Η μόδα τα τελευταία (όχι λίγα) χρόνια βρίσκεται αντιμέτωπη με την μεγαλύτερη πρόκληση και, ταυτόχρονα, ευκαιρία στη σύγχρονη ιστορία της: την βιωσιμότητα. Ο κώδωνας του κινδύνου έχει χτυπήσει εδώ και πολύ καιρό και είναι πια κοινό μυστικό, η βιομηχανία της ένδυσης και της υπόδησης είναι από τους μεγαλύτερους ρυπογόνους παράγοντες παγκοσμίως.

Δυστυχώς για εκείνη, στην εποχή της ταχύτητας έγινε το κατεξοχήν σύμβολο της καταναλωτικής κουλτούρας. Η επέλαση της λεγόμενης γρήγορης μόδας (fast fashion) που χαρακτηρίζεται από την ταχεία παραγωγή και διάθεση φθηνών ενδυμάτων που προορίζονται για βραχεία χρήση και λίαν συντόμως ακάματο σουτ στον κάδο των αχρήστων, μπορεί μεν να έχει καταστήσει την αγορά ρούχων κι αξεσουάρ πιο προσιτή σε ένα ευρύτερο φάσμα καταναλωτών, μας έχει φέρει αντιμέτωπους δε με αδιανόητες περιβαλλοντικές και όχι μόνο προκλήσεις.

Εδώ και καιρό, λοιπόν, η βιομηχανία της μόδας βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, αντιμέτωπη με την επιλογή μεταξύ διαιώνισης του status quo ή υιοθέτησης ενός πιο βιώσιμου και ηθικού μέλλοντος. Οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον κλάδο καλούνται να πάρουν θέση. Και κάποιοι ήδη το κάνουν.

Αναζητήσαμε ελληνικά brands που κάνουν τη διαφορά· που δεν καπηλεύονται τον όρο βιωσιμότητα αλλά έχουν αρχές και όραμα για το παρόν και το μέλλον της μόδας και τα κάνουν πράξη. Δίνοντας προτεραιότητα στο περιβάλλον, στα εργασιακά δικαιώματα, στην κυκλική οικονομία, οι άνθρωποι πίσω από αυτά τα brands βάζουν ήδη τις βάσεις για τη δημιουργία μίας βιομηχανίας μόδας που όχι μόνο θα εμπνέει τη δημιουργικότητα και την έκφραση, αλλά και θα λειτουργεί ως δύναμη θετικής αλλαγής στον κόσμο. Ας τους γνωρίσουμε…

Christiana Vardakou 

Η Χριστιάνα Βαρδάκου (κέντρο) με τις συνεργάτιδες της Ματίλντα Πιζάντε (αριστερά) και Βιολέτα Κότση (δεξιά) και, φυσικά, τον Ίτο, που στα Ιαπωνικά θα πει «νήμα».

Περνώντας το κατώφλι του ατελιέ της Χριστιάνας Βαρδάκου, ο χρόνος διαστέλλεται και αποκτά άλλη αξία. Υπέρμαχοι των αργών ρυθμών και της βιωσιμότητας στη μόδα, η Χριστιάνα και οι συνεργάτιδες της Ματίλντα Πιζάντε και Βιολέτα Κότση δημιουργούν τα πάντα από το μηδέν εδώ ακριβώς, σε αυτό το φωτεινό στούντιο στο Ν. Ψυχικό.

Όλα είναι βιώσιμα. Οι πρώτες ύλες – μετάξι από το Σουφλί, λινό και βαμβάκι από την Τρίπολη, νήμα από μαλλί από τα Ζαγοροχώρια – βάφονται στην κουζίνα του ατελιέ με φυσικά χρώματα από λουλούδια, βότανα, καρπούς και ό,τι άλλο δίνει απλόχερα η γη. Στη συνέχεια, όλα τα κομμάτια του brand, από τα λευκά είδη μέχρι τα υπέροχα φορέματα, σχεδιάζονται ξεχωριστά και ολοκληρώνονται στο χέρι.

Το ατελιέ λειτουργεί εδώ και δύο χρόνια, όμως η αγάπη της Χριστιάνας Βαρδάκου για την βιώσιμη μόδα ξεκινά πριν από μια δεκαετία. «Το 2014, πήγα στην Αγγλία για σπουδές στον σχεδιασμό. Τον πρώτο χρόνο δοκίμασα λίγο απ’ όλα: ζωγραφική, φωτογραφία, γλυπτική, αρχιτεκτονική, υφάσματα, τα οποία και επέλεξα γιατί δεν ήθελα να πάρω αποφάσεις. Μου άρεσε το γεγονός ότι θα μπορούσα να δημιουργήσω από προϊόντα μόδας μέχρι έργα τέχνης και είδη εσωτερικών χώρων» λέει η νεαρή δημιουργός μιλώντας στο Βήμα.

«Με αφορμή ένα πρότζεκτ για τη βιωσιμότητα στο δεύτερο έτος των σπουδών μου, άρχισα να πειραματίζομαι με φυτικές βαφές, χρησιμοποιώντας λουλούδια από έναν μικρό κήπο που είχα, φλούδες από ρόδια, κρεμμύδια και ό,τι άλλο έβρισκα στην κουζίνα», συνεχίζει. «Ξεκίνησα να φτιάχνω ένα βιβλίο για το πώς μπορεί να ξεκινήσει κανείς να βάφει στο σπίτι του, το οποίο είναι όλο χειροποίητο και ακόμα και σήμερα το έχουμε εδώ στο εργαστήριο σαν οδηγό».

Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Λονδίνο, αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στην Νοτιοανατολική Ασία προκειμένου να μάθει περισσότερα για τις παραδοσιακές τεχνικές κλωστοϋφαντουργίας. Επισκέφθηκε συνολικά επτά χώρες μέσα τέσσερις μήνες και έκανε δεκάδες σεμινάρια. «Ήταν φανταστική εμπειρία και έμαθα πάρα πολλά εκεί. Μετά από αυτό το ταξίδι δεν ένιωθα ότι μπορούσα να γυρίσω στο Λονδίνο κι έτσι επέστρεψα στην Αθήνα αποφασισμένη να αρχίσω την δική μου επιχείρηση» θυμάται η Χριστιάνα.

Έτσι γεννήθηκε το brand το 2019 και σύντομα ήρθε η πρώτη μεγάλη παραγγελία από το  Μουσείο Μπενάκη. Από εκεί τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Συστάθηκε μία ομάδα, γεννήθηκε το ατελιέ και σήμερα το brand έχει τις δικές του συλλογές ρούχων από λινά και μεταξωτά υφάσματα, και όλα τα κομμάτια είναι μοναδικά. Αυτό είναι κάτι που πολλοί από τους πελάτες εκτιμούν ιδιαίτερα γιατί το ρούχο έρχεται με την ολόδικη του ιστορία· μια ιστορία που γίνεται κομμάτι της δικής τους στη συνέχεια, αφού μιλάμε για προϊόντα διαχρονικά πέρα από εφήμερες μόδες.

Στο πλαίσιο της ανάδειξης όχι μόνο της συνειδητής κατανάλωσης αλλά και των παραδοσιακών βιώσιμων τεχνικών κλωστοϋφαντουργίας, η Χριστιάνα Βαρδάκου, επιπλέον, κάνει πολύ συχνά σεμινάρια όπου μοιράζεται τις γνώσεις της επειδή, όπως λέει, έτσι έμαθε κι εκείνη. «Το θεωρώ τρομερά σημαντικό», λέει και το τονίζει, «γιατί ζούμε σε μια χώρα που πολλές από τις παραδοσιακές τέχνες όπως αυτή του αργαλειού πεθαίνουν. Όλη αυτή η γνώση χάνεται. Γι’ αυτό και κάνω αυτά τα σεμινάρια. Συνεργάζομαι και με σχολεία όπου μιλάω για τη βιωσιμότητα. Όταν, δε, έρχονται παιδάκια στο ατελιέ και βλέπουν τους αργαλειούς και μαθαίνουν πως μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο όταν μεγαλώσεις, παθαίνουν σοκ».

Ω Να Shoe

Ο Πάνος Σκούρας μπορεί να κάνει τα αγαπημένα σου sneakers σαν καινούρια.

Προτού πετάξεις ένα ζευγάρι sneakers που θεωρείς πως έκανε τον κύκλο του και να επιβαρύνεις έτσι λίγο ακόμα τον πλανήτη, ίσως αξίζει να επισκεφθείς το «Ω Να Shoe». Γιατί πολύ συχνά οι κατακίτρινες σόλες των κάποτε ολόλευκων αθλητικών σου που εσύ κοιτάς με απελπισία, μπορούν στα χέρια του Πάνου Σκούρα να γίνουν ξανά σαν καινούριες.

Η έμπνευση γεννήθηκε πριν από δύο χρόνια. Ο Πάνος εργαζόταν για χρόνια στην εστίαση και τα παπούτσια του ήταν μονίμως μες στους καφέδες και τα σιρόπια. «Δεν άντεχα άλλο αυτή την κατάσταση, με είχε κουράσει» λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά μιλώντας στο Βήμα. «Κι ένα βράδυ, εντελώς τυχαία, ανακάλυψα στο ίντερνετ κάτι ωραία βίντεο ανθρώπων που έδιναν νέα ζωή σε παλιά sneakers. Είπα να το δοκιμάσω και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα».

Ακολούθησε έρευνα, πειραματισμός σε ταλαιπωρημένα παπούτσια δικά του και των οικείων του, ψάξιμο γενικότερα γύρω από την κουλτούρα της βιωσιμότητας και του upcycle. Άρχισε να του αρέσει η ενασχόληση και η όλη φιλοσοφία που κρυβόταν από πίσω. Συνειδητοποίησε πως κανείς δεν παρείχε αυτήν ακριβώς την υπηρεσία επαγγελματικά στην Ελλάδα και άδραξε την ευκαιρία.

Συνοδοιπόρος σε όλο αυτό είναι από την αρχή η σύντροφος του, Τόνια. «Όταν της είπα την ιδέα μου για πρώτη φορά, την λάτρεψε αμέσως και μάλιστα την εξέλιξε, την έστειλε αλλού», λέει ο ίδιος. Όταν πια είχαν μια ολοκληρωμένη επιχειρηματική ιδέα, άρχισαν να αναζητούν την επωνυμία του brand, το οποίο τελικά γεννήθηκε από την αγάπη και την κλίση του Πάνου στα λογοπαίγνια. «Όταν είπα πως θέλω το όνομα να έχει την λέξη “shoe” μέσα, η φράση “Ω Να Shoe” μου ήρθε αστραπιαία», θυμάται.

Το όνομα του brand πάνω κάτω περιγράφει και την πιο συνηθισμένη αντίδραση όταν βλέπει κανείς για πρώτη φορά τι μαγικά μπορεί να κάνει ο Πάνος με ένα θεωρητικά ξεγραμμένο ζευγάρι παπούτσια. Και μάλιστα, χρησιμοποιώντας προϊόντα καθαρισμού που είναι κατά 98% οργανικά. «Προς το παρόν χρησιμοποιούμε προϊόντα καθαρισμού από άλλες εταιρίες. Όμως, είμαστε ήδη σε διαδικασία για να λανσάρουμε τη δική μας σειρά προϊόντων, τα οποία θα είναι 100% οργανικά. Είναι κάτι το οποίο έχουμε ήδη καταφέρει και ελπίζουμε ότι σύντομα θα βγει στην αγορά», λέει όλο ενθουσιασμό.

Σίγουρα όλα τα αντικείμενα κάποια στιγμή φθείρονται. Όμως, τις περισσότερες φορές πολλά από αυτά που καθημερινά καταλήγουν στις χωματερές δεν έχουν φτάσει στο τέλος της ζωής τους και θα μπορούσαν με την κατάλληλη διαχείριση να χρησιμοποιηθούν για πολύ καιρό ακόμη. Τα αθλητικά παπούτσια είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αφού, όπως λέει ο Πάνος, με την κατάλληλη περιποίηση, τα παπούτσια μπορούν να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, μειώνοντας την ανάγκη για νέες αγορές, την παραγωγή νέων προϊόντων και άρα την περαιτέρω κατασπατάληση πόρων.

Apiliotis Jewellery

Η Κατερίνα Παπαστεργίου (αριστερά) και η Μαρία Παναγοπούλου βρίσκονται πίσω από τα κοσμήματα Apiliotis που φτιάχνονται από 100% ανακυκλωμένο ασήμι.

Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια κι ενώ έμενε ακόμα στην Αγγλία, η Κατερίνα Παπαστεργίου είδε στην καραντίνα του 2020 μια ευκαιρία να ασχοληθεί με κάτι που πάντοτε αγαπούσε πολύ: το κόσμημα. Τότε ήταν που ξεκίνησε να σχεδιάζει τα πρώτα της κοσμήματα και σιγά σιγά να πειραματίζεται και με την κατασκευή τους.

Παράλληλα, είχε ήδη αρχίσει να υιοθετεί έναν τρόπο ζωής που να έχει το μικρότερο δυνατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Γι’ αυτό και από την αρχή αναζήτησε τρόπους έτσι ώστε και οι δημιουργίες της να μην επιβαρύνουν τον πλανήτη και ανακάλυψε πως, όσον αφορά το κόσμημα από μέταλλο, το ανακυκλωμένο ασήμι είναι μια βιώσιμη επιλογή. Οπότε και άρχισε να δουλεύει αποκλειστικά με αυτό.

Αυτοδίδακτη αρχικά, η Κατερίνα, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, πήγε σε σχολή χειροποίητου κοσμήματος, ενώ το 2022 γνώρισε την Μαρία Παναγοπούλου που έμελλε να γίνει η πιο στενή της συνεργάτης. «Είναι τρομερό το πόσο κοντά μας έφερε το κόσμημα. Πλέον είμαστε πέρα από συνεργάτιδες και πολύ καλές φίλες» λέει η Μαρία μιλώντας στο Βήμα. Σήμερα, το brand μετρά συνολικά τρία χρόνια ζωής, αξιοσημείωτες συνεργασίες και ένα πιστό κοινό που αγαπά τα κοσμήματά τους και όλη τη φιλοσοφία που τα συνοδεύει.

Τα Apiliotis Jewellery δεν είναι μόνο από 100% ανακυκλωμένο και πιστοποιημένο ασήμι, το οποίο έχει συλλεχθεί με ηθικό τρόπο, αλλά, επιπλέον, η παραγωγή τους γίνεται μόνο κατόπιν παραγγελίας έτσι ώστε να είναι όσο πιο βιώσιμη γίνεται. Τα κομμάτια κάθε κολεξιόν είναι διαχρονικά, ποιοτικά, σχεδιασμένα να γίνουν κομμάτι όχι μόνο του προσωπικού μας στυλ αλλά και των εμπειριών και των αναμνήσεων μας.

Η Κατερίνα και η Μαρία άλλωστε πιστεύουν ακράδαντα πως το κάθε κόσμημα είναι μοναδικό, φέρει μια ιστορία, μας συντροφεύει σε όλη μας τη ζωή. Γίνεται μέρος της προσωπικότητας εκείνου ή εκείνης που το φορά και μπορεί να περνά από γενιά σε γενιά, να φοριέται ξανά και ξανά, να κερδίζει ολοένα αξία και, μάλιστα, ουσιαστική.

«Είναι ωραίο νομίζω να καταναλώνει κανείς με γνώμονα τη διάρκεια», συνεχίζει η Μαρία. «Σε έναν κόσμο που οι τάσεις ξεθωριάζουν τόσο γρήγορα όσο εμφανίζονται, η πραγματική ουσία της μόδας συχνά χάνεται μέσα στο θόρυβο. Πετάμε με πολύ μεγάλη ευκολία, διαιωνίζοντας έναν κύκλο μη βιώσιμης κατανάλωσης. Αλλά μάλλον είναι η ώρα να αλλάξουμε οπτική, να αρχίσουμε να προτιμούμε την ποιότητα αντί για την ποσότητα, να επιλέγουμε κομμάτια που αντανακλούν την προσωπικότητα και τις αξίες μας και να επανεκτιμήσουμε την τέχνη και τη δεξιοτεχνία πίσω από κάθε τι».

3QUARTERS

Πίσω από το εξαιρετικά καινοτόμο και βιώσιμο brand 3QUARTERS βρίσκονται δύο αδέλφια, η Γαρυφαλιά Πιτσάκη και ο Γιάννης Πιτσάκης.

Πίσω στο όχι και τόσο μακρινό 2015, εν μέσω κρίσης, η Γαρυφαλιά Πιτσάκη και ο αδερφός της, Γιάννης, αποφάσισαν να πάρουν ένα μεγάλο ρίσκο: να επιστρέψουν στην Ελλάδα από την οποία έλειπαν για χρόνια και να ανοίξουν την δική τους επιχείρηση. Όχι όμως μια οποιαδήποτε επιχείρηση, αλλά μία που να ενσωματώνει την αγάπη τους για το περιβάλλον, τις τέχνες, τη μόδα, τη ζωή στην πόλη της Αθήνας, το ντιζάιν και, κυρίως, τις αρχές της κυκλικής οικονομίας.

«Η αρχική ιδέα ήταν του Γιάννη, ο οποίος ουσιαστικά θέλησε να λύσει ένα πρόβλημα της Αθήνας», λέει μιλώντας στο Βήμα η Γαρυφαλιά Πιτσάκη. Το εν λόγω πρόβλημα ήταν το εξής: τι γίνεται με τα υφάσματα που δεν ξέρουμε ή δεν παρατηρούμε ότι υπάρχουν; Πιο συγκεκριμένα, τι γίνεται με τα τεντόπανα που σωρεύονται αχρησιμοποίητα σε αποθήκες για χρόνια; Γιατί τόσο ήδη παραχθέν υλικό να πηγαίνει χαμένο;

«Ιδιαίτερα τότε, στην περίοδο της κρίσης, οι περισσότεροι τεντάδες δεν είχαν δουλειά και δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν το παλιό τους στοκ, το οποίο αναγκαστικά κρατούσαν για μπαλώματα. Μην κοιτάς σήμερα που αλλάζουμε τέντα με τέτοια ευκολία. Το 2015, οι τεντάδες πραγματικά δεν ήξεραν από πού να έχουν εισόδημα» αφηγείται η Γαρυφαλιά.

«Ο Γιάννης τότε σκέφτηκε ότι εφόσον αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αλλά είναι μεν καινούρια, γιατί να πεταχτούν; Θα μπορούσαν να ξαναμπούν στον κύκλο της βιομηχανικής παραγωγής, να αποφέρουν ένα εισόδημα στην τοπική κοινωνία και να μετατραπούν σε ένα ολοκαίνουριο προϊόν με τελείως άλλη χρήση. Και κάπου εκεί μπήκα εγώ και η κοινή μας αγάπη για το ντιζάιν – βέβαια, σε άλλου είδους κλίμακα γιατί εγώ είμαι αρχιτέκτονας και εκείνος web developer – μας οδήγησε στο να δημιουργήσουμε ένα προϊόν που να είναι φορέσιμο» θυμάται.

Κάπως έτσι γεννήθηκε η 3QUARTERS. Το τεντόπανο αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο υλικό για να δουλέψει κανείς με αυτό, ωστόσο και πολύ ανθεκτικό. Το πρώτο τους προϊόν και πλέον best seller ήταν μια δική τους εκδοχή του σύγχρονου αστικού σακιδίου πλάτης. «Ξεκινήσαμε από το backpack γιατί αυτό χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας και εγώ και ο Γιάννης. Και μετά, ανάλογα με το τι χρησιμοποιούσαμε εμείς προέκυψαν και τα υπόλοιπα. Μέσα από την εμπειρία. Το lunch bag, δηλαδή ήταν το δεύτερο προϊόν που σχεδιάσαμε και το εμπνευστήκαμε γιατί οι ίδιοι φέρναμε φαγητό από το σπίτι» εξηγεί η Γαρυφαλιά.

Σχεδόν μια δεκαετία μετά, συνεχίζουν να δουλεύουν με ρετάλια από τεντόπανα καθώς, όπως λέει η ίδια, «δυστυχώς, συνεχίζουμε να βλέπουμε με καταναλωτικό τρόπο ακόμα και τα σπίτια μας κι αλλάζουμε πολύ συχνά τέντες», όμως πλέον έχουν επεκταθεί και σε άλλα υλικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πιο πρόσφατη συνεργασία τους με το ΕΜΣΤ, στα πλαίσια της οποίας δημιούργησαν τσάντες από τα banner προηγούμενων εκθέσεων του μουσείου που διαφορετικά ο κύκλος ζωής τους θα έκλεινε εκεί. Όμως, η Γαρυφαλιά και ο Γιάννης δεν πιστεύουν στο κλείσιμο του κύκλου τόσο γρήγορα. Για εκείνους, βιωσιμότητα σημαίνει κυκλικότητα.

2WO+1NE=2

Η Στέλλα Παναγοπούλου και η Βαλίσια Γκότση ίδρυσαν το brand ηθικής και βιώσιμης μόδας 2WO+1NE=2 το 2017.

Κάθε νέα συλλογή και ένα ταξίδι· κάθε προορισμός και έμπνευση. Η Βαλίσια Γκότση και η Στέλλα Παναγοπούλου λατρεύουν τη μόδα αλλά όχι περισσότερο από τον σουρεαλισμό, το σινεμά, τη μουσική, τη γλυπτική, τις τέχνες γενικότερα, τις παλιές παραδοσιακές τεχνικές, την νομαδική κουλτούρα, την βιωσιμότητα, τον μινιμαλισμό. Όλα αυτά είναι που τις έφεραν κοντά ήδη πολύ πριν αποφασίσουν να δημιουργήσουν το δικό τους brand, όταν πρωτογνωρίστηκαν στη σχολή όπου σπούδασαν σχέδιο μόδας.

«Ήδη από την αρχή υπήρχε μεταξύ μας ένας αλληλοθαυμασμός και ταίριαζε πολύ η αισθητικής μας» λέει μιλώντας στο Βήμα η Στέλλα. «Αφού, λοιπόν, δουλέψαμε για λίγα χρόνια σε άλλους σχεδιαστές και συλλέξαμε εμπειρία, είπαμε το 2017 να βάλουμε μπροστά το δικό μας brand. Γνωρίζαμε εξαρχής πως θέλαμε τα ρούχα μας να είναι βιώσιμα, διαχρονικά, φτιαγμένα με υψηλής ποιότητας φιλικά προς το περιβάλλον υφάσματα».

Δουλεύουν με οργανικό λινό, 100% βιολογικό και πιστοποιημένο βαμβάκι, tencel, ύφασμα νέας τεχνολογίας με ιδιαίτερα χαμηλές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του. Αλλά αγαπούν ιδιαίτερα και το οργανικό μαλλί που, αν και δεν είναι vegan, είναι τρομερά ανθεκτικό, έχει την μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, δεν απαιτεί συχνά πλυσίματα, εξοικονομώντας έτσι νερό και ενέργεια, και είναι 100% βιοδιασπώμενο.

«Και αυτές είναι μερικές μόνο από τις πολλές και βιώσιμες ιδιότητές του» τονίζει η Στέλλα. «Τα φυσικά υφάσματα είναι πολύ καλά για το κορμί μας. Μας κρατούν ζεστούς το χειμώνα, δροσερούς το καλοκαίρι. Τα πολυεστερικά κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Όχι απλά δεν προστατεύουν το σώμα, αλλά είναι και πολύ επιβλαβή».

Εκτός από την επιλογή φυσικών υλικών, ολόκληρη η φιλοσοφία τους γύρω από τη μόδα έχει τις ρίζες της στη βιωσιμότητα. Όλα τους τα ρούχα παράγονται σε φυσιολογικούς ρυθμούς με σεβασμό τόσο ως προς τον εργαζόμενο όσο και ως προς τον καταναλωτή. Δίνουν προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια, υιοθετώντας ήδη από την πρώτη τους συλλογή γαλλικές ραφές. Δεν ακολουθούν τις τάσεις, αλλά θεωρούν τη μόδα ως «μέσο προσωπικής έκφρασης», όπως λέει χαρακτηριστικά η Στέλλα. «Δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ τη μόδα μονοδιάστατα ή εμπορικά».

Κάθε συλλογή της 2WO+1NE=2 είναι αφιερωμένη σε μια διαφορετική πόλη του πλανήτη, αντλώντας στοιχεία από την κουλτούρα και τους ανθρώπους της. «Από τη στιγμή που αποφασίζουμε για την πόλη που θα χρησιμοποιήσουμε ως σημείο αναφοράς, ξεκινάμε μια ενδελεχή έρευνα της πλούσιας ιστορίας που κρύβεται πίσω από αυτήν» εξηγεί η Στέλλα. «Προσπαθούμε να ενσωματώνουμε στα κομμάτια μας χαρακτηριστικά στοιχεία, τεχνοτροπίες και τεχνικές του εκάστοτε τόπου που μας εμπνέει. Και φροντίζουμε να κρατάμε τα στοιχεία εκείνα που ταιριάζουν βέβαια με την αισθητική μας, προκειμένου να διατηρήσουμε την ταυτότητα του brand μας». Η τρέχουσα συλλογή είναι εμπνευσμένη από την πόλη Κούσκο στο Περού.