας στη δεύτερη θέση τον… Αγγελο Σικελιανό.