Το Πανεπιστήμιο από την ίδρυσή του (1837), αντί να γίνει αληθινό πνευματικό κέντρο του νέου ελληνισμού, πρωτοπόρο στη σκέψη, στη δράση και στη διδασκαλία, αντί να γίνει ο οδηγητής του λαού στην προκοπή και στη δημιουργία του νεοελληνικού πολιτισμού, έμεινε για πολλούς λόγους καθηλωμένο στη στείρα συντήρηση, στην προγονοπληξία, στην ασυγχρόνιστη διδασκαλία. Για πολλά χρόνια το Πανεπιστήμιο πολέμησε με λύσσα κάθε προσπάθεια πνευματικής αναγέννησης, κάθε μοντέρνα ιδέα, κάθε προοδευτική προσπάθεια. Αυτή ήταν η βαθύτερη αιτία για τον ηθικό ξεπεσμό αρκετών καθηγητών την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας και της Κατοχής.
Τη δύσκολη περίοδο 1936-44 δοκιμάστηκε κάθε πολιτική, πνευματική και ηθική αξία. Τότε, δυστυχώς, ξεγυμνώθηκε η «πνευματική ηγεσία» του τόπου από όλα τα πλουμιστά στολίδια της και φάνηκε πόσο ρηχά, φτηνά και ψεύτικα ήταν όσα κήρυττε τόσα χρόνια στις αίθουσες διδασκαλίας. Ιδιαίτερα η περίοδος της Κατοχής ήταν σκοτεινή, γεμάτη πόνο, θάνατο, βασανιστήρια, πείνα, λεηλασία και καταστροφή. Ταυτόχρονα ήταν μια ηρωική περίοδος κατά την οποία ο λαός της Ελλάδας παρά τις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς κατάφερε να μείνει όρθιος και να δημιουργήσει το έπος της Εθνικής Αντίστασης. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν τον αγώνα έπαιξαν τα νιάτα της Ελλάδας και περισσότερο τα μορφωμένα παιδιά, οι φοιτητές.
Στήριξη στον φασισμό


Δυστυχώς, ενώ η νεολαία και οι φοιτητές έγραφαν με τους αγώνες τους και πολλές φορές με τη ζωή και το αίμα τους χρυσές σελίδες αυτοθυσίας και ηρωισμού, ένα μεγάλο τμήμα από την πνευματική ηγεσία των πανεπιστημίων της χώρας δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Αντί να μπουν μπροστά στην Αντίσταση, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι προτίμησαν να σιωπήσουν, να ανεχτούν, να αδιαφορήσουν, να κλειστούν στα σκονισμένα γραφεία και στις βιβλιοθήκες τους, στις συντηρητικές τους θεωρίες και στις σκουριασμένες ιδέες τους. Δεν έλειψαν βέβαια και αυτοί οι οποίοι συνεργάστηκαν ανοικτά με τον εχθρό στελεχώνοντας τις δωσίλογες κυβερνήσεις, τα υπουργεία, τους οργανισμούς, τις δημόσιες υπηρεσίες, τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών κ.λπ. Αυτός ήταν ο ξεπεσμός. Υπήρξαν βέβαια και λίγοι που τίμησαν τον τίτλο του ακαδημαϊκού δασκάλου και στάθηκαν πλάι στον λαό που έδινε έναν σκληρό, ηρωικό αγώνα, επιβίωσης.
Με την Απελευθέρωση η υπόσχεση για παραδειγματική τιμωρία όσων συνεργάστηκαν, διευκόλυναν, ανέχτηκαν τη δικτατορία και τους κατακτητές γέννησε ελπίδα στον λαό. Μετά τα Δεκεμβριανά στα πανεπιστήμια δημιουργήθηκαν πανίσχυρες πλειοψηφίες καθηγητών, προσκείμενες στα αστικά κόμματα της συντήρησης, οι οποίες πρόβαλαν λυσσώδη αντίσταση με στόχο να ακυρώσουν και να σταματήσουν κάθε προσπάθεια εκκαθάρισης των ιδρυμάτων. Επιπλέον κατάφεραν να επιβάλουν τη μονομερή εκκαθάριση όσων προοδευτικών καθηγητών είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση.
Η περίπτωση Εξαρχου


Μια τέτοια ενδεικτική της ατιμωρησίας που επικράτησε ήταν η περίπτωση του περιβόητου Βασίλειου Εξαρχου, καθηγητή Θεολογίας στη Θεσσαλονίκη. Πρόεδρος της εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης ΕΕΕ, είχε κατά την Κατοχή στενή και φανερή συνεργασία με τους Γερμανούς. Με την Απελευθέρωση μπήκε στο στόχαστρο του ανακριτή Δωσιλόγων. Τον Μάρτιο του 1945 αποβάλλεται από τη Γενική Συνέλευση των καθηγητών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης ως δωσίλογος. Στις 6 Αυγούστου 1945 ο ανακριτής εκδίδει ένταλμα σύλληψης αλλά στις 22 Αυγούστου 1945 αναδιορίζεται στο Πανεπιστήμιο. Καταφεύγει στην Αθήνα, όπου συλλαμβάνεται ύστερα από έναν χρόνο (27.6.1946). Προφασιζόμενος προβλήματα υγείας μένει στο νοσοκομείο. Κρατείται για λίγο στις φυλακές Καλλιθέας. Αποφυλακίζεται προσωρινά και στις 13.11.1947 παρουσιάζεται στον εισαγγελέα Αθηνών ισχυριζόμενος ότι διώκεται για τον «αντισυμμοριακό του αγώνα». Τελικά ορίζεται τακτική δικάσιμος για τις 22.1.1948 η οποία δεν θα γίνει ποτέ διότι αναβάλλεται συνεχώς. Αφού δίκη δεν έγινε ο Β. Εξαρχος αποδόθηκε στο πανεπιστήμιο και στην κοινωνία «άσπιλος και άμωμος».
Επέστρεψε στη σχολή και το 1953 εκλέχτηκε από τους συναδέλφους του κοσμήτορας στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Ανέπτυξε πλούσια συγγραφική και ακαδημαϊκή δράση αποσπώντας την αναγνώριση και εξαιρετικές τιμές. Δίδαξε στη Θεολογική μέχρι το 1962 και μετά ως ομότιμος καθηγητής στην Ανωτέρα Παιδαγωγική Ακαδημία του Εσλινγκεν της Δυτικής Γερμανίας. Πέθανε το 1973.
Αντίθετα όσοι αντιστάθηκαν στους κατακτητές και τίμησαν τον τίτλο του ακαδημαϊκού δασκάλου γνώρισαν τη διωκτική μανία του κράτους και των διοικητικών οργάνων του Πανεπιστημίου. Με το Θ’ Ψήφισμα (28.8.1946) απολύονται, «ως προδότες της πατρίδος», την ακαδημαϊκή χρονιά 1946-47 17 καθηγητές ανωτάτων σχολών (με πρώτους τους εαμικούς οι οποίοι βρίσκονταν σε διαθεσιμότητα από τον Μάιο του 1945) και τον επόμενο χρόνο άλλοι 13 υφηγητές, επιμελητές και βοηθοί. Ενδεικτικά απολύθηκαν: Αλ. Σβώλος, Α. Αγγελόπουλος, Γ. Γεωργαλάς, Π. Κόκκαλης, Ν. Βέης, Κ. Δεσποτόπουλος, Ν. Κιτσίκης, Γ. Σημίτης.
Η ατιμωρησία επέτρεψε στις «μαύρες σκιές» να περιφέρονται για πολλά χρόνια στις πανεπιστημιακές αίθουσες, στα εργαστήρια και στα αμφιθέατρα των σχολών. Είχαν φροντίσει βέβαια να σβήσουν προσεκτικά τα ίχνη τους αποσιωπώντας με επιμέλεια στα πλούσια βιογραφικά τους τη δράση τους στα χρόνια του Μεταξά και της Κατοχής. Εξάλλου είχαν πίσω τους τίτλους, τιμές και ένα λαμπρό ακαδημαϊκό και συγγραφικό έργο.
Ο κ. Παναγιώτης Σάμιος είναι δάσκαλος, απόφοιτος του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ