Η Μεταπολίτευση του 1974 κατήργησε τη δεδομένη συνθήκη που ίσχυε έως τότε και όριζε τον στρατό ως έναν βασικό μηχανισμό του ελληνικού βαθέος κράτους. Η κατάργηση αυτή ήρθε ως δραματική εξέλιξη μετά την εθνική καταστροφή που προκάλεσε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο ελληνικός στρατός μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 κυβέρνησε δικτατορικά τη χώρα για επτά χρόνια και παρέδωσε – απώλεσε την πολιτική εξουσία μετά από μια ήττα στο πεδίο της μάχης, συνέπεια μιας επίθεσης και ενός πολέμου τον οποίο επί της ουσίας προκάλεσε ο ίδιος με το πραξικόπημα των ελλαδιτών αξιωματικών εναντίον του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Η Κύπρος αποτέλεσε για την ελληνική χούντα πεδίο εφαρμογής μιας στείρας και ριψοκίνδυνης εθνικιστικής πολιτικής, η οποία μέχρι την καταστροφική αποτυχία προσπάθησε να συνδεθεί με τα στοιχεία του αλυτρωτισμού που χαρακτήριζαν την ελληνική κοινωνία.
Την τουρκική εισβολή του Ιουλίου 1974 ακολούθησε μια μακρά σειρά ελληνικών αυτοκαταστροφικών στρατιωτικών ενεργειών οι οποίες απέδειξαν εμπράκτως την ανικανότητα της στρατιωτικής ελληνικής χούντας ακόμη και στα ζητήματα στα οποία ήταν θεωρητικώς καθ’ ύλην αρμόδια, όπως η διεξαγωγή ενός αμυντικού πολέμου στο κυπριακό έδαφος. Αντί αυτού προκρίθηκε η δίωξη του «εσωτερικού» εχθρού, στην περίπτωση αυτή ήταν οι Τουρκοκύπριοι. Ετσι κατά την ώρα της τουρκικής απόβασης και της δημιουργίας τουρκικού προγεφυρώματος στην περιοχή της Κερύνειας, εκτελέστηκε στρατιωτική ενέργεια κατά των τουρκοκυπριακών θυλάκων και όχι αποφασιστική και σύντονη ενέργεια με στόχο την περίσφιξη και την ανατροπή του τουρκικού προγεφυρώματος. Με εξαίρεση περιπτώσεις προσωπικής αυταπάρνησης και αυτοθυσίας μικρών ηγητόρων, η εισβολή αντιμετωπίστηκε από την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων τόσο στην Αθήνα όσο και σε τοπικό επίπεδο στην Κύπρο με τρόπο ασύντακτο και σαν κάτι αναπάντεχο. Ο στρατός που κυβερνούσε την Ελλάδα παρέμενε αυστηρώς προσανατολισμένος στους άξονες που είχε εκπαιδευθεί ήδη από το τέλος του εμφυλίου πολέμου: στον άξονα της αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού και στον άξονα του αντικομουνισμού.
Στην Αθήνα και στην ευρύτερη ελληνική επικράτεια την ακύρωση της Χούντας και του δικτάτορα Ιωαννίδη καθόρισε ένα άλλο γεγονός, απότοκο της εισβολής: η γενική επιστράτευση. Και αυτή, είχε σχεδιαστεί όχι με στόχο την αντιμετώπιση του εξωτερικού εχθρού, αλλά τον εσωτερικό και ιδιαιτέρως τους επίστρατους φοιτητές, οδηγώντας τους μακριά από τα αστικά κέντρα προς όφελος της ασφάλειας του δικτατορικού καθεστώτος. Η συγκρότηση των μονάδων επιστρατεύσεως ακύρωσε τα στεγανά που είχε δομήσει η δικτατορία μεταξύ στρατού και κοινωνίας. Το πολεμικό κλίμα έδωσε το προβάδισμα στη νέα διάρθρωση της ιεραρχίας και η παρουσία εφέδρων αξιωματικών σε διοικητικές θέσεις έπληξε καίρια τη συνωμοτικότητα που κυριαρχούσε.
Σταδιακά, μέρα-μέρα και με μεγάλη προσοχή, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επί εδάφους προετοιμασμένου από τον Ευάγγελο Αβέρωφ ακύρωνε μεθοδικά τη δεδομένη κυριαρχία του στρατού στα πολιτικά πράγματα.
Το τι διασώθηκε στην αδιάκοπη μνήμη του ελληνικού στρατού από τις ευθύνες του στην καταστροφή της Κύπρου, από την εγκληματική πολιτική της Χούντας και από τη Μεταπολίτευση είναι υπό αναζήτηση. Ο στρατός επέστρεψε ευτυχώς στους στρατώνες και το δημοκρατικό πια καθεστώς τού ακύρωσε την παρεμβατικότητα και του διατήρησε όμως με σαφήνεια τον αντικομμουνισμό για να τον παραμερίσει στη συνέχεια το ΠαΣοΚ και να εδραιώσει ως πεδίο λειτουργίας τον ψυχρό πόλεμο με την Τουρκία. Αποδέκτης αυτού η ελληνική κοινωνία και αποτέλεσμα η διαρκής καλλιέργεια προσδοκιών παράλληλα με μια αέναη ματαίωση.
Η διαχείριση του κάθε τραύματος απαιτεί θεραπεία, η οποία βασίζεται στην ελεύθερη μελέτη των αιτίων. Αντιστοίχως ο τραυματισμός που υπέστη η δημοκρατία και ο δημοκρατικός πατριωτισμός την περίοδο 1967-1974 χρήζουν συνθετικής μελέτης προκειμένου να τιμηθούν με ειλικρίνεια και σεβασμό.
Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι υπεύθυνος Ιστορικών Αρχείων Μουσείου Μπενάκη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ