Είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς έναν κόσμο χωρίς πρότυπα ομορφιάς. Κι ενώ μπορεί να φαίνονται σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, δεν δημιουργούνται εκ του μηδενός. Είναι προϊόντα μιας σειράς ιστορικών και υλικών συνθηκών που καθορίζουν τις προτιμήσεις και τις αξίες μιας κοινωνίας. Κάτω από το υπάρχον οικονομικό σύστημα, παραμένουμε παγιδευμένοι στην ατέρμονη λούπα των προτύπων ομορφιάς που διαρκώς αλλάζουν. Των προτύπων που τη μία μέρα «αγκαλιάζουν» τις καμπύλες και την επόμενη το Ozempic. Άλλωστε, ο απόλυτος έλεγχος απόλυτος έλεγχος που ασκεί η καταναλωτική οικονομία στις μάζες εισχωρεί στα κοινωνικά «θεάματα»: από την ποπ κουλτούρα μέχρι τη διαφήμιση και τα πρότυπα ομορφιάς. Ο Γκι Ντεμπόρ κάπου χαμογελά ικανοποιημένος.

Τον τελευταίο χρόνο κυριαρχεί στην πολιτιστική συζήτηση η σεμαγλουτίδη, που πωλείται με τις εμπορικές ονομασίες Ozempic και Wegovy. Αυξάνει την παραγωγή ινσουλίνης, μιας ορμόνης που μειώνει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται για τη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου σε ενήλικες με διαβήτη τύπου 2 αλλά και για την διαχείριση βάρους σε ενήλικες με παχυσαρκία – φυσικά ως πρόσθετο στη σωστή διατροφή και άθληση. Τα σκευάσματα αυτά παράγονται από τη δανέζικη εταιρεία Novo Nordisk, χορηγούνται με τη μορφή ένεσης, μια φορά την εβδομάδα και μπορούν να προκαλέσουν σημαντική απώλεια βάρους.

«Στην Ελλάδα, το Ozempic μπορεί να δοθεί χωρίς συνταγή γιατρού, κάτι που δημιουργεί πρόβλημα ηθικής φύσεως. Χωρίς συνταγή κοστίζει γύρω στα 100-150 ευρώ τον μήνα, αν και οι τιμές αυτές αναμένεται να διαφοροποιηθούν», με ενημερώνει η διαιτολόγος-διατροφολόγος, Εύα Ζήκου. Η συνταγή, πάντως, εξασφαλίζει πιο οικονομική τιμή, καθώς ο φερόμενος ως ασθενής πληρώνει συμμετοχή 10% της τιμή του Ozempic για μία συσκευασία με τέσσερις ενέσεις. Στις ΗΠΑ, όπου δεν υπάρχει δημόσιο σύστημα υγείας, η αντίστοιχη δόση μπορεί να κοστίσει από 850 δολάρια για κάποιον ασφαλισμένο και τουλάχιστον 950 δολάρια για κάποιον ανασφάλιστο.

Εάν οι επιβάτες χάσουν βάρος με φάρμακα κατά της παχυσαρκίας, οι αεροπορικές εταιρείες θα μπορούσαν ενδεχομένως να μειώσουν το κόστος των καυσίμων.

Παρά τις αναρίθμητες παρενέργειες- έμετος, ναυτία, γαστρεντερικά προβλήματα, αδυναμία ευχαρίστησης, πιθανή παράλυση του στομάχου και πιθανές συνδέσεις με αυτοτραυματισμό και σκέψεις αυτοκτονίας – οι πωλήσεις έχουν εκτοξευθεί, με την αξία της μητρικής εταιρείας να φτάνει τα 413 δισεκατομμύρια δολάρια, υπερβαίνοντας κατά πολύ το ΑΕΠ ολόκληρης της Δανίας. Τα κέρδη της Novo Nordisk είναι τόσο υψηλά που ανέβασαν την αξία της δανέζικης κορώνας και μείωσαν τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων στη χώρα. «Ο κόσμος θα προτιμήσει να κάνει μια ένεση προκειμένου να χάσει γρήγορα βάρος, ακόμη κι αν ξέρει τις παρενέργειες», εξηγεί η Εύα Ζήκου.

Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο του The Atlantic, μια πιο «αδύνατη κοινωνία» (slimmer society), μια κοινωνία που στοχεύει στη μείωση των ποσοστών παχυσαρκίας και στη θεραπεία των συνεπειών της όπως τα καρδιολογικά προβλήματα, θα δει θετικές συνέπειες όχι μόνο στην ποιότητα ζωής των πολιτών της αλλά και στην οικονομία της.

«Μια τρελή ιδέα κυκλοφόρησε πρόσφατα για το μέλλον της αεροπορίας: Εάν οι επιβάτες χάσουν βάρος με φάρμακα κατά της παχυσαρκίας, οι αεροπορικές εταιρείες θα μπορούσαν ενδεχομένως να μειώσουν το κόστος των καυσίμων. Τον Σεπτέμβριο, αναλυτές της Jefferies Bank εκτίμησαν ότι σε μια «πιο αδύνατη κοινωνία» ως αποτέλεσμα των φαρμάκων κατά της παχυσαρκίας, η United Airlines θα μπορούσε να εξοικονομήσει έως και 80 εκατομμύρια δολάρια ετησίως σε καύσιμα αεροσκαφών», εξηγεί το άρθρο.

Για άλλη μια φορά το κέρδος αξιολογείται ψηλότερα από τις ανθρώπινες ζωές, δεδομένου ότι το γρήγορο αδυνάτισμα γενικά και τα φάρμακα τύπου Ozempic ειδικά, είναι αποδεδειγμένα μη βιώσιμες λύσεις με σοβαρές παρενέργεις στην υγεία.

Δημιουργώντας ανάγκες

Ανά τα χρόνια οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν προωθήσει προϊόντα απώλειας βάρους όπως αμφεταμίνες, με τα εμπορικά ονόματα Obetrol, Appetrol και Adderall (φάρμακο για την ΔΕΠΥ). Αργότερα διαπιστώθηκε ότι είχαν επικίνδυνες, ακόμη και θανατηφόρες, παρενέργειες. Όχι, το Ozempic δε συγκρίνεται με το ρίσκο της χρήσης αμφεταμινών. Παρόλαυτα, οι τεχνικές μάρκετινγκ που χρησιμοποιήθηκαν και στις δύο περιπτώσεις δεν διαφέρουν ιδιαίτερα. Και κάπως έτσι ολόκληρες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη πλημμύρισαν με διαφημίσεις – σε λεωφορεία, τοίχους και μετρό – που καλούν τον κόσμο να δώσει μια ευκαιρία στο Ozempic.

Αυτή η νέα κατηγορία φαρμάκων (GLP-1), έχει δημιουργήσει δραματική πτώση στις μετοχές των εταιρειών τροφίμων και ποτών. Αυτό γιατί οι καταναλωτές φαρμάκων τύπου Ozempic παρουσιάζουν μειωμένη όρεξη για φαγητό, γυρνώντας την πλάτη τους σε σνακ και αναψυκτικά. Συγκεκριμένα, η δημοφιλία των φαρμάκων απώλειας βάρους μειώνει τον όγκο των τροφίμων και των ποτών κατά 1-2% – και αυτό θα μπορούσε να είναι επιζήμιο και για άλλους κλάδους, όπως οι παραγωγοί συσκευασιών και περιτυλίγματος σνακ. Επενδυτές εστιατορίων έχουν εκφράσει επίσης φόβους για το μέλλον του κλάδου τους.

Η Nestle ήδη εξετάζει τις συνέπειες του φαρμάκου στις δικές της μετοχές που έπεσαν κατά 5% σε έναν μήνα. Όχι, αυτό δεν σημαίνει ότι η πολυεθνική πνέει λοίσθια. Ίσα ίσα σκέφτονται να κυκλοφορήσουν συμπληρωματικά προϊόντα, που θα συμβαδίζουν με τις ανάγκες των χρηστών Ozempic.

Η δημοφιλία των φαρμάκων απώλειας βάρους μειώνει τον όγκο των τροφίμων και των ποτών κατά 1-2%.

Η φρενίτιδα με το Ozempic είναι ένα παράδειγμα του πώς η υπάρχουσα οικονομία θα βρίσκει πάντα τρόπο να εισχωρεί σε κάθε χαραμάδα της ανθρώπινης ζωής. Ο καπιταλισμός δεν ικανοποιεί ανάγκες, τις δημιουργεί τεχνητά. Το ίδιο τεχνητά δημιουργεί ζήτηση για τα συγκεκριμένα προϊόντα. Με τη σειρά της, η ανθρώπινη ανασφάλεια παρέχει μια άκρως κερδοφόρα καταναλωτική βάση.

Από τις ενέσεις στο χάπι

Μάλιστα, ένα χάπι Ozempic είναι στα “σκαριά” με τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες να επιδίδονται σε αγώνα δρόμου για την ανάπτυξή του. Φυσικά, το χάπι θα είναι μια πιο “ευχάριστη” επιλογή για όσους φοβούνται τις βελόνες. Το χάπι, ωστόσο, πιθανότατα θα περιλαμβάνει μια πολύ υψηλότερη δόση του δραστικού συστατικού. Έτσι, από 2,4 mg σεμαγλουτίδης που περιέχει η ένεση, το χάπι θα περιέχει 50 mg! Η κλινική δοκιμή του χαπιού της Novo Nordisk διαπίστωσε ότι, μεταξύ των χρηστών που ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι αλλά δεν είχαν διαβήτη, το 80% ανέφεραν γαστρεντερικά προβλήματα.

Ενώ η σύγχρονη ιατρική έχει κάνει άλματα για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων, η φαρμακευτική βιομηχανία βρίσκεται ενώπιον μιας σκοτεινής πραγματικότητας, όπου της ζητείται να βάλει το κέρδος πάνω από τους ανθρώπους. Κανείς δεν βιαζόταν να δημιουργήσει διαφορετικές μορφές σεμαγλουτίδης, όταν ήταν απλώς ένα φάρμακο για τον διαβήτη. Και ακόμη κι αν η  Novo Nordisk δεν πιέσει για κέρδη πάση θυσία και δεν βγάλει το εν λόγω χάπι, ένας άλλος ανταγωνιστής θα το κάνει.

Για να αμφισβητήσουμε πραγματικά τα μη ρεαλιστικά και ανθυγιεινά πρότυπα ομορφιάς, θα πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα από τα hashtags στα social media και τις διαφημιστικές καμπάνιες που προάγουν το body positivity και, αντ’ αυτού, να αντιμετωπίσουμε το ίδιο το σύστημα που παράγει τα πρότυπα.

Μια πιο αδύνατη κοινωνία θα είναι και η ελληνική;

Ας ρίξουμε μια ματιά στα αποκαλυπτικά στοιχεία των εγχώριων πωλήσεων του Ozempic. Το φάρμακο κυκλοφόρησε πρώτη φορά στη χώρα μας τον Ιούνιο του 2021 και διατέθηκαν περίπου 49.000 σκευάσματα μέχρι το τέλος του έτους. Ο αριθμός αυτός επταπλασιάστηκε το 2022, φτάνοντας στις 362.000. Tο ίδιο συνέβη και με τα έσοδα της εταιρείας: από 4,9 εκατ. ευρώ το 2021, εκτινάχθηκαν σε 34,1 εκατ. το 2022. Το δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2022 είχαν διατεθεί 31.700 ενέσιμα σκευάσματα και το φετινό δίμηνο ο αριθμός τους υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας τα 69.400.

Σύμφωνα με γιατρούς, η θεαματική αυτή ζήτηση (όχι μόνο από διαβητικούς αλλά κι από υγιή άτομα που θέλουν να χάσουν βάρος) αποδίδεται και στη μη επιστημονικά τεκμηριωμένη πρακτική του διπλασιασμού της δοσολογίας της σεμαγλουτίδης ώστε να «μιμηθεί» το Wegovy, το οποίο δεν κυκλοφορεί ακόμη στην Ελλάδα.

Το 2021 πωλήθηκαν στην ελληνική αγορά περίπου 49.000 σκευάσματα Ozempic. Ο αριθμός αυτός επταπλασιάστηκε το 2022.

Τον περασμένο Δεκέμβριο το υπουργείο Υγείας και ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, έλαβαν μέτρα για την προστασία των ασθενών. Συγκεκριμένα, απαγορεύτηκε η διακίνηση του φαρμάκου εκτός Ελλάδας, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (παράλληλη εξαγωγή), ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των ασθενών με διαβήτη τύπου 2.

Μέχρι θανάτου

Στο μικροσκόπιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ) βρίσκονται τα εν λόγω σκευάσματα, καθώς εξετάζονται για πιθανή σύνδεση με σκέψεις αυτοκτονίας και αυτοτραυματισμού μεταξύ των χρηστών. Ο ΕΟΦ ειδοποιήθηκε για την πιθανή σύνδεση από την Ισλανδία μετά από τρία κρούσματα, όπως αναφέρει το BBC.

Τον Ιούνιο, ο καθηγητής Jens Juul Holst, του οποίου η έρευνα τη δεκαετία του 1970 βοήθησε στην ανάπτυξη του Ozempic το 2012, προειδοποίησε ότι άτομα που λαμβάνουν το φάρμακο για μη ιατρικούς λόγους, κινδυνεύουν να ζήσουν μια μίζερη ζωή. Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι η χρήση Ozempic για πάνω από μερικά χρόνια (ή και μήνες) είναι δύσκολη, επειδή αφαιρεί την ευχαρίστηση από το φαγητό. «Όταν το παίρνεις για ένα ή δύο χρόνια, η ζωή είναι τόσο άθλια και βαρετή που δεν αντέχεις άλλο και πρέπει να επιστρέψεις στην παλιά σου ζωή», λέει.

Αυτό το επιβεβαιώνει και η διατροφολόγος, Εύα Ζήκου. «Συχνά οι καταναλωτές, ακόμη και οι διαβητικοί, διακόπτουν την αγωγή ακριβώς εξαιτίας των πολύ σκληρών παρενεργειών. Τότε το βάρος επανέρχεται».

Ένας κόσμος χωρίς χοντρά άτομα

Φάρμακα όπως το Ozempic μπορούν να γίνουν κατανοητά ως μια μορφή «προληπτικής βιοπολιτικής κατά της παχυσαρκίας», ένας όρος που χρησιμοποιείται από την επιστήμονα, Bethan Evans, για να περιγράψει πολιτικές παρεμβάσεις που επιδιώκουν να αποτρέψουν την ύπαρξη χοντρών σωμάτων στο μέλλον.

Η παχυσαρκία είναι νόσημα. Το βάρος για έναν παχύσαρκο δεν έχει να κάνει με την προσωπική αδυναμία του να ελέγξει την όρεξή του για φαγητό.

Όλες αυτές οι προσεγγίσεις επιδιώκουν να δημιουργήσουν νέες αγορές ανήσυχων καταναλωτών που έχουν εμμονή με το βάρος τους. Ίσως γινόμαστε μάρτυρες της μιας πολιτικής πραγματικότητας που επικεντρώνεται στην αμφισβήτηση της χοντροφοβίας σε όλες τις μορφές της. Σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο, η ευρεία υιοθέτηση του φαρμάκου μαρτυρά πόσο διαδεδομένη εξακολουθεί να είναι η χοντροφοβία και ότι, παρά τα κίνημα του body positivity/neutrality, το υπερβολικά λεπτό σώμα παραμένει το πρότυπο ομορφιάς.

«Η ευθύνη είναι κοινωνική, όχι ατομική. Απαιτείται μεγαλύτερη ενημέρωση κι εκπαίδευση σε θέματα υγείας, βάρους και παχυσαρκίας. Η παχυσαρκία είναι νόσημα. Το βάρος για έναν παχύσαρκο δεν έχει να κάνει με την προσωπική αδυναμία του να ελέγξει την όρεξή του για φαγητό, είναι καθαρά μια ιατρική πάθηση. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν τόσο οι πάσχοντες όσο και η κοινωνία. Ναι, η μείωση των ποσοστών παχυσαρκίας βοηθά ένα μέρος του πολιτισμού να ζήσει σε πιο υγιή πλαίσια και παράλληλα μειώνει την επιβάρυνση της δημόσιας υγείας. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρείται το πρωτόκολλο. Όταν η λήψη τέτοιων φαρμάκων προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας, η λύση αυτή δεν είναι βιώσιμη», λέει η Εύα Ζήκου.

Για όποιον δεν αντιμετωπίζει θέματα με την εικόνα του σώματός του, η ιδέα ότι κάποιος θα αγόραζε ενέσιμες ουσίες τόσο επικίνδυνες, φαντάζει τρελή. Αλλά στην κοινωνία μας που έχει εμμονή με το κάλλος και τη λεπτότητα, τα άτομα –ιδιαίτερα οι γυναίκες– βλέπουν την εμφάνισή τους ως συνυφασμένη με την αξία τους, μια διαδικασία που ξεκινά από την κοινωνικοποίηση. Αν το να είσαι όμορφη είναι ο δείκτης της αξίας σου, η απώλεια βάρους μπορεί να μοιάζει με θέμα ζωής ή θανάτου.