Η επερχόμενη επέτειος των πενήντα ετών από την εξέγερση του Πολυτεχνείου αναμένεται να αποτελέσει συμβολική στιγμή αναστοχασμού μιας κομβικής περιόδου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Πυκνή σε γεγονότα, η μακρά δεκαετία του ’60 ως την πτώση της δικτατορίας το 1974 αναδύεται τα τελευταία χρόνια ως ιστοριογραφικό αντικείμενο που περιλαμβάνει μείζονες κοινωνικούς μετασχηματισμούς: την οικονομική ανάπτυξη, τις πολιτισμικές διασυνδέσεις με τη Δύση, τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας της νεολαίας, την έκρηξη του φοιτητικού κινήματος. Παράλληλα με τις εξελίξεις αυτές, ωστόσο, στο υπέδαφος διατηρούνται οι συνέχειες με το άμεσο παρελθόν. Παρακολουθώντας τα νήματά τους θα μπορούσε κανείς να δει το διάστημα πριν από το 1967 ως επίλογο του μετεμφυλιακού κράτους. Είναι η αίσθηση ακριβώς που αποκομίζει ο αναγνώστης του βιβλίου της ιστορικού του Université Polytechnique Hauts-de-France Εύης Γκοτζαρίδη Η ζωή και ο θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη (εκδ. ΚΨΜ), μιας βιογραφίας που εγγράφει συνειδητά το πρόσωπο στα συμφραζόμενα της εποχής του.

Ιατρός και ακτιβιστής

Βαλκανιονίκης άλτης, γυναικολόγος με πρωτοποριακό έργο στην ενδοκρινολογία, υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών με ανεπτυγμένη κοινωνική και πολιτική συνείδηση που εκφράστηκε με την εκλογή του ως βουλευτή Πειραιά συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ το 1961, ο Γρηγόρης Λαμπράκης υπήρξε προσωπικότητα με διακριτή πορεία. Το πρώτο μέρος της βιογραφίας της Εύης Γκοτζαρίδη παρακολουθεί τη διαδρομή του από την Κερασίτσα Αρκαδίας, όπου γεννήθηκε το 1912 ως παιδί πολυμελούς οικογένειας, στη μύηση στον αθλητισμό, την παρουσία του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου (και τη γνωριμία του με τον Τζέσε Οουενς), τις ιατρικές σπουδές, την ένταξή του στην ΕΠΟΝ, την ανθρωπιστική του δράση στην Κατοχή, τη συνεργασία με τους κορυφαίους καθηγητές Ιατρικής Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο (πρωθυπουργό της δεύτερης κατοχικής κυβέρνησης) και Νικόλαο Λούρο, την ανεξάρτητη στάση του απέναντί τους, την εκλογή στο πανεπιστήμιο, την κάθοδο στην πολιτική. Σοβαρός και συγκροτημένος («δεν θυμάμαι να ήμουν τραλαλές ποτέ μου» έγραφε ο ίδιος στο ημερολόγιό του), ο Λαμπράκης ήταν «ακτιβιστής, όχι ιδεολόγος», άνθρωπος που εστίαζε «στη δράση με σκοπό την κοινωνική αλλαγή, όχι στη θεωρητική θεμελίωσή της». Προϊόν αυτών των αντιλήψεων ήταν η συνεργασία του με την ΕΔΑ ως προοδευτικής εναλλακτικής έναντι της ΕΡΕ και αξιωματικής αντιπολίτευσης από το 1958, καθώς ο ίδιος εφαπτόταν σε επίπεδο ιδεών, δεν ταυτιζόταν όμως με την Αριστερά. Οπως έδειχνε η ένταξή του στην Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Υφεση και την Ειρήνη και η μοναχική του εμφάνιση με το μαύρο πανό στην απαγορευμένη από την κυβέρνηση και επεισοδιακή Μαραθώνια Πορεία για την Ειρήνη της 21ης Απριλίου 1963, που έληξε με τη σύλληψή του, επρόκειτο για μια περίπτωση πολιτικής αλληλοπεριχώρησης, ασυνήθιστης ίσως για τα μέτρα της εποχής αλλά δηλωτικής του χαρακτήρα του.

Η διάβρωση της δημοκρατίας

Η στυγερή δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη εξήντα χρόνια πριν, στις 22 Μαΐου 1963, δεν εξιχνιάστηκε ποτέ πλήρως – ο εντολέας της, για παράδειγμα, δεν αποκαλύφθηκε ποτέ από τη Δικαιοσύνη. Υπήρξε όμως η αφορμή για να έρθει στην επιφάνεια η συμβίωση του κράτους με χορηγούμενους παρακρατικούς μηχανισμούς. Πιο σημαντικό, επομένως, είναι ίσως το δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου η συγγραφέας ενθέτει τη διεξοδική ανάλυση των περιστάσεων του εγκλήματος στο πλαίσιο της μετεμφυλιακής κατάστασης πραγμάτων. Ο μανδύας της αντικομμουνιστικής ιδεολογίας επέτρεψε την επιβίωση των ιδεολογικών ιζημάτων της μεσοπολεμικής Ακροδεξιάς και την απορρύπανση συνεργατών των Ναζί όπως ο διαβόητος Ξενοφών Γιοσμάς. Αναπτύχθηκαν παράλληλες δομές, αυτόνομες από την κυβερνητική εποπτεία: η «αφανής διοίκηση του στρατεύματος» από την οποία προήλθαν οι πρωτεργάτες του απριλιανού πραξικοπήματος έμεινε πρακτικά ανέγγιχτη παρά τις υποψίες για τους σχεδιασμούς και τις σκοπιμότητές της, ενώ το δικαίωμα αλλαγής της επίσημης στρατιωτικής ηγεσίας υπήρξε η αιτία της σύγκρουσης ανακτόρων και Γεωργίου Παπανδρέου που οδήγησε στα Ιουλιανά του 1965. Ο εμφύλιος πόλεμος κληροδότησε την τεχνογνωσία συγκρότησης σκιωδών οργανώσεων οι οποίες μπορούσαν να κινητοποιηθούν επικουρικά ως προς τις δυνάμεις ασφαλείας προκειμένου να παρέμβουν είτε σε μεγάλης έκτασης εκστρατείες εκφοβισμού, όπως η εφαρμογή του «σχεδίου Περικλής» στις εκλογές του 1961, είτε σε βίαιες καταδρομικές επιθέσεις κατά μεμονωμένων προσώπων όπως ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Τοπικές αρχές και επιλεγμένα μέλη της αστυνομικής ιεραρχίας (ενδεικτική περίπτωση αυτή του αντιστράτηγου και Γενικού Επιθεωρητή Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος Κωνσταντίνου Μήτσου) διασφάλιζαν την προστασία, κονδύλια από τις υπηρεσίες πληροφοριών χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητες. Εν τέλει, αυτό το υπόστρωμα του μετεμφυλιακού κράτους υπέθαλψε τους μηχανισμούς και δημιούργησε τις προϋποθέσεις της ανατροπής της πολιτικής ηγεσίας το 1967.

Πέρα από τη συνεπή αποτύπωση της προσωπικότητας και του βίου του Γρηγόρη Λαμπράκη, η έρευνα της Εύης Γκοτζαρίδη σκιαγραφεί την εικόνα μιας «καχεκτικής», «δύσκολης», «δυσχερούς» δημοκρατίας όπως έχει περιγραφεί κατά καιρούς από άλλους μελετητές της εποχής. Δοσμένη με τον τρόπο μιας popular history, χωρίς να βαρύνεται από μεγάλο πλήθος υποσημειώσεων, συνδέει επιτυχώς το ατομικό με το συλλογικό, τη βιογραφία με την πολιτική ιστορία. Κάποιες χρονικές παλινδρομήσεις στην αφήγηση θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν αποφευχθεί, οπωσδήποτε όμως το ευρύ κοινό για το οποίο προορίζεται το βιβλίο θα αποκομίσει μια συμπαγή και τεκμηριωμένη απεικόνιση της κρίσιμης μετεμφυλιακής δεκαπενταετίας.