Βαθιά το χέρι στην τσέπη βάζουν οι νέοι γονείς για την ανατροφή του παιδιού τους, ήδη από τους πρώτους μήνες της ζωής του. Και εάν για τον ρουχισμό και άλλα είδη, όπως το καρότσι, το πάρκο, τα παιχνίδια και η κούνια, η συνδρομή φίλων και συγγενών αποδεικνύεται σωτήρια, καθώς είναι διαδεδομένη η συνήθεια όσα δεν χρειάζονται να δίνονται σε κάποια συγγενική ή φιλική οικογένεια, άλλα είδη, όπως οι πάνες, το γάλα και οι κρέμες συγκαταλέγονται στα αναλώσιμα που πρέπει υποχρεωτικά να αγοραστούν. Μάλιστα, τα χρήματα που απαιτούνται για ένα νοικοκυριό αποκλειστικά για αυτά τα τρία είδη υπολογίζονται στο ύψος ενός κατώτατου μισθού. Και μπορεί το κράτος να παρέχει την ενίσχυση των 2.000 ευρώ με κάθε γέννηση, ωστόσο αυτό το ποσό εξανεμίζεται μέσα στους πρώτους δύο μήνες εξαιτίας της ακρίβειας που έχει χτυπήσει κόκκινο.

Σύμφωνα με έρευνα σύγκρισης τιμών που διενήργησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού τον Νοέμβριο – προ των κυβερνητικών εξαγγελιών για τη χαλιναγώγηση των τιμών – το βρεφικό γάλα, μια δαπάνη απολύτως ανελαστική για γονείς με μωρά, πωλούνταν στη χώρα μας έως και 213% ακριβότερα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανάλογα με την εταιρεία. Οπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο Απόστολος Ραυτόπουλος, πρόεδρος της Ενωσης Εργαζομένων Καταναλωτών «ο Ελληνας πληρώνει το βρεφικό γάλα 213% ακριβότερα σε σχέση με τη Σουηδία και τη Φινλανδία και 194% ακριβότερα σε σχέση με τη Γερμανία και το Λουξεμβούργο. Ειδικότερα, στην Ελλάδα κοστίζει 27,54 ευρώ, ενώ στο Λουξεμβούργο 11 ευρώ, στη Γαλλία και στην Ιταλία 9 με 10 ευρώ».

300 ευρώ για γάλα

Σύμφωνα με τον Απόστολο Ραυτόπουλο το μηνιαίο κόστος μόνο για τα βρεφικά γάλατα μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 300 ευρώ: «Ενα παιδί από 0 έως 6 μηνών χρειάζεται κατά μέσο όρο 2 κουτιά βρεφικό γάλα την εβδομάδα, πράγμα που σημαίνει 8 κουτιά τον μήνα. Το κόστος αυτό υπολογίζεται μεσοσταθμικά στα 250 με 300 ευρώ μηνιαίως σε φυσιολογικές συνθήκες, δηλαδή αν το παιδί δεν θέλει παραπάνω γεύματα ή κάποιο ειδικό γάλα (για παράδειγμα γάλα χωρίς λακτόζη για την αποφυγή κολικών). Υπάρχει, εξάλλου, βρεφικό γάλα το οποίο μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 150 ευρώ».

Ακριβή μου πάνα…

Το βρεφικό γάλα, βέβαια, δεν είναι το μοναδικό είδος που συνεπάγεται πάγια δαπάνη. Ετσι, στο ποσό που απαιτείται για την προμήθειά του έρχεται να προστεθεί και το έξοδο της πάνας, το οποίο μάλιστα αυξάνεται συνεχώς όσο μεγαλώνει ένα μωρό. Συνεπώς, το ποσό στο σύνολό του (πάνες μαζί με γάλα) φτάνει τα 600 ευρώ, καθώς ένα παιδί απαιτεί συχνές αλλαγές. Οπως αναφέρει ο πρόεδρος της Ενωσης Εργαζόμενων Καταναλωτών, «ένα πακέτο με βρεφικές πάνες νούμερο τρία για παιδιά από 6 έως 10 κιλά περιέχει 66 τεμάχια και στοιχίζει 26 ευρώ, δηλαδή περίπου 40 λεπτά η πάνα. Εάν πάμε σε μικρότερες πάνες δηλαδή, στο νούμερο ένα-δύο για βρέφη από 4 έως 9 κιλά στα 56 τεμάχια, το πακέτο στοιχίζει 23,8 ευρώ. Το μωρό κατά μέσο όρο θέλει 6 με 8 πάνες την ημέρα, δηλαδή όσα και τα γεύματα τα οποία κάνει μαζί με τα μπάνια του. Το κόστος για πάνες και γάλα μαζί φτάνουν περίπου στο ύψος του κατώτατου μισθού της χώρας».

Ομως, από τους 4 μήνες και μετά, ο γονιός εισάγει στη διατροφή του παιδιού και τις κρέμες, αυξάνοντας έτσι και τον τελικό λογαριασμό. «Η φρουτόκρεμα υπολογίζεται περίπου στα 6 ευρώ τα 300 γραμμάρια. Η φαρίν λακτέ – η οποία είναι μία από τις φτηνές κρέμες – κοστίζει από 3 μέχρι 4 ευρώ. Ενα παιδί που θα κάνει τρία με τέσσερα γεύματα την ημέρα θα χρειαστεί περίπου 2 με 3 κουτιά τον μήνα, ίσως και λίγο περισσότερο. Συνολικά, λοιπόν, το κόστος για τις πάνες μαζί με το γάλα και την κρέμα φτάνουν τα 700 ευρώ τον μήνα. Το κόστος για ένα νοικοκυριό, για ένα ανδρόγυνο το οποίο αμείβεται με τον διάμεσο μισθό, είναι θα έλεγα δυσβάστακτο» τονίζει ο Απόστολος Ραυτόπουλος. Σε όλα τα παραπάνω, άλλωστε, θα πρέπει να υπολογιστούν φυσικά οι κρέμες αλλαγής πάνας (10 ευρώ η συσκευασία που κρατάει περίπου έναν μήνα), τα μπιμπερό, οι πιπίλες και ο αποστειρωτής…

Οσον αφορά τις τιμές που έχουν διαμορφωθεί στη χώρα, ο Σωτήρης Αναγνωστόπουλος, γενικός γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή, υπογραμμίζει τα προβληματικά χαρακτηριστικά που ταλανίζουν την εγχώρια αγορά: «Η χαρτογράφηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού αφορά το κομμάτι του βρεφικού γάλακτος της πρώτης και δεύτερης ηλικίας (σ.σ.: πρώτη βρεφική ηλικία 0-6 μηνών, δεύτερη βρεφική ηλικία 7-12 μηνών), η οποία βασίζεται σε έρευνες αρκετά σποραδικές μέσω e-shops, που δεν είναι κατάλληλες για πραγματικές συγκρίσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση πράγματι η ελληνική αγορά αντιμετωπίζει κάποια ζητήματα με το βρεφικό γάλα».

Επισημαίνει δε ότι έχουν γίνει έρευνες πάνω στο συγκεκριμένο προϊόν καθώς και πολλοί έλεγχοι μέχρι σήμερα που έχουν αποδείξει ότι δεν είναι κατ’ αρχήν η πληθωριστική κρίση αυτή που έχει οδηγήσει σε κούρσα ανόδου τιμές του συγκεκριμένου αγαθού. Αυτός, εξάλλου, ήταν και ο λόγος που η κυβέρνηση, μέσω του υπουργού Ανάπτυξης Κώστα Σκρέκα, προανήγγειλε πλέγμα τεσσάρων μέτρων για τη συγκράτηση της ακρίβειας, ενώ συγκεκριμένα για το βρεφικό γάλα προαναγγέλθηκε η θέσπιση πλαφόν.

Το μεγάλο πρόβλημα

Ο γενικός γραμματέας Εμπορίου παράλληλα χαρακτηρίζει το μέγεθος της συγκεκριμένης εγχώριας αγοράς ως «προβληματικό», με συνέπεια να επηρεάζεται η τιμή του βρεφικού γάλακτος: «Είναι μια πολύ μικρή αγορά και αφορά πολύ λίγους καταναλωτές και συγκεκριμένα τα παιδάκια ενός έτους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2022 καταγράφηκαν 76.000 γεννήσεις. Από τα 76.000 βρέφη, τα μισά θηλάζουν και τα άλλα μισά όχι, οπότε αφορά 38.000 με 40.000 μικρούς καταναλωτές. Είναι μια πολύ μικρή αγορά, περίπου το 4 τοις χιλίοις των Ελλήνων καταναλωτών. Και αυτό είναι κάτι που δεν θα αλλάξει στο μέλλον. Το μέγεθος της αγοράς, αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, καθώς δεν μπορούν να γίνουν μεγάλες παραγγελίες και μικραίνει η δυνατότητα οικονομιών κλίμακας. Αυτό σημαίνει λιγότερα σημεία πώλησης στην πράξη. Δηλαδή, παρότι έχει απελευθερωθεί η αγορά, φαίνεται ότι μόνο σε πολύ μεγάλα σουπερμάρκετ υπάρχουν αυτού του είδους οι τροφές και φυσικά στα φαρμακεία, όπως υπήρχαν και πριν από την απελευθέρωση της αγοράς».

Σύμφωνα με τον Σωτήρη Αναγνωστόπουλο (γενικό γραμματέα Εμπορίου), ένα ακόμα ζήτημα που δεν επιτρέπει στην αγορά να λειτουργήσει σωστά στη χώρα μας είναι ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς επιλέγουν τα βρεφικά προϊόντα: «Συνήθως αυτού του είδους τα ευαίσθητα προϊόντα, όπως τα μωρουδιακά και όχι μόνο τα βρεφικά γάλατα, αλλά και άλλα πράγματα που για βρέφη, όπως παπουτσάκια, ρουχαλάκια, είναι αρκετά ακριβότερα από τα αντίστοιχα που προορίζονται για μεγαλύτερους ανθρώπους. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι επειδή ακριβώς οι γονείς δεν επιλέγουν πάντοτε με γνώμονα την καλύτερη τιμή. Εχουν διαφορετικά κριτήρια».

Εν τω μεταξύ, κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαγορεύει τη διαφήμιση προϊόντων πρώτης βρεφικής ηλικίας, ενώ και σε αυτά της δεύτερης βρεφικής ηλικίας είναι πολύ περιορισμένη: «Αυτό σημαίνει ότι οι βιομηχανίες πρέπει να προσεγγίσουν τους καταναλωτές μέσω άλλων οδών και οι άλλοι δρόμοι που επιλέγονται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι οι παιδίατροι, οι φαρμακοποιοί, οι επαγγελματίες υγείας που ασχολούνται με τα βρέφη σε ένα μαιευτήριο».

Τα κριτήρια

Οι συγκεκριμένοι επαγγελματίες δεν συνταγογραφούν, όμως ουσιαστικά κατευθύνουν τους γονείς σε συγκεκριμένα προϊόντα, περιγράφει ο γενικός γραμματέας Εμπορίου:

«Ο γονιός εν τέλει δεν είναι αυτός που κάνει πραγματικά την όποια επιλογή. Επιλέγει αυτό το οποίο θα του προδιαγράψει ο παιδίατρος. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι πρόκειται για μια αγορά που δεν λειτουργεί με τη λογική που λειτουργούν οι υπόλοιπες αγορές προϊόντων, όπως οι χυμοί ή τα μακαρόνια. Αυτά τα προϊόντα τα επιλέγεις με βάση άλλα – προσωπικά – κριτήρια. Εδώ το κριτήριο είναι αρκετά διαφορετικό. Αυτό προφανώς είναι σε γνώση των εταιρειών, οι οποίες κάνουν ιδιαίτερες επενδύσεις στο πώς θα προωθήσουν το προϊόν τους στους γονείς».

Η επιβολή πλαφόν και οι έλεγχοι

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα για τη σταθεροποίηση και τη μείωση των τιμών, με υπαρκτό το ενδεχόμενο αυτές να μην μπορούν να αλλάξουν εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ελληνική αγοράς. «Φυσικά, κάποια πράγματα, όπως το μέγεθος της αγοράς, δεν μπορούν να αλλάξουν, εκτός αν αρχίσουμε να πολλαπλασιάζουμε τις γεννήσεις μας – για κάτι τέτοιο, προφανώς, υπάρχουν απείρως σημαντικότεροι λόγοι να το κάνουμε από το να πέσει η τιμή του βρεφικού γάλακτος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι ένα βασικό αγαθό και γι’ αυτό είναι στο «Καλάθι του νοικοκυριού», γι’ αυτό εμπίπτει στους κανόνες περί αισχροκέρδειας και παρακολουθείται. Ωστόσο, κάποια πράγματα που είναι δομικά στην ελληνική αγορά δεν μπορούν να αλλάξουν» αναφέρει ο γενικός γραμματέας Εμπορίου Σωτήρης Αναγνωστόπουλος.

Κακή νοοτροπία

Πλέον, πάντως, στο μικροσκόπιο του υπουργείου Ανάπτυξης βρίσκονται εταιρείες βρεφικού γάλακτος, για τις οποίες διεξάγονται έλεγχοι:

«Ο,τι δεν δικαιολογείται από τους φυσικούς περιορισμούς που έχει η πατρίδα μας, προφανώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά και σε αυτό εργαζόμαστε. Πρώτα από όλα, πρέπει να διαπιστώσουμε αν οι επιχειρήσεις αυτές έχουν ένα πολύ υψηλό περιθώριο κέρδους, το οποίο δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις. Στα πράγματα, δηλαδή, που δεν δικαιολογούνται και έχουν να κάνουν με την κακή νοοτροπία της αγοράς, εκεί μπορούν να γίνουν κάποιες επεμβάσεις για να βελτιωθεί η εικόνα και να συγκλίνουμε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά και να είμαστε καλύτερα από αντίστοιχες χώρες που αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με εμάς» καταλήγει ο γενικός γραμματέας Εμπορίου.

Υπενθυμίζεται ότι, όπως ανακοινώθηκε από τον υπουργό Ανάπτυξης Κώστα Σκρέκα, το πλαφόν που θα επιβληθεί στις εταιρείες που παράγουν εισάγουν και διακινούν το βρεφικό γάλα στη χώρα μας ορίζεται ως το άθροισμα του λειτουργικού κόστους της εταιρείας για τη συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων και εμπορικού κέρδους 7%.