Η πρόταση του Πρωθυπουργού κ . Μητσοτάκη να προτείνει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας το σημερινό Πρόεδρο της Βουλής κ. Τασούλα είναι κατά τη γνώμη μου ατυχής.
Αυτό βεβαίως δε σημαίνει καθόλου, ότι ο κ. Τασούλας δεν είναι ένας ευπρεπής άνθρωπος.
Ωστόσο, προηγουμένως θα επιθυμούσα να κάνω μια παρατήρηση για την απερχόμενη Πρόεδρο , δηλαδή την κ. Σακελλαροπούλου. Δεν νομίζω ότι έκανε κάποια εντελώς αρνητική επιλογή (ώστε να αμαυρωθεί η Προεδρική της θητεία).
Παρόλα αυτά η κ. Σακελλαροπούλου σιώπησε ανεξήγητα-κατά την αξιολογική μου κρίση- σε μια νευραλγική υπόθεση η οποία αποδυνάμωσε καταλυτικά το κράτος Δικαίου στην Ελλάδα. Στην υπόθεση των υποκλοπών.
Όταν παραβιάζεται το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών (με άλλα λόγια το να μιλάμε ελέυθερα και χωρίς φόβο), τότε είναι απαραίτητο να αντιδρούμε όλοι , γιατί κανείς δεν επιθυμεί το «μειλίχιο τέρας» που βρίσκεται πίσω από την εκάστοτε κρατική ή κυβερνητική εξουσίας να παρακολουθεί τους πάντες.
Τώρα, σε τι ενοχλεί η επιλογή του κ. Τασούλα ως υποψήφιου για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα.
Και ο Περικλής στον Επιτάφιο και ο Αβραάμ Λίνκολν στην ομιλία του στο Γκέτισμπεργκ είχαν τονίσει , ότι στα ανώτατα αξιώματα είναι απαραίτητο να πηγαίνουν όσοι επιδεικνύουν αρετή και υπηρετούν τον παιδευτικό ρόλο της καλής Πολιτείας («Sandel M,, Justice- What is the Right Thing to Do»).
Όμως δεν νομίζω, ότι μπορεί να φέρει σε πέρας αυτή την ύψιστη αποστολή μια προσωπικότητα η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη επί δεκαετίες με ένα συγκεκριμένο κόμμα .
Υπό την έννοια αυτή η υποψηφιότητα του κ. Τασούλα σίγουρα δεν είναι ενοποιητική, με άλλα λόγια δεν ενώνει τους Έλληνες (όπως εσφαλμένα υποστήριξε ο Πρωθυπουργός στο διάγγελμά του).
Έπειτα υπάρχει και κάτι άλλο . Στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας αναμέναμε ή προσδοκούσαμε όλοι ένα πρόσωπο το οποίο δεν θα είχε ταυτιστεί ολοκληρωτικά με το κομματικό σύστημα.
Αυτό το μέγεθος είχε (και έχει) μεγάλη σημασία, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η πολιτική -ιδιαίτερα μετά την μεταπολίτευση- ασκούνταν με ένα «άγριο φροϋδικό πάθος».
Κάτι που εντάθηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης , αφού λόγω και της έκπτωσης των αξιών, όλες σχεδόν οι πολιτικές αντιπαραθέσεις , αλλά και οι συζητήσεις μεταξύ των πολιτών ήταν στην κυριολεξία «δηλητηριασμένες».
Και τούτο, γιατί στο πρόσωπο του συνομιλητή μας (είτε πολίτη είτε πολιτικού ) βλέπαμε ένα αντίπαλο , ο οποίος έπρεπε να εκμηδενιστεί!
Επομένως, για την Προεδρία της Δημοκρατίας θα περιμέναμε ένα πρόσωπο το οποίο θα συνιστούμε την υπέρβαση του κομματικού πολιτισμού και θα υπηρετούσε τη φιλοσοφία «του μέτρου και της μετριοπάθειας» ( δηλαδή των μεγεθών εκείνων τα οποία πρέπει επιτέλους να πρυτανεύσουν κάποτε στο δημόσιο γίγνεσθαι της χώρας μας).
Δεν νομίζω, κατά συνέπεια, ότι η υποψηφιότητα του κ. Τασούλα είναι απαλλαγμένη από «το δηλητήριο της «κομματικής πολιτικής». Μάλλον συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Επιβεβαιωτικό γεγονός αυτής της προσέγγισης είναι ότι -και αυτός- -δεν «είπε» ούτε μια λέξη για την υπόθεση των μαζικών και ύποπτων παρακολουθήσεων των τηλεφώνων πολίτικών αρχηγών, ανώτατων στρατιωτικών αξιωματούχων και άλλων.
Βεβαίως, ο κ. Τασούλας έχει μια ποιότητα στην εκφορά του δημόσιου λόγου του (μέγεθος το οποίο είναι βεβαίως σημαντικό) , αλλά δεν νομίζω ότι αρκεί για να υποστηρίξει σοβαρά την υποψηφιότητά του για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Τέλος, θα ήθελα να διατυπώσω και την ακόλουθη παρατήρηση;
Ο πρωθυπουργός πρότεινε για το μέλλον (και στο πλαίσιο της ερχόμενης συνταγματικής αναθεώρησης ) η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας να είναι μία και εξαετής.
Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι το δομικό πρόβλημα, σε ότι αφορά τη λειτουργία του προκείμενου αξιώματος . Κατά τη γνώμη μου θα άξιζε, ίσως, να διαβουλευθούμε για το εάν θα έπρεπε το πρόσωπο που θα υπηρετεί αυτό το θεσμό, να εκλέγεται απευθείας από το λαό .
Βεβαίως, πολλοί μπορεί να διαφωνούν με αυτή την πρόταση, αλλά πιστεύω ότι κατά τον τρόπο τούτο θα ανέρχονται στο ύπατο αξίωμα του Πολιτεύματος και προσωπικότητες, οι οποίες δεν προέρχονται από ένα κλειστό ή εντελώς ασφυκτικό κομματικό σύστημα.
Ίσως η πρόταση τούτη να μας δώσει μάλιστα τη δυνατότητα να σκεφθούμε -στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης- και μια λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας (χωρίς πάντως η μη εκλογή του με διευρυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία να οδηγεί στην προκήρυξη εκλογών, όπως γινόταν παλαιότερα).
Έτσι, θα αποδυναμωθεί και το ισχυρό πρωθυπουργικό σύστημα που επικρατεί στον τόπο μας, όπου ο εκάστοτε Πρωθυπουργός λειτουργεί περίπου κατά το πρότυπο του Ηγεμόνα που είχε περιγράψει ο Μακιαβέλι.
Το συμπέρασμα; Η υποψηφιότητα του κ. Τασούλα είναι ατυχής, γιατί ενισχύει ένα « σκληρό κομματικό πολιτισμό» που διαβρώνει τα πάντα στην Ελλάδα.
Καλφέλης Γρηγόρης, Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.