Παντού. Εκτός Ροδόπης, λόγω μιας συμμαχίας ντροπής. Ποτέ το κεντρικό σύνθημα του δεύτερου κόμματος που ζητούσε να διώξει το πρώτο δεν αποδείχθηκε τόσο αποτελεσματικό: εναντίον του εαυτού του. Το ’19 μόνο μερικώς εισέπραξε την τιμωρία του ο ΣΥΡΙΖΑ για την οργάνωση της εξόδου από το ευρώ και το τρίτο και επαχθέστερο μνημόνιο. Στις Ευρωεκλογές του ’19 απειλήθηκε ο κόλαφος που του άξιζε. Ομως με μιαν εκστρατεία ψεύδους απέσπασε στις βουλευτικές ένα θηριώδες 32%. Ο Μητσοτάκης, διέδιδαν, θα καταργούσε το οκτάωρο και την αργία του Σαββάτου.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολιτικό κόμμα με ένα ελάχιστο κοινωνικής ευθύνης, αντί για μάζωμα ιδεοληπτικών αρχηγίσκων που καμώνονταν τους θεοφώτιστους με ένα στίφος από πίσω τους αδίστακτων «αντισυστημικών» που φαντασίωναν «δημοκρατία του πεζοδρομίου» και των αγανακτισμένων πλατειών, πολλά θα επετύγχανε με αυτό το 32%. Θα μπορούσε, λ.χ., να είχε παραδεχθεί ότι η ατζέντα του ’15 ήταν θεμελιακά λανθασμένη και να εγκαινιάσει τον μετασχηματισμό του σε κόμμα ευρωπαϊκής δημοκρατικής αριστεράς. Αντ’ αυτού εψέλλισε την πατροπαράδοτη σταλινική «αυτοκριτική»: οι στόχοι ήταν σωστοί, αλλά δεν υπολόγισαν σωστά τον συσχετισμό δυνάμεων. Διατήρησε ακέραιο το κομματικό προσωπικό, τον λόγο μίσους και τις διαλυτικές πρακτικές της «αγανακτισμένης περιόδου», και με κάθε ευκαιρία μάς πετούσε κατάμουτρα ότι «την δεύτερη φορά θα σάς δείξουμε, είτε με το καλό είτε με το κακό».

Ταυτόχρονα έχοντας ενσωματώσει την ακροδεξιά γελοιότητα των καμμένων, μάζευε καὶ τα ξεφτίδια του αυριανικού ΠΑΣΟΚ, και όλον ετούτο τον ανεκδιήγητο πολτό τον βάφτισε «παύλα προοδευτική συμμαχία». Ο Κ. Μητσοτάκης έβλεπε να πέφτουν επάνω στη χώρα το ένα μετά το άλλο κύματα υπαρξιακών προκλήσεων και τις αντιμετώπιζε με ικανότητα και σθένος. Ομως από τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ ξεχυνόταν ένας ορυμαγδός από κατάρες και ουρλιαχτά κατά του «φασιστικού καθεστώτος» που είχε δήθεν εγκατασταθεί. Μέσα στις άκρως δυσμενείς διεθνείς συνθήκες, πολιτικές και οικονομικές, η οικονομία της χώρας ανέκαμπτε θεαματικά, η αμυντική της ικανότητα στερεωνόταν και το κύρος της άρχισε πάλι να λάμπει. Στο παραμύθι όμως του ΣΥΡΙΖΑ («αφήγημα» τώρα το λένε) οι Ελληνες έτρωγαν από σκουπιδοτενεκέδες και αναστέναζαν «μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές» πότε θα έρθει ο Σφακιανός να ανατρέψει τον «γιο του Εφιάλτη». Η παράσταση του μπουλουκιού έβγαζε απλώς γέλιο και με τον καιρό γιουχαΐσματα, αλλά κανείς εκεί μέσα δεν είχε ενός κοκκόρου γνώση να το καταλάβει.

Που θα κατέληγε όλο αυτό ο γράφων (και άλλοι φυσικά) το είχε προβλέψει, όχι πώς ήταν δύσκολο. Η καταρράκωσή τους στις εκλογές του Μαΐου ήταν πράξη δικαιοσύνης. Και μια εκκωφαντική βεβαίωση ότι η δημοκρατική κρίση του λαού έμεινε αλώβητη μέσα στην πολύχρονη λαίλαπα του λαϊκισμού. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει άλλο παραμύθι – συγγνώμη «αφήγημα». Δεν ξέρει όμως τίποτε ἄλλο παρά να βρίζει τον κόσμο που τον έρριξε στ’ αζήτητα. Δεν έχει σημασία. Ετσι κι αλλοιώς δεν υπάρχει πια.

Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι ομότιμος καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας ΕΚΠΑ.