Το μεγάλο ερώτημα της ευρωπαϊκής κι ελληνικής διπλωματίας, την επομένη της 28ης Μαΐου: Θα επαναπροσδιοριστούν οι σχέσεις Άγκυρας-Αθήνας; Θα αλλάξει όντως ρότα, ξεκινώντας τη νέα προεδρική πενταετία του, εκβάλλοντας -Αλλάχ θέλοντος- πλέον στο 2028, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ως προς τους βασικούς πόλους της εξωτερικής πολιτικής του; Θα είναι η στροφή, που θα κάνει -αν όντως την κάνει- αυτός ο δεινότατος μετρ των τακτικισμών μικρή, μεγάλη, με μανούβρες, πισωγυρίσματα; Θα νερώσει το κρασί του, ενώσο η κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, σύμφωνα με αναλυτές, πιέζει και βρίσκεται αμετάκλητα προ των πυλών; Θα ρίξει τους τόνους των αντεγκλήσεων με τη Σουηδία, με την Ελλάδα, με την Ε.Ε, με το ΝΑΤΟ; Θα ανακόψει τους αψυχολόγητους, για ένα νηφάλιο τρίτο παρατηρητή, ακροβατισμούς, δια των οποίων απ’ τη μύγα επιχειρεί -και παραδόξως, κατορθώνει συχνότατα- να βγάζει ξύγκι;

Ο ίδιος πάντως, κατά τη χθεσινή ομιλία του στην Ένωση Επιμελητηρίων και Χρηματιστηρίων Εμπορευμάτων (ΤΟΒΒ), αποκάλυψε έναν εξόχως μεγαλεπίβολο στόχο που θέτει ενώπιόν του, εκκινώντας τη νέα προεδρική θητεία του -στη «γραμμή» του ρόλου του μεγάλου ειρηνοποιού- διαμεσολαβητή που έπαιξε το προηγούμενο διάστημα μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. «Σχεδιάζουμε να χτίσουμε μαζί μια ζώνη ασφάλειας και ειρήνης γύρω από την Τουρκία, από την Ευρώπη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, από τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Βόρεια Αφρική», ανέφερε.

Πώς; Αναλαμβάνοντας «περισσότερη πρωτοβουλία για την επίλυση των κρίσεων στο άμεσο περιβάλλον μας». Μάλιστα, «παράλληλα με τις διπλωματικές μας σχέσεις», σχεδιάζει, τόνισε, «να ενισχύσουμε και την οικονομική και εμπορική συνεργασία μας με τις χώρες της περιοχής», ανακαλώντας τις συνομιλίες που είχε, το προηγούμενο βράδυ (Δευτέρα) «με σχεδόν 110 ηγέτες χωρών, τόσο μέσω τηλεφωνικής διπλωματίας, όσο και μέσω μηνυμάτων». Η συμφωνία με όλους τους ήταν, όπως είπε: «να συνεχίσουμε την ενότητά μας σε πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό τομέα με πολύ πιο δυνατό τρόπο από εδώ και πέρα», προαναγγέλλοντας, μετά τη συγκρότηση του υπουργικού συμβουλίου, άμεσα ανταλλαγές (διπλωματικών) επισκέψεων.

«Ανέβηκε ο εθνικισμός με τις εκλογές»

«Υπάρχουν σχολιαστές που υποστηρίζουν ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με την Ελλάδα, θα αλλάξει μετά την εκλογική νίκη του Ερντογάν και ότι, ακόμα κι αν κρατήσει μια πιο άκαμπτη στάση στο εσωτερικό, θα υιοθετήσει πολύ πιο μετριοπαθή ρητορική στο εξωτερικό. Παρόλο που τις τελικές αποφάσεις τις λαμβάνει ο ίδιος ο Ερντογάν, η νέα τροχιά θα καθοριστεί από το ποιος θα αναλάβει το Υπουργείου Εξωτερικών στη νέα κυβέρνηση», σχολιάζει στο ΒΗΜΑ ο τούρκος αναλυτής Ντόρα Μενγκούτς. «Το κρίσιμο επομένως ερώτημα είναι θα διατηρήσει τη θέση του στο υπουργείο Εξωτερικών ο νυν υπουργός Μεβλούτ Τσαβούσογλου; Ή θα αναλάβει καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών ο Προεδρικός Εκπρόσωπος Ιμπραχίμ Καλίν, γνωστός και ως το «σοφό πρόσωπο» του κυβερνώντος AKΡ κόμματος στην εξωτερική πολιτική; Ανεξάρτητα από την απάντηση στο ερώτημα αυτό», υπογραμμίζει ο τούρκος συνομιλητής μας, «είναι γνωστό ότι οι δύο χώρες, που πέρασαν πρόσφατα από εκλογική διαδικασία, δεν θα πραγματοποιήσουν άσκηση μεγάλης κλίμακας μεταξύ 15 Ιουνίου και 15 Σεπτεμβρίου». Παρόλα αυτά, «η ήπια ρητορική μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, μετά τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου στην Τουρκία και το κάλεσμα του Κυριάκου Μητσοτάκη «θα απλώσω χέρι φιλίας σε όποιο κερδίσει τις εκλογές στην Τουρκία» είναι αξιοσημείωτα», παραδέχεται ο συνομιλητή μας.

Εντούτοις, υπογραμμίζει ο Ντ. Μεγκούτς, «ο ήδη υπάρχων εθνικισμός στην Τουρκία έχει ανέβει με τις εκλογές του 2023» . Αυτό το αποδίδει σε τέσσερις λόγους: «Στο ότι οι ΗΠΑ αύξησαν τον αριθμό των βάσεών τους τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, στους μετανάστες, στην αγορά κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και, τέλος, στη στερεοτυπική ρουτίνα που βιώνεται στην Κύπρο».

«Κλαδί ελιάς στην Αθήνα»

«Πιστεύω, επομένως, ότι η περίοδος πολιτικής μείωσης της έντασης (detante) μπορεί να είναι προσωρινή, ανατρέχοντας στις εντάσεις του παρελθόντος. Μην ξεχνάμε, και οι δύο χώρες κυβερνώνται από δεξιές κυβερνήσεις, που βασίζονται στην εθνικιστική ρητορική. Οι τυπικές (κανονικές) διπλωματικές σχέσεις δεν βασίζονται στη φιλία και τη στενή συνεργασία σε περιφερειακά ζητήματα, αλλά σε συγκρούσεις, όπως την εποχή του Ισμαήλ Τζεμ και Γιώργου Παπανδρέου, Στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Παρόλο που ο στόχος του Μητσοτάκη είναι η ισχυρή αυτοδυναμία στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, σε περίπτωση αλλαγής εξουσίας στην Ελλάδα, ενδεχομένως χρειαστεί να επανερμηνεύσουμε τις σχέσεις Αθήνας-Άγκυρας», επισημαίνει ο Ντ. Μεγκούτς.

Η προοπτική μιας «πραγματικά ριζικής αλλαγής στη δυναμική των σχέσεων των δυο χωρών» εδραζόταν «στην αλλαγή ηγετών και στελεχών που κυβερνούν την Τουρκία, τα τελευταία 21 χρόνια, και στην ανανέωση διπλωματικών στελεχών προς αυτή την κατεύθυνση μετά από μια τέτοια πολιτική αλλαγή», διευκρινίζει ο τούρκος αναλυτής . «Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη. Προσωπικά, είμαι της άποψης ότι η κυβέρνηση Ερντογάν θα υιοθετήσει μια πραγματιστική στάση, ως συνήθως. Και θα τείνει ένα κλαδί ελιάς στην Αθήνα, όποτε το χρειάζεται, ενώ θα συνεχίζει να επιδεικνύει μια υψηλού προφίλ εθνικιστική προσέγγιση όταν επίσης το έχει ανάγκη», συνοψίζει.

«Ο Ερντογάν θα συνεχίσει την εκβιαστική πολιτική του έναντι της ΕΕ»

«Η πολιτική του Ερντογάν προς την ΕΕ εξακολουθεί να είναι διφορούμενη», επισημαίνει στο ΒΗΜΑ ο τούρκος αναλυτής και συνεργάτης think tank φίλα προσκείμενων στο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα CHP, Αλί Τιραλί. «Εάν ο Μεχμέτ Σίμσεκ διοριστεί νέος υπουργός Οικονομικών, αναμένεται μερική επιστροφή στις ορθόδοξες οικονομικές πολιτικές. Αλλά λαμβάνοντας υπόψη πόσο εκκεντρικός και εμμονικός είναι ο Ερντογάν, παραμένει ασαφές το πόσο επίμονος θα είναι προς μια νέα κατεύθυνση. Ακόμα κι αν κάνει παραχωρήσεις σε ορισμένα θέματα, δεν θα πάρει το ρίσκο της εισόδου της χώρας στο πρόγραμμα stand-by του ΔΝΤ, καθότι οι πολιτικές λιτότητας στην Τουρκία είναι αιτία απώλειας ψήφων».

Δεδομένου ότι σε 10 μήνες θα διεξαχθούν στη χώρα αυτοδιοικητικές εκλογές, «η οικονομία των εκλογών θα συνεχιστεί, όσο είναι εφικτό και ο πληθωρισμός θα αυξηθεί. Κατά τη γνώμη μου, ο Ερντογάν θα συνεχίσει την εκβιαστική πολιτική του έναντι της ΕΕ, για το προσφυγικό, προσπαθώντας να επιτύχει υποχωρήσεις από τις Βρυξέλες».

Δεν θα ήταν περίεργο, προσθέτει ο τούρκος συνομιλητής μας, «εάν η εξάρτηση από τη Ρωσία αυξανόταν περαιτέρω. Συγχρόνως, είναι πιθανό ο τούρκος πρόεδρος να επιχειρήσει να ενισχύσει τους οικονομικούς δεσμούς του με τις αραβικές χώρες και το Ισραήλ, χώρες με τις οποίες προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις του. Έτσι θα εξασφαλίσει ζεστά χρήματα, με αντάλλαγμα ποικίλες παραχωρήσεις».

«Μεγάλες κρίσεις»

Ειδικότερα, σε σχέση με την Ελλάδα , «οι σχέσεις Άγκυρας-Αθήνα δεν θα βελτιωθούν», εκτιμά ο Τιραλί, προβλέποντας πως θα υπάρξουν «και μεγάλες κρίσεις». «Η ένταση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας είναι λειτουργική για τους δεξιούς πολιτικούς και στις δύο χώρες. Αν και η Ελλάδα είναι το μέρος που επωφελείται από την απομάκρυνση της Τουρκίας από το δυτικό μπλοκ. Η ιδιότητα του ανεπιθύμητου κράτους στο ΝΑΤΟ αλλάζει τις διπλωματικές και στρατιωτικές ισορροπίες μεταξύ των δύο χωρών, προς όφελος της Ελλάδας».

«Εν ολίγοις», συνοψίζει ο τούρκος αναλυτής, «νομίζω ότι δεν θα υπάρξει καμία βελτίωση στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ (τουλάχιστον έως ότου εκλεγεί ένας Ρεπουμπλικανός πρόεδρος στην ηγεσία των ΗΠΑ). Ενδέχεται να υπάρξουν μικρές αλλαγές στις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ, βάσει παραχωρήσεων, καθώς οι ηγέτες της ΕΕ συνάπτουν μακιαβελική συμφωνία με το καθεστώς Ερντογάν για να αποτρέψουν Σύριους, Αφγανούς και άλλους πρόσφυγες να εισέλθουν στα εδάφη της ΕΕ, εις βάρος του τουρκικού λαού. Από την άλλη, η ρωσική επιρροή στην Τουρκία θα αυξηθεί. Λαμβάνοντας υπόψη την επέκταση του εθνικιστικού συνασπισμού, στον οποίο βασίζεται ο Ερντογάν, η Τουρκία θα έρθει πιο κοντά στις χώρες, όπου η ρωσική επιρροή είναι ακόμα πολύ ισχυρή (Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιζιστάν). Εάν θα αποκτήσει τελικά ενεργό ρόλο στην κυβέρνηση ο Σινάν Ογάν, μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο σε αυτό το θέμα».

«Η οικονομία θα πιέσει»

«Μεγάλη αλλαγή στην εξωτερική πολιτική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είτε θα υπάρξει οικονομική κρίση, είτε όχι», δεν είναι κάτι που αναμένεται, υποστηρίζει ο εξειδικευμένος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής Μέριτς Σενιούζ, εκ των αρχισυντακτών της τουρκικής έκδοσης της Independent. «Μάλλον θα ακολουθήσει την ατζέντα του, όπως πάντα. Είναι πολύ απίθανο, βραχυπρόθεσμα, η Τουρκία να καταστεί μεγάλη απειλή για την Ελλάδα. Επιπλέον, δεν εκτιμώ ότι μπορεί ο Ερντογάν να αποκαταστήσει τη σχέση με την Ε.Ε., καθώς θέτει στην Άγκυρα συγκεκριμένα ζητήματα για τη δημοκρατία, τα δικαιώματα κ.ο.κ. Η άδικη, λ.χ., φυλάκιση του Οσμάν Καβάλα ή του Σελαχατίν Ντεμιρτάς, αποτελούν «κόκκινες γραμμές» για τον Ερντογάν σήμερα. Και δεν σκοπεύει να υπακούσει στους κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ίσως επιχειρήσει να δημιουργήσει μια καλύτερη σχέση με τις ΗΠΑ. Μένει να δούμε αν θα το επιτύχει ή όχι», καταλήγει.

«Γενικότερα, είναι γεγονός ότι η οικονομία θα πιέσει για καλύτερες σχέσεις της χώρας με την Ε.Ε., τις ΗΠΑ, γενικότερα τη Δύση», είναι ο αντίλογος του τούρκου ακαδημαϊκού και αναλυτή στην αντιπολιτευτική Birgun, Ντοάν Τιλίτς. «Αυτό θα έχει αντανακλάσεις στις σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδας. Λάβετε όμως υπόψη σας ότι σε 10 μήνες θα διεξαχθούν στην Τουρκία αυτοδιοικητικές εκλογές. Και, ως γνωστό, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, και οι Τούρκοι και οι Έλληνες έχουν ανάγκη από γενναίες δόσεις εθνικισμού. Στην επερχόμενη προεκλογική περίοδο, προφανώς ο Ερντογάν δεν θα μπορέσει να εγκαταλείψει την εθνικιστική ρητορική του. Ωστόσο, επειδή είναι πολύ πραγματιστής, μπορεί να αλλάξει τακτική. Κι ο σημερινός εχθρός μπορεί να μετατραπεί αύριο στον καλύτερο φίλο», παραδέχεται ο Τιλίτς.

Σύμφωνα, τέλος, με διπλωματική πηγή, στην Άγκυρα, το ερώτημα «τι θα κάνει από εδώ και στο εξής ο Ερντογάν, δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Δεν θα είναι ιδιαιτέρως πιθανό να αλλάξει οικονομική πολιτική. Ακριβώς όμως λόγω της οικονομικής κρίσης, αναμένεται να προκαλέσει την Ε.Ε., να υψώσει τους τόνους έναντι της Ελλάδας -και όχι μόνο-, επιδιώκοντας να στρέψει την προσοχή μακριά από την τουρκική οικονομία, κατηγορώντας, ταυτόχρονα, τη Δύση για την καταβύθισή της».