Σε ανακοινώσεις με στόχο την ενίσχυση των δεσμών και της συνεργασίας με τις ΗΠΑ και τον Ντόναλντ Τραμπ, σε διμερές όμως επίπεδο και σε εντελώς διαφορετικό πεδίο από αυτό της Ουκρανίας, προχώρησε προ ολίγου ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν.

Πιο συγκεκριμένα θέλοντας να κάνει επίδειξη ισχύος από τη μια, αλλά και από την άλλη να αλλάξει το κλίμα που διαμορφώνεται εναντίον όσον αφορά στην συνεχή καθυστέρηση που επιβάλλει στην διευθέτηση του πολέμου της Ουκρανίας, ο πρόεδρος της Ρωσίας, υποστήριξε πως: «Η Ρωσία είναι έτοιμη να τηρήσει τη Συνθήκη New START για έναν χρόνο μετά τη λήξη της τον Φεβρουάριο του 2026, υπό την προϋπόθεση ότι οι ΗΠΑ θα κάνουν το ίδιο. Η πλήρης απόρριψη της New START θα ήταν λάθος».

Ο Πούτιν βάζει μπροστά τα πυρηνικά

Το «άνοιγμα» προς τον Τραμπ για μια συνεννόηση μεταξύ «πυρηνικών δυνάμεων» που επιχείρησε εκ νέου ο Πούτιν γίνεται καλύτερα ξεκάθαρο από τις υπόλοιπες δηλώσεις του στις οποίες ανέφερε ότι: «Η εφαρμογή της Συνθήκης New START ανεστάλη λόγω της εχθρικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν και η άρνηση της τήρησης του μορατόριουμ στην ανάπτυξη πυραύλων μεσαίου και μικρού βεληνεκούς ήταν μια απόφαση που μας επιβλήθηκε». Σύμφωνα με τον Πούτιν: «Όλο το σύστημα των ρωσοαμερικανικών σχέσεων όσον αφορά στον έλεγχο των εξοπλισμών έχει καταστραφεί, όμως δεν είναι η Ρωσία που ενδιαφέρεται για μια κούρσα εξοπλισμών, αλλά η Δύση προσπαθεί να υπονομεύσει την παγκόσμια ισότητα και να επιτύχει απόλυτη και συντριπτική υπεροχή».

Η Νέα Συνθήκη για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων, ή New START, η οποία περιορίζει τον αριθμό των στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών που μπορούν να αναπτύξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία, καθώς και την ανάπτυξη βομβαρδιστικών, υποβρυχίων και χερσαίων συστημάτων εκτόξευσης τους, πρόκειται να λήξει στις 5 Φεβρουαρίου 2026.

Η συνθήκη New START υπεγράφη το 2010 από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και τον Ρώσο ομόλογό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ και ορίζει το ανώτατο όριο στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών που μπορούν να αναπτύξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία. Πιο συγκεκριμένα η συνθήκη από την οποία η Ρωσία ουσιαστικά έχει ουσιαστικά αποσυρθεί προβλέπει ότι το ανώτατο όριο για κάθε πλευρά είναι 1.550 πυρηνικές κεφαλές, αριθμός που αντιστοιχεί σε μείωση κατά 30% σε σχέση με το όριο που προέβλεπε η προηγούμενη συνθήκη του 2002. Η Ρωσία είχε ουσιαστικά αποσυρθεί λίγο μετά την εισβολή της στην Ουκρανία.