Και ο πλέον συγκρατημένος και δύσπιστος πολίτης, εάν διαθέτει νηφάλια και αντικειμενική κρίση, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι κατά τη διαρρεύσασα τετραετία η απελθούσα κυβέρνηση έθεσε και πέτυχε τρεις σπουδαίους στόχους για την προώθηση των εθνικών μας δικαίων: α΄) διεθνοποίησε το πρόβλημα του στρατιωτικοποιημένου τουρκικού αναθεωρητισμού, β΄) εδραίωσε στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αντίληψη ότι τα όποια προβλήματα στις σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκία συνιστούν ευρωτουρκικά προβλήματα, και γ΄) σχεδίασε -ύστερα από μία δεκαετία πλήρους αδράνειας λόγω της οικονομικής κρίσης- και ξεκίνησε την υλοποίηση ενός σπουδαίου εξοπλιστικού προγράμματος, το οποίο έχει ήδη πολλαπλασιάσει την αποτρεπτική μας δύναμη επί του πεδίου και, ταυτοχρόνως, ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση μας σε κάθε «τραπέζι διαλόγου».

Το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών και η σαρωτική επανεκλογή του Τ. Ερντογάν διαμορφώνει νέα δεδομένα εντός και εκτός Τουρκίας. Ως εκ τούτου, απαιτείται μέγιστη προσοχή εκ μέρους της νέας ελληνικής κυβέρνηση, η οποία θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023. Η απόλυτη κυριαρχία του Τ. Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας καθιστά σαφέστατο ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια και θα αξιοποιήσει ακόμα και την παραμικρή ευκαιρία για την προώθηση του νεο-οθωμανικού του οράματος. Στο πλαίσιο αυτό η «Γαλάζια Πατρίδα», η «Ουράνια Πατρίδα», ο « Αιώνας της Τουρκίας» και όλα τα σχετικά αφηγήματα θα εξακολουθήσουν να προβάλλονται με κάθε τρόπο.

Όσοι ήλπιζαν στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι θα απαλλαγούν οριστικά από έναν ηγέτη, ο οποίος οραματίζεται και προωθεί την επιστροφή σε αιώνες «ιερών πολέμων», αιματοχυσιών, εθνοκαθάρσεων, βίαιων αλλαγών συνόρων κ.λπ., αντιλαμβάνονται τώρα ότι είναι αναγκασμένοι για μερικά ακόμα χρόνια να συνομιλούν και να διαπραγματεύονται με αυτόν, από τον οποίο (προσ)εύχονταν να απαλλαγούν. Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, επιβάλλεται να διασφαλιστεί ότι ο παράλογος δεν θα επιβάλει εντέλει τις απόψεις του στον λογικό, ότι η νομιμότητα δεν θα υποταχθεί στην ανομία και ότι η «πολιτική γαλήνη» και τα (ατομικά και εθνικά) συμφέροντα ορισμένων συμμάχων και εταίρων δεν θα προωθηθούν εις βάρος των δικαίων του Ελληνισμού.

Οι αλλαγές προσώπων στα κρίσιμα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας της Τουρκίας καταδεικνύουν ότι ο Τ. Ερντογάν δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να εγκαταλείψει τις νεο-οθωμανικές του φαντασιώσεις, αλλά ότι διδάχθηκε από τα λάθη του παρελθόντος και προβαίνει σε εύστοχες διορθωτικές κινήσεις ως προς την τακτική προώθησης των στόχων του. Ο Τούρκος πρόεδρος, θέλοντας και μη, συνειδητοποίησε ότι οι πολεμικές ιαχές εις βάρος της Ελλάδος στην πραγματικότητα ενίσχυσαν σημαντικά τους δεσμούς και τη στρατιωτική / αμυντική συνεργασία της Ελλάδος με τις ΗΠΑ και με το Ισραήλ, ότι δημιούργησαν ένα μάλλον μη αναστρέψιμο κλίμα για τη σχέση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι οδήγησαν στη σύναψη μιας σειράς σημαντικότατων συμφωνιών αμυντικής συνεργασίας της Ελλάδος με χώρες πανίσχυρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ. Γαλλία, Αίγυπτος, κ.ά.). Η τακτική που ακολούθησε έως τώρα ο Τ. Ερντογάν κατέστησε προφανές ότι η Τουρκία αποτελεί απειλή για την ενότητα του ΝΑΤΟ και για την ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν η Τουρκία δεν έχει αποκτήσει ακόμα την αναβαθμισμένη έκδοση των F-16 Viper που τόσο πολύ επιθυμεί, αλλά και φαίνεται ότι έχει χάσει οριστικά την ιστορική ευκαιρία να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτοχρόνως, η τουρκική οικονομία έχει υποστεί βαρύτατα και αλλεπάλληλα πλήγματα, αφού οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι επενδυτές αντιλήφθηκαν ότι αυτή η Τουρκία κάθε άλλο παρά επενδυτικό παράδεισο αποτελεί.

Οι νέοι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας θα επιχειρήσουν να υλοποιήσουν αυτήν ακριβώς τη σημαντικότατη αλλαγή γλώσσας και ύφους. Η Τουρκία των πολεμικών ιαχών και των άμετρων απειλών, η αναθεωρητική δύναμη που στηρίζεται στη στρατιωτική της ισχύ και αδιαφορεί προκλητικά για το Διεθνές Δίκαιο και για τις Διεθνείς Συνθήκες, κάθε άλλο παρά υπέκρυπτε τους αναθεωρητικούς στόχους της και τις αποσταθεροποιητικές της διαθέσεις. Ως εκ τούτου, βρέθηκε χωρίς ισχυρούς υποστηρικτές τόσο εντός του ΝΑΤΟ όσο και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε μειονεκτική θέση (σε σχέση με τις προσδοκίες και τους στόχους της).

Οι νέοι υπουργοί, εμπειρότατοι ο καθένας στο χαρτοφυλάκιό του, θα επιχειρήσουν να παρουσιάσουν την Τουρκία ως μία χώρα που επιθυμεί και επιδιώκει τον διάλογο, που πορεύεται με βάση το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες, που είναι διαλλακτική, αλλά και που δεν υποχωρεί από τα «δίκαιά» της. Βεβαίως, όλοι πλέον γνωρίζουν ότι η Τουρκία προσέρχεται σε κάθε διάλογο όχι για να αναδείξει την αλήθεια, αλλά για να επιβάλει τις απόψεις της. Όλοι πλέον γνωρίζουν ότι η Τουρκία δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες αλλά τα παρερμηνεύει κατά το δοκούν και κατά τις επιδιώξεις της. Όλοι πλέον γνωρίζουν ότι για την Τουρκία το δίκαιο δεν ταυτίζεται με το Δίκαιο, αλλά με το συμφέρον της.

Η νέα Ελληνική Κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023 πρέπει να προσέξει πάρα πολύ ορισμένες δηλώσεις / διατυπώσεις πολιτικών προσώπων και γραφειοκρατών των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Μετά την επανεκλογή του Τ. Ερντογάν κάποια θεσμικά πρόσωπα της Ουάσινγκτον και του Βερολίνου έσπευσαν να μιλήσουν περί των «αρκετών διμερών διαφορών και προβλημάτων» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και περί της ανάγκης να αναπτυχθεί, με τη διαμεσολάβησή τους πάντα, «ένας εποικοδομητικός διάλογος, ο οποίος θα συμβάλει στην επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών και των προβλημάτων».

Από τη στάση αυτή των συγκεκριμένων συμμάχων και εταίρων μας εύλογα προκύπτουν ορισμένα πολύ σοβαρά ερωτήματα:

  • Ποιες είναι οι «αρκετές διαφορές» και τα «προβλήματα», όταν η Ελλάδα διαχρονικά αναγνωρίζει αποκλειστικά και μόνον μία διαφορά με την Τουρκία, την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας;
  • Γιατί ορισμένοι σύμμαχοι και εταίροι υιοθετούν τη «γραμμή» της Άγκυρας, η οποία «θέτει στο τραπέζι» μία σειρά ανυπόστατων και νομικώς αβάσιμων θεμάτων, προκειμένου σε κάθε περίπτωση να αποκομίσει οφέλη ασύμβατα με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και με τις Διεθνείς Συνθήκες;
  • Πώς μπορούν να χαρακτηριστούν «διμερείς» οι διαφορές της Ελλάδος με την Τουρκία τη στιγμή που η Ελλάδα αποτελεί το ανατολικό σύνορο και την πρώτη και τελευταία «γραμμή άμυνας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι των υβριδικών επιθέσεων της Τουρκίας (και όχι μόνον);
  • Πόσο δίκαιη και έντιμη μπορεί να είναι μία διαμεσολάβηση, όταν ο διαμεσολαβητής είναι μεν εταίρος του ενός μέρους (όπως συμβαίνει π.χ. με την Ελλάδα και τη Γερμανία) αλλά υιοθετεί τη λογική των πολλών -πλην παράνομων και παράλογων- διαφορών που προβάλλει το έτερο μέρος;
  • Ποιο περιεχόμενο μπορεί να προσλάβει ο όρος «εποικοδομητικός διάλογος» μεταξύ δύο χωρών, όταν η μία χώρα στηριζόμενη αποκλειστικά στη στρατιωτική της ισχύ απειλεί την εθνική κυριαρχία και επιδιώκει να παραβιάσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της άλλης χώρας, τα οποία κατά κοινή ομολογία απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και από τις Διεθνείς Συνθήκες;

Είναι βέβαιο ότι ο νέος Υπ.Εξ. της Τουρκίας Χ. Φιντάν θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προώθηση όλων των νεο-οθωμανικών στόχων του Τ. Ερντογάν. Εξίσου βέβαιο είναι και ότι θα αλλάξει το ύφος και τη ρητορική του προκατόχου του Μ. Τσαβούσογλου, προκειμένου η Τουρκία να φαίνεται όχι ως επιθετική, αδιάλλακτη και αναθεωρητική δύναμη, όπως αναμφίβολα φαινόταν έως τώρα, αλλά ως μία χώρα «διαλλακτική», η οποία διεκδικεί τα «δικαιώματά» της καταρχήν στο «τραπέζι του διαλόγου». Εάν και εφόσον η πολιτική αυτή «μεταμφίεση» πείσει τη Διεθνή Κοινότητα, η Τουρκία θα αποκομίσει τεράστιο όφελος, καθώς η Ελλάδα θα δεχτεί ισχυρότατες πιέσεις να φανεί «διαλλακτικότερη». Στο ίδιο «μήκος κύματος» και κινηθεί και ο νέος Υπ.Αμ. Γ. Γκιουλέρ, ο οποίος ήδη κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής δήλωσε ότι θα εργαστεί ακατάπαυστα «για την προώθηση των συμφερόντων της Τουρκίας, τα οποία απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο (!)».

Η νέα Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, θα κληθεί να φέρει εις πέρας μία πολύ δύσκολη αποστολή: να διασφαλίσει την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας, καταδεικνύοντας αυτό που ορισμένοι σύμμαχοι και εταίροι αρνούνται να παραδεχθούν, ότι δηλ. η Τουρκία είναι μία κυνικά αναθεωρητική χώρα, η οποία έχει αποφασίσει αμετάκλητα ότι δεν ανήκει στον Δυτικό Κόσμο, αλλά ότι επιθυμεί να τον εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία.

Κωνσταντίνος  Παΐδας, καθηγητής ΕΚΠΑ