Η ατζέντα των εκλογών της 21ης Μαΐου εξέπνευσε αυτομάτως με την ψήφο των πολιτών.

Αν αποδείχθηκε εξαιρετικά θνησιγενής, είναι επειδή μεγάλο της μέρος διαμορφώθηκε από ένα εκλογικό σύστημα, το οποίο «ηττήθηκε στρατηγικά» στις κάλπες, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο εμπνευστής του.

Μαζί με το σύστημα της απλής αναλογικής ενταφιάστηκαν τα σενάρια για τις κυβερνήσεις ηττημένων, ανοχής, ειδικού σκοπού ή όποιου άλλου καινοφανούς είδους θα μπορούσε να προκύψει στη σφαίρα της πολιτικής φαντασίας.

Παράλληλα, ενταφιάστηκαν και οι πέραν πάσης λογικής εξισώσεις με «Αγνώστους Χ» που καθόλου δεν κέντρισαν την φαντασία των ψηφοφόρων.

Εν τέλει, οι πολίτες ψήφισαν μια κυβέρνηση και έναν πρωθυπουργό που ήξεραν απέναντι σε κόμματα που ούτε ήξεραν με ποιον θα κυβερνούσαν ούτε πώς.

Η χαώδης διαφορά ανάμεσα στην σαφήνεια του ενός μηνύματος και την ασάφεια του άλλου αποτυπώθηκε και αριθμητικά.

Αυτό που γέννησε τελικά η πολιτική φαντασία ήταν ποσοστά για τον νικητή και τον ηττημένο που κανένας δεν φανταζόταν.

Είναι όμως ακριβώς αυτές οι πέραν πάσης φαντασίας εκλογικές επιδόσεις που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα της δεύτερης κάλπης.

Η οποία, κατά τα φαινόμενα, σχηματοποιείται από ένα πρόβλημα διαχείρισης του αποτελέσματος της πρώτης.

Ο Κ.Μητσοτάκης και η ΝΔ καλούνται να διαχειριστούν μια σαρωτική νίκη ως πρόβλημα μιας προαναγγελθείσας αλαζονείας.

Ο Α.Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, μια ταπεινωτική ήττα ως πρόβλημα μιας δεδομένης εσωστρέφειας.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε να δει κανείς αυτές τις εκλογές σαν ένα παιχνίδι ψυχολογίας, από το οποίο απουσιάζουν τα συνήθη επίδικα των εκλογών, όπως η σύγκριση των προγραμμάτων και η σύγκρουση των ιδεών.

Θα ήταν οι πρώτες του είδους. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το τελευταίο απομεινάρι μιας στρατηγικής ήττας.