Επειτα από πολλά χρόνια στασιμότητας, το 2019 μπορεί να αποδειχθεί σημείο καμπής για την εγχώρια ασφαλιστική αγορά, ιδιαίτερα για τους κλάδους σύνταξης και υγείας. Αυτό βέβαια δεν είναι άσχετο με την ευρέως εμπεδωμένη αντίληψη ότι, παρά τη λήξη των μνημονίων, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί θα εξακολουθούν να ισχύουν για πάρα πολλά χρόνια, γεγονός που de facto ακυρώνει τις οποιεσδήποτε προσδοκίες για επαναφορά στο 2009. Οι δυσοίωνες δημογραφικές προβολές απλά επιδεινώνουν ένα ήδη υπαρκτό πρόβλημα.
Η άποψη ότι η διαφαινόμενη ανάπτυξη θα είναι επαρκής για τη χρηματοδότηση των μελλοντικών υποχρεώσεων του Δημοσίου δεν φαίνεται να πείθει για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν, υφιστάμενες μελέτες δείχνουν ότι ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 2%-3% δεν αρκούν. Επιπλέον, οι ρυθμοί ανάπτυξης επιβραδύνονται ανησυχητικά στην Ευρώπη, η οποία επιπρόσθετα μπαίνει και σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας. Αν επαληθευτούν οι δημοσκοπήσεις, οι επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές θα βγάλουν ενισχυμένες τις ακραίες και αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, ανοίγοντας έτσι έναν νέο φαύλο κύκλο εσωστρέφειας και υπαναχώρησης στα στενά εθνικά συμφέροντα. Ως εκ τούτου, το πάγιο αίτημα των χωρών που αισθάνονται ότι μπορεί να απειληθούν από τις κινήσεις των αγορών για περαιτέρω εμβάθυνση, με ενισχυμένο κοινοτικό προϋπολογισμό, περισσότερες επενδύσεις σε υποδομές και στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενδέχεται να υπονομευτεί.
Το εφιαλτικό για τη χώρα μας σενάριο θα είναι μια επανάληψη του γνωστού παιχνιδιού κέντρου – περιφέρειας, όπου οι αγορές αποστραγγίζουν κυριολεκτικά την περιφέρεια από κεφάλαια, τα οποία θα συγκεντρωθούν εκ νέου στον επενδυτικό «παράδεισο» του Βορρά. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα εκτροχίαζε τις προσπάθειες των εγχώριων τραπεζών να διαχειριστούν τα προβληματικά δάνεια και να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση, αλλά θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σταθερότητα και υγιών σήμερα εταιρειών του ασφαλιστικού κλάδου, καθώς και τα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό μπορεί να συμβεί γιατί, σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες αποτίμησης, υπάρχει μια ασυμμετρία στον υπολογισμό των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού. Μια εκτίναξη των spreads απαξιώνει τις αγοραίες αξίες των εγχώριων περιουσιακών στοιχείων, ενώ μια προεξόφληση των μελλοντικών υποχρεώσεων με τα μηδενικά σχεδόν βορειοευρωπαϊκά επιτόκια έχει ως φυσική συνέπεια να διογκώνεται η τρέχουσα αξία των υποχρεώσεων.
Επειδή το αντίδοτο σε αυτού του είδους δομικές αδυναμίες είναι τα διευρυμένα δίκτυα διακρατικής ή κοινοτικής προστασίας, όπως συνέβη μετά κόπων και βασάνων το 2010, το πολιτικό περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ενωση – όπως τείνει να διαμορφωθεί – δεν προοιωνίζεται ότι θα υπάρχει προδιάθεση για τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Μάλλον για το αντίθετο. Αυτό, δε, που καθιστά ένα τέτοιο σενάριο άκρως επικίνδυνο είναι ότι η νομισματική πολιτική έχει εξαντλήσει τα περιθώρια για παρεμβάσεις συμβατικού τύπου λόγω του παρατεταμένου εγκλωβισμού της ΕΚΤ σε πολιτική μηδενικών επιτοκίων.
Αν στα παραπάνω προστεθούν και οι καθαρά εγχώριοι κλυδωνισμοί που παραδοσιακά συνοδεύουν τις απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις, καθίσταται προφανές ότι πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες ικανές να βελτιώσουν αισθητά το προφίλ των κινδύνων και να συμβάλουν στη μακροοικονομική ευστάθεια. Υπό αυτή την έννοια, η διαφαινόμενη νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση με την υιοθέτηση του συστήματος των τριών πυλώνων είναι καθοριστικής σημασίας. Οχι γιατί θα βελτιώσει τις επιδόσεις της οικονομίας μέσα στην επόμενη χρονιά, αλλά γιατί θα αλλάξει ευνοϊκά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της.
Κατ’ αρχήν, ένας υποχρεωτικός δεύτερος πυλώνας κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα θα μπορούσε να τονώσει την εγχώρια αποταμίευση, διορθώνοντας έτσι μια δομική αδυναμία χρηματοδότησης των επενδύσεων. Η αίσθηση ότι οι εισφορές θα αποκτούν ονοματεπώνυμο και θα αποδίδονται κατά τη συνταξιοδότηση μαζί με τις αποδόσεις στον δικαιούχο αποτελεί μια καινοτομία για τα ελληνικά δεδομένα. Επιπλέον, μια τέτοια μεταρρύθμιση θα ήταν ικανή να αναπροσανατολίσει την κατεύθυνση των κοινωνικών διεκδικήσεων. Το σημερινό σύστημα του ενός πυλώνα καθορισμένων παροχών, το οποίο βέβαια θα εξακολουθήσει να υπάρχει ως πρώτη γραμμή στήριξης, σημαίνει ότι η μελλοντική σύνταξη συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με τις διεκδικήσεις και τις συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις. Αυτό το σύστημα κατέρρευσε όχι μόνο από τις υπερβολές στις υποσχόμενες παροχές, αλλά, κυρίως, από την αδιαφορία για την ανάπτυξη της οικονομίας, δηλαδή την «τροφό» των μελλοντικών συντάξεων. Οταν όμως το σύστημα συμπληρωθεί με έναν πυλώνα καθορισμένων εισφορών, η μελλοντική σύνταξη θα συνδέεται ευθέως και με τις αναπτυξιακές προοπτικές, από τις οποίες θα εξαρτώνται οι αποδόσεις της αποταμίευσης. Αυτό από μόνο του θα διευκολύνει τον πολιτικό διάλογο, τονώνοντας το ενδιαφέρον των πολιτών για το παραγωγικό μοντέλο, την αναδιάρθρωση της οικονομίας, όπως και για το μέγεθος και τη φύση των επενδύσεων.
Υπό αυτή την έννοια, μια τέτοια μεταρρύθμιση δεν είναι δημοσιονομικού αλλά διαρθρωτικού χαρακτήρα. Οι αγορές, προεξοφλώντας την καλύτερη ευστάθεια του συνταξιοδοτικού συστήματος αλλά και τη σταδιακή μείωση των μελλοντικών δημοσιονομικών δεσμεύσεων, σίγουρα θα μας ανταμείψει με χαμηλότερο κόστος χρήματος.
*Ο κ. Χριστόφορος Σαρδελής είναι πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Ασφαλιστικής