Στη Νότια Πίνδο ένα τουρνουά ποδοσφαίρου δίνει ζωή στα χωριά της περιοχής εδώ και 40 χρόνια

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος μας ταξιδεύει με το ντοκιμαντέρ του «Τα τέρματα του Αυγούστου» στο χωριό του, στην Πίνδο, εκεί που κάθε καλοκαίρι διοργανώνεται ένα πολύ ξεχωριστό και αναγκαίο τουρνουά ποδοσφαίρου.

Στη Νότια Πίνδο ένα τουρνουά ποδοσφαίρου δίνει ζωή στα χωριά της περιοχής εδώ και 40 χρόνια

Κάθε καλοκαίρι, στα ορεινά χωριά της νότιας Πίνδου, ένα αυτοσχέδιο τουρνουά ποδοσφαίρου, που διοργανώνεται από τη δεκαετία του ’80 με κόπο και μεράκι από την τοπική κοινότητα, αναζωογονεί τα χωριά και τους ανθρώπους της περιοχής. Η επεισοδιακή πορεία στο τουρνουά της ομάδας του Αρματολικού, που καταλήγει σε ένα μεγάλο τσακωμό ανάμεσα σε δύο χωριά, αποκαλύπτει τις πολλές αντιφάσεις της ντόπιας ανθρωπογεωγραφίας που κλείνει μέσα του το παραδοσιακό ελληνικό χωριό, μια πραγματικότητα που -παρά την έντονη αστικοποίηση της Ελλάδας και την ερήμωση της επαρχίας της- κρατάει ακόμα και πάλλεται ζωντανή.

Αυτό το πνεύμα της συλλογικής πολιτισμικής μνήμης παρατηρεί ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, πολύπειρος ντοκιμαντερίστας και άξιος κινηματογραφιστής τόσο μέσα από τα ντοκιμαντέρ του ( «Ο Μανάβης», «Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η Μεσοχώρα», «Υφάντρες») όσο και μέσα από τις ταινίες του («Ο Γιος του Φύλακα» και «Ντάνιελ ’16»), φτιάχνοντας ένα «καλειδοσκόπιο γεγονότων, συμβάντων και στιγμών από την καθημερινότητα του τόπου καταγωγής του στη Θεσσαλία. Στο επίκεντρο, το ποδόσφαιρο, παγκόσμια γλώσσα, αφορμή για επικούς τσακωμούς και ξέφρενους πανηγυρισμούς, σε μια ταινία που λειτουργεί «σαν πορτρέτο όχι απλώς ενός χωριού, αλλά της ανάμνησης μιας χώρας», όπως σημειώνεται από τους συντελεστές της ταινίας.

«Το γεγονός ότι το αυτοσχέδιο τουρνουά ποδοσφαίρου στη Νότια Πίνδο διοργανώνεται ανελλιπώς από τα τέλη της δεκαετίας του ’70/αρχές του ’80, δείχνει ότι απασχολεί τόσο τη νεολαία όσο και μεγαλύτερες ηλικίες».

«Το γεγονός ότι το αυτοσχέδιο τουρνουά ποδοσφαίρου στη Νότια Πίνδο διοργανώνεται ανελλιπώς από τα τέλη της δεκαετίας του ’70/αρχές του ’80, δείχνει ότι απασχολεί τόσο τη νεολαία όσο και μεγαλύτερες ηλικίες (όσοι τουλάχιστον αντέχουν ακόμα να παίζουν). Ως θεατής του τουρνουά εδώ και χρόνια, διαπίστωσα ότι είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι», μας λέει ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος.

Από το ντοκιμαντέρ «Τα τέρματα του Αυγούστου».

Όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ, το ποδόσφαιρο ήταν αναπόφευκτα η κατάλληλη επιλογή για να δημιουργηθεί η «πύλη» που χρειαζόταν για την αφήγηση της κοινότητας: «Το γεγονός ότι οι ομάδες παίζουν όχι για έναν σύλλογο, αλλά για το ίδιο το χωριό, προσδίδει στους αγώνες έναν διαφορετικό χαρακτήρα, αποκαλύπτοντας πολλά για τους νέους και τη σχέση τους με τον τόπο τους. Επιπλέον, ο αυτοσχεδιαστικός του χαρακτήρας απαιτεί ομαδικότητα και εθελοντική εργασία στη διοργάνωση. Όλα αυτά τα στοιχεία με οδήγησαν στη συνειδητοποίηση ότι σεναριακά, το τουρνουά μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει τον βασικό κορμό για να εστιάσω στο θέμα μου: αυτό που ονομάζουμε, το καλοκαίρι στο χωριό».

Από τη μοναξιά του χειμώνα στον εφήμερο μικρόκοσμο του καλοκαιριού, όταν το χωριό ανοίγει τις πόρτες του και παίρνει βαθιά ανάσα, ξαναγεμίζοντας από οικογένειες, παιδιά, μωρά και νέους που συμπορεύονται με τις παλιότερες γενιές (ο μεγαλύτερος κάτοικος του χωριού αγγίζει αισίως έναν αιώνα και παραπάνω ζωής), ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος κρατάει την κάμερα εντός κι εκτός γηπέδου, στα νοικοκυριά, στον δρόμο, στην εκκλησία και στις μαζώξεις, με το ορεινό τοπίο πάντα να δεσπόζει σε κάθε καταγραφή της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ Τα Τέρματα του Αυγούστου.

«Υπήρχαν δύο βασικές προκλήσεις», εξηγεί ο σκηνοθέτης όταν τον ρωτάμε για τις συνεντεύξεις που πήρε και την ανοχή των ντόπιων στην παρουσία της κάμερας. «Η πρώτη και βασικότερη ήταν να κερδίσω την εμπιστοσύνη των ανθρώπων του χωριού. Η εμπιστοσύνη του ανθρώπου μπροστά από την κάμερα προς αυτόν που είναι πίσω της είναι η βασική προϋπόθεση για ένα ντοκιμαντέρ. Χωρίς αυτήν, δεν υπάρχει το πιο ουσιαστικό κομμάτι: αλήθεια και ειλικρίνεια. Αυτό όμως αποδείχθηκε το πιο εύκολο. Οι συγχωριανοί μου, ακριβώς γιατί με γνωρίζουν, αισθάνθηκαν εμπιστοσύνη και έτσι «ανοίχτηκαν» απέναντι στην κάμερα. Αισθάνθηκαν δηλαδή ασφαλείς μαζί μου.  Η δεύτερη πρόκληση ήταν τεχνική. Το γύρισμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα προϋποθέτει αρκετές κάμερες και ειδικό εξοπλισμό. Αυτό το προσεγγίσαμε με σχεδόν αυτοσχέδιο τρόπο και επινοητικότητα. Νομίζω πως τα καταφέραμε.»

Καθώς έχει αναδείξει ξανά τη φυσιογνωμία και τις αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Πίνδου σε προηγούμενα ντοκιμαντέρ του, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος επιβεβαιώνει ότι «η σχέση των ανθρώπων με τον τόπο καταγωγής τους παραμένει ζωντανή και επιβεβαιώνεται με την καλοκαιρινή επιστροφή κάθε χρόνο».

«Τα τέρματα του Αυγούστου»

Όμως, αυτό που έχει αλλάξει δραματικά είναι το φυσικό περιβάλλον, αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών που πλήττουν το οικοσύστημα της περιοχής. Στα ντοκιμαντέρ του «Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά μου» (1997) και «Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η Μεσοχώρα» (2019) έχει καταγράψει πώς τα έργα και οι επεμβάσεις στον πανάρχαιο ποταμό επηρέασαν αρνητικά την περιοχή και την οικογένειά του. «Ανεύθυνες περιβαλλοντικές πολιτικές έχουν επιφέρει σημαντικά πλήγματα. Με λίγα λόγια, αυτά που έχουν συμβεί στον Αχελώο και στο φυσικό τοπίο τα τελευταία 30-40 χρόνια, δεν έχουν συμβεί ποτέ στις χιλιετίες της ύπαρξής του ως ποτάμι. Αυτή η πληγή στο τοπίο επηρέασε αναπόφευκτα τη σκηνοθετική μου ματιά, καθώς το φυσικό στοιχείο γίνεται τώρα και στοιχείο απώλειας», σημειώνει ο ίδιος.

«Ναι, σήμερα παρατηρείται μια τάση ανάμεσα στους νέους για επιστροφή στην ύπαιθρο, κι αυτό είναι πολύ αισιόδοξο».

Εστιάζοντας στο θετικό στοιχείο της ανθρωποκεντρικής ματιάς του ντοκιμαντέρ και του ποδοσφαιρόφιλου ενθουσιασμού του που θυμίζει επεισοδιακό πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής, είναι τα νιάτα και η αγάπη για τη συνέχεια της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου που δίνει ελπίδα για το μέλλον: «Ναι, σήμερα παρατηρείται μια τάση ανάμεσα στους νέους για επιστροφή στην ύπαιθρο, κι αυτό είναι πολύ αισιόδοξο. Υπάρχουν συλλογικότητες, όπως τα Ψηλά Βουνά για παράδειγμα, που προσπαθούν να οργανωθούν και προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια σε ανθρώπους που θέλουν να επιστρέψουν στο χωριό, αλλά χρειάζονται καθοδήγηση.

Τα Τέρματα του Αυγούστου

Εννοείται πως σ’ όλα αυτά δεν υπάρχει ουσιαστική, προγραμματισμένη βοήθεια από το κράτος», παρατηρεί ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος. «Το πρόβλημα της ερήμωσης και της επανακατοίκησης της υπαίθρου είναι σύνθετο και απαιτεί τολμηρές λύσεις και μακρόπνοο σχεδιασμό – πράγματα που οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν καταφέρνουν πολύ καλά. Πιστεύω πως αν μπορεί να αλλάξει αυτή η αποκαρδιωτική εικόνα της ελληνικής υπαίθρου, αυτή θα έρθει από τα κάτω».

Ας δούμε τον «τόπο καταγωγής» ως το πιθανό αντίβαρο στην τρομερή αστυφιλία της εποχής. Ποιο μήνυμα ή συναίσθημα να κρατήσουν οι θεατές, είναι το απλό, δικό μας ερώτημα στον σκηνοθέτη. «Θα ήμουν ευτυχής αν οι θεατές, βλέποντας την ταινία, βίωναν συναισθήματα· δηλαδή να συγκινούνταν, να γελούσαν, να εκπλήσσονταν ευχάριστα. Επιπλέον, θα ήθελα να ξανασκεφτούν την ταινία, να μην την ξεχάσουν, και να είναι η αφορμή να αναζωπυρωθεί η φλόγα και η αγάπη τους, για τον δικό τους τόπο καταγωγής», απαντά.

INFO Τα «Τέρματα του Αυγούστου», μετά τις προβολές τους σε Θεσσαλονίκη (15/10), Τρίκαλα (από 16/10) και Λάρισα (17/10), συνεχίζουν το κινηματογραφικό τους ταξίδι στην Αθήνα μέσα από το CineDoc. Από 23 Οκτωβρίου μέχρι 6 Νοεμβρίου, προβάλλονται στον κινηματογράφο Δαναό, ενώ στις 8 και 9 Νοεμβρίου θα προβληθούν στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Μέσα στο επόμενο διάστημα, θα πραγματοποιηθούν επιπλέον προβολές σε όλη την Ελλάδα, μέσα από το δίκτυο του CineDoc.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version