Πρέπει να είναι η τέχνη δημοφιλής; Είναι σωστό να νοιάζεται ο καλλιτέχνης για τη δημοτικότητά του; Να ασχολείται με την υστεροφημία του; Να βγάζει λεφτά; Να συμπαθεί τους αγοραστές των έργων του; Η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα έχει δοθεί εδώ και δεκαετίες. Την έδωσε ο Αντι Γουόρχολ και μάλιστα τόσο γλαφυρά ώστε έκτοτε δεν ασχοληθήκαμε ξανά με τέτοιου είδους διλήμματα. Ως τώρα…

Το έργο του Τζον Λόγκαν διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη το 1958-59. Ο Γουόρχολ κάνει ακόμη τα πρώτα του βήματα. Ενας άλλος, ήδη διάσημος, καλλιτέχνης της εποχής, ο Μαρκ Ρόθκο, κλεισμένος στο ανήλιαγο ατελιέ του (μισούσε φαίνεται το φυσικό φως), παλεύει με τους δαίμονές του. Σε αυτή του την προσπάθεια δεν στέκεται μόνος: έχει συνομιλητή τον νεαρότατο βοηθό του Κεν. Οχι ακριβώς συνομιλητή, δηλαδή, εφόσον για μεγάλο μέρος του έργου ο Κεν απλώς ακούει.

Ακούει τον 55χρονο, φτασμένο καλλιτέχνη να μιλάει ασταμάτητα για όλα τα ιερά και τα όσια, τη ζωή και τον θάνατο, την τέχνη και την τραγωδία, τον Νίτσε και τη δημιουργία, τον κυβισμό και τον ναρκισσισμό.

Σαν σφουγγάρι ρουφάει ο μικρός τα λόγια του δασκάλου του, κι ας είναι γεμάτα κλισέ: για να ξεπεράσεις το παρελθόν πρέπει να γνωρίσεις το παρελθόν. Ο γιος πρέπει να σκοτώσει τον πατέρα. Η κίνηση είναι ζωή, οι κριτικοί παλιόσκυλα, οι γκαλερίστες φραγκοφονιάδες και οι πλούσιοι αμόρφωτοι που αγοράζουν έργα τέχνης για να κάνουν επίδειξη στους γείτονες.

Αναρωτιέται κανείς αν ο πραγματικός Ρόθκο έλεγε τόσες κοινοτοπίες. Αν ο καλλιτέχνης που «άδειασε» πρώτος στην Ιστορία τον καμβά από καθετί περιττό αφήνοντας μονάχα αινιγματικά παραλληλόγραμμα έντονου χρώματος να αιωρούνται και να συνυπάρχουν σε έκσταση ή σε απειλή, σε αρμονία ή σε πόλεμο ταίριαζε τόσο στερεοτυπικά στην εικόνα που σκιαγραφεί εδώ ο συγγραφέας: εγωιστής, νάρκισσος, αλαζόνας, αδιάφορος για τους γύρω του, καταθλιπτικός, ψυχωτικός με τη δουλειά του. Οπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, δηλαδή.

Σίγουρα έχει τις στιγμές του. Στιγμές που γίνεται γοητευτικός και που το πάθος του αναβλύζει συγκινητικά: όταν π.χ. μιλάει για το «Κόκκινο εργαστήριο» του Ματίς, τον πίνακα που του άλλαξε τη ζωή, ή για την πρώτη φορά που είδε τον «Προσηλυτισμό του Αγίου Παύλου» του Καραβάτζιο να λάμπει μέσα στο σκοτάδι της Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο στη Ρώμη. Στιγμές που ανησυχεί για την τύχη των «παιδιών» του ή για τους «ανταγωνιστές» του, τον Στέλλα και τον Λίχτενστάιν, τη νέα γενιά που ζωγραφίζει κόμικς και κονσέρβες και θέλει να τον «δολοφονήσει». Και φυσικά το μεγάλο του άγχος, το ανυπέρβλητο: «Μόνο ένα πράγμα φοβάμαι στη ζωή, φίλε μου: ότι μια μέρα το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο» λέει στον Κεν, ο οποίος με το πέρασμα του χρόνου ξυπνάει και αρχίζει να έχει δικές του απόψεις για το νόημα της τέχνης.

Δεν είναι ότι ο Ρόθκο που σκιαγραφείται από τον συγγραφέα μοιάζει χάρτινος. Απλώς δεν αποδεικνύεται τόσο ενδιαφέρων όσο περιμέναμε. Προβλέψιμη ιδιοφυΐα(!) εγκλωβισμένη σε προβλέψιμο έργο: αφού ακούσουμε τα πάντα για τη σημασία των χρωμάτων και τις ποικιλίες του κόκκινου (κρασί, αίμα, τουλίπες) στη «διάλεξη» του πρώτου μέρους, φτάνουμε αισίως στο παλιομοδίτικο μελό μέντορα- μαθητή στο δεύτερο. Οπου το εξεγερμένο παιδί-για-όλες-τις-δουλειές δίνει αξέχαστο μάθημα ανθρωπιάς στον εγωπαθή τύραννο Ρόθκο, ο οποίος, δυο χρόνια τώρα, ποτέ δεν νοιάστηκε να μάθει ούτε καν πού μένει ο νεαρός που με τόσο μεράκι ανακατεύει τις μπογιές και του φέρνει κινέζικο από τη γωνία.

Τώρα έχοντας πει όλα αυτά τόση ώρα δεν έχουμε πει το πιο σημαντικό: ότι όσες αναλύσεις κι αν κάνουμε, όσο καλό ή κακό και αν αποφασίσουμε πως είναι το έργο, στην τελική δεν έχει και τόση σημασία όταν τον κεντρικό ήρωα υποδύεται ο Σταμάτης Φασουλής. Γιατί αυτό το γεγονός αυτομάτως τα αλλάζει όλα. Καταργεί τις προθέσεις, αλλοιώνει τα νοήματα, εκμηδενίζει τα ρίσκα, μετατρέπει τα παλλόμενα παραλληλόγραμμα σε φολκλόρ τοπία για φιλότεχνες κυρίες που έρχονται στο θέατρο ψάχνοντας αυτό ακριβώς που σιχαινόταν ο Ρόθκο, κάτι να ταιριάζει με τον καναπέ τους.

Ακόμη κι αυτές, όμως, αξίζουν ενδεχομένως καλύτερη μοίρα από τα ρουθουνίσματα, τα γλωσσοπεταρίσματα, την κλεισμένη φωνή και τη μενίρ παρουσία του πρωταγωνιστή, ο οποίος προσεγγίζει τον Ρόθκο με τον ίδιο τρόπο που προσεγγίζει όλους τους ρόλους. Δεν έχει καμία διαφορά και πιθανότατα δεν θα μπορούσε να έχει. Ο Φασουλής καταφέρνει το ακατόρθωτο: να κάνει τον Ρόθκο μανταμέ. Να τον πάει στο κομμωτήριο, να του βάλει ρόλεϊ, να του κάνει πιστολάκι και να τον ψεκάσει με μπόλικη λακ. Να τον κάνει κι αυτόν καλοχτενισμένη κυρία που ανάβει τα ειδικά τοποθετημένα φώτα στο σαλόνι (ή στην πλατεία του θεάτρου, όπως συμβαίνει στην παράσταση) για να επιδείξει χαρωπή τα νέα της αποκτήματα.

Οσο για τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, αυτός προσπαθεί από την ανάποδη: προκειμένου να γεμίσει το κενό ανεβάζει την ένταση στη διαπασών και γουρλώνει τα μάτια μέχρι τέρμα. Ζωντανεύουν λίγο τα πράγματα όταν θυμώνει, αλλά τι να το κάνεις… Η κάσκα του κομμωτηρίου έχει ήδη καταπιεί τα πάντα.

salome@tovima.gr