Στις ελληνικές εκλογές και την σαρωτική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη αναφέρεται άρθρο του Bloomberg και επικεντρώνεται στο πώς ο Κυριάκος  Μητσοτάκης απέφυγε την παγίδα της Απλής Αναλογικής που νόμιζε ότι του έστησε ο ΣΥΡΙΖΑ.

«Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ξεπέρασε απλώς τους δημοσκόπους με τη σαρωτική εκλογική του νίκη στην Ελλάδα την Κυριακή. Έσπασε επίσης τους περιορισμούς που προσπάθησε να του θέσει ο βασικός του πολιτικός αντίπαλος» λέει ο αρθογραφος του Bloomberg.

«Ο Μητσοτάκης νίκησε τον αντίπαλό του Αλέξη Τσίπρα  την Κυριακή, αλλά ξεπέρασε και την πολύ ισχυρότερη εκδοχή του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα από το 2015. Τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε την Ελλάδα κοντά στην έξοδο από το ευρώ και ένα χρόνο αργότερα άλλαξε τον εκλογικό νόμο προκειμένου να αποτρέψει κόμματα όπως η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη να έχει την πλειοψηφία» προστίθεται στο άρθρο.

Η ενισχυμένη αναλογική των εκλογών του Ιουνίου

Στο άρθρο του Bloomberg γίνεται εκτενής αναφορά στο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής με το οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές και προβλέπει μπόνους έως και 50 εδρών στον νικητή «μειώνοντας το όριο για την πλειοψηφία σε περίπου 38% υπό ορισμένες προϋποθέσεις». Ο συντάκτης σημειώνει, δε, ότι «οι εκλογές της Κυριακής ήταν οι πρώτες και μοναδικές που διεξήχθησαν με το σύστημα που εισήγαγε ο Τσίπρας, το οποίο ουσιαστικά σήμαινε ότι ένας υποψήφιος χρειαζόταν περίπου το 48% των ψήφων για να σχηματίσει πλειοψηφία».

Η διαφορά της Ελλάδας από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες

Στη συνέχεια του άρθρου του Bloomberg σημειώνειται ότι «η προοπτική ο Μητσοτάκης να διεκδικήσει μια ισχυρή εντολή για τη δεύτερη θητεία του, διαφοροποιεί την Ελλάδα από τους περισσότερους γείτονές της, οι οποίοι είδαν τις συμμαχίες να κατακερματίζονται κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας που περιελάμβανε μια οικονομική κρίση, μια παγκόσμια πανδημία και την επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη».

Ο συντάκτης μεταξύ άλλων κάνει ειδική αναφορά σε Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία αναφέροντας ότι «ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ ηγείται ενός συνασπισμού μειοψηφίας που εξαρτάται από ad hoc συμμαχίες για να περάσει τη νομοθεσία. Η Τζόρτζια Μελόνι χρειάστηκε έναν τρικομματικό συνασπισμό για να διεκδικήσει την εξουσία στην Ιταλία, αφού αναδύθηκε από το πολιτικό περιθώριο. Ακόμη και στη Γερμανία, όπου η δημιουργία συνασπισμών αποτελεί μέρος της πολιτικής κουλτούρας, ο Όλαφ Σολτς ηγείται της πρώτης τρικομματικής κυβέρνησης εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα».

«Το προεδρικό εκλογικό σύστημα της Γαλλίας καθιστά τον Εμανουέλ Μακρόν κάτι σαν εξαίρεση μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης, αν και ακόμη και αυτός έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία στην αρχή της δεύτερης θητείας του» συνεχίζεται στο άρθρο στο οποίο γίνεται αναφορά στη δήλωση Μητσοτάκη μετά τη νίκη της Κυριακής ότι «η Νέα Δημοκρατία είναι το μεγαλύτερο κεντροδεξιό κόμμα στην Ευρώπη».

Αφού, δε, ο συντάκτης επισημαίνει οτι «οι ψηφοφόροι επικεντρώθηκαν ιδιαίτερα στον οικονομικό μετασχηματισμό της Ελλάδας, με το ΑΕΠ να επανέρχεται στα επίπεδα που βρισκόταν πριν η Ελλάδα να χάσει την ικανότητα να αποπληρώσει το χρέος της το 2010. Η ανεργία έχει μειωθεί περισσότερο από το μισό σε σχέση με την κορυφή του 28% και οι μετοχές και τα ομόλογα έχουν ανακάμψει» προσθέτει με νόημα ότι «οι εκλογές δείχνουν ότι πολλοί άνθρωποι θέλουν απλώς να συνεχιστεί αυτό».

«Θέλουν μια κυβέρνηση που μπορεί να παραμείνει στη βιώσιμη δημοσιονομική πορεία που είχε ακολουθήσει η Ελλάδα πριν από την πανδημία και να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται πλήρως τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμβάλλουν στην τόνωση της ανάπτυξης. Και αυτό σημαίνει νίκη για τον Μητσοτάκη» καταλήγει ο συντάκτης του άρθρου.

Η θετική αντίδραση του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο Bloomberg

Στο άρθρο του Bloomberg επισημαίνεται και η θετική αντίδραση του Χρηματιστηρίου Αθηνών στη συνεδρίαση της Δευτέρας μετά τον θρίαμβο Μητσοτάκη στιε εκλογές της Κυριάκης με ειδική αναφορά στην απόδοση των 10ετών ομολόγων της Ελλάδας που μειωθηκαν κατά 14 μονάδες βάσης στο 3,877% «το χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο» τονίζοντας τη διαφορά Ελλάδας και Ιταλίας, μιας χώρας την οποία ο συντάκτης χαρακτηρίζει ως «ένα άλλο αδύναμο σημείο κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ την προηγούμενη δεκαετία».