Η χώρα μοιάζει να βρίσκεται πολιτικά σε ένα νέο περιβάλλον δικομματισμού, που όμως δεν πείθει ότι οδηγεί τον τόπο σε περίοδο ακμής αλλά αντίθετα σε ολοένα πιο αισθητή παρακμή. Δύο κόμματα και δύο αρχηγοί με κυβερνητικό παρελθόν ζωντανό και αναμφισβήτητο.

Έχουμε την ασυνήθιστη στα πολιτικά μας ήθη τύχη, να γνωρίζουμε άριστα τους σημερινούς διεκδικητές της εξουσίας, καθότι αμφότεροι κυβέρνησαν και οι θητείες τους χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη σαφήνεια.

Εκ του αποτελέσματος – όπως δηλαδή κρίνεται πάντα η πολιτική – πρόκειται για δύο βαθύτατα συντηρητικά κόμματα, ένα της δεξιάς και ένα της αριστεράς, σε παραδοσιακούς όρους πολιτικής χωροταξίας.

Γιατί συντηρητικά; Διότι αυτό αποδεικνύουν τελικά τα αποτελέσματα, οι συνέπειες των πολιτικών τους, αυτό αποκαλύπτει το αδιαμφισβήτητο αποτύπωμα που άφησαν στην κοινωνία ουσιαστικά, αξιακά, ιδεολογικά και αισθητικά.

Καταρχάς και χρονικά εκκινώντας, ο συντηρητικός ΣΥΡΙΖΑ που κυβέρνησε τόσο αρμονικά και αβίαστα με έναν αρκούντως ιδιόρρυθμο – για να το εκφράσω κομψά – σύμμαχο της ακροδεξιάς. Πώς άραγε τα κατάφερε; Ή την ίδια στιγμή αξιοποίησε τον διοικητή της ΕΥΠ της περιόδου Καραμανλή, ως Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης. Εντυπωσιακή επιλογή, αν μη τι άλλο. Αξιοθαύμαστη σίγουρα η προσαρμογή και συστράτευσή του με το υποτιθέμενο αντίπαλον δέος όλα τα χρόνια της κυβερνητικής του θητείας. Αναμενόμενη όμως και εύκολα αναγνώσιμη για όποιον δεν εμφορείται από συριζαϊκό φανατισμό και βλέπει απλά και με σχετική καθαρότητα.

Κυρίως όμως ο ΣΥΡΙΖΑ, κυβέρνησε τόσο συντηρητικά ώστε διέλυσε και τσάκισε, κατά δήλωση των ιθυνόντων του εξάλλου, τη μεσαία οικονομική τάξη, κατάφερε να θεσπίσει το υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων και όλα τα υπόλοιπα υπερμνημονιακά μέτρα χτυπώντας τα ταμπούρλα φυσικά, αλλά κυρίως υποθηκεύοντας το μέλλον των ερχόμενων γενιών (αυτό κι αν αποτελεί σκληρή συντήρηση), ενώ χειρίστηκε με τόσο ενδιαφέροντα και καινοτόμο τρόπο την ύψιστη δημοκρατική στιγμή του δημοψηφίσματος. Αλλά και σε ιδεολογικό επίπεδο, μάλλον δεν επέδειξε ιδιαίτερη αγάπη για τις έννοιες στο όνομα των οποίων πολιτεύθηκε.

Αξιοπρέπεια, ισότητα, δικαιοσύνη, ευημερία και τόσες ακόμα λέξεις – συνθήματά του, δε φάνηκε να καθίστανται ένδοξες στην πράξη, κατά διάρκεια της συριζαϊκής πενταετίας. Και τελικά όλα αυτά κατατείνουν στην απώλεια κάθε αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης που επεκτείνεται στο πολιτικό σύστημα συνολικά. Και τούτο είναι ένα δομικά συντηρητικό αποτέλεσμα που οφείλεται και στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Φυσικά τους αναγνωρίζεται ότι κυβέρνησαν σύμφωνα με την επάρκεια, την ικανότητα και τη συνέπεια του αρχηγού και των στελεχών του.

Η Νέα Δημοκρατία από την πλευρά της, πλέον καμαρώνει απροκάλυπτα για τον νεοσυντηρητισμό που κομίζει στη χώρα σε όλα τα επίπεδα και, για να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία, τοποθετεί στα πλέον κομβικά υπουργεία, πρόσωπα των οποίων η πολιτική τοποθέτηση είναι σαφής, και ακριβώς προς αυτήν την κατεύθυνση δρουν.

Ο πάλαι ποτέ ηγετικός πυρήνας του Λ.Α.Ο.Σ. δίνει τον τόνο πανηγυρικά στη Ν.Δ., τόσο αξιακά και πολιτικά, όσο και αισθητικά. Κανείς εξάλλου δε μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο σε περίπτωση ήττας του κόμματος κάποια στιγμή και αλλαγής αρχηγού, ο εν λόγω ιδεολογικός χώρος των άκρων, όπως τον χαρακτήριζε πρώην αρχηγός της Ν.Δ., να ηγηθεί και τυπικά του κόμματος.

Κυρίως όμως, συνειδητά συντηρητική είναι η πολιτική που εφάρμοσε τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Ν.Δ. Η αντιδημοκρατική και τριτοκοσμική σε σύλληψη και εκτέλεση του «σκανδάλου» των υποκλοπών κατά τη ρήση του Πρωθυπουργού, η αποδεδειγμένη ανεπάρκεια και ο παλαιοκομματισμός όπως αυτά αναδείχθηκαν στο δυστύχημα των Τεμπών, στις πυρκαγιές και σε πολλές ακόμα περιστάσεις, αλλά και οι σαφούς ιδεολογικής κατεύθυνσης επιλογές όπως αυτή της σύστασης πανεπιστημιακής αστυνομίας, είναι μόνο μερικές ενδεικτικές πολιτικές που καταδεικνύουν τον ακραιφνή συντηρητικό προσανατολισμό που πόρρω απέχει από έναν καλώς εννοούμενο φιλελευθερισμό..

Εξάλλου την ίδια στιγμή, καθένας και καθεμία μπορεί ν’ αντιληφθεί τον βαθμό παρεμπόδισης της δημοκρατικής και ελεύθερης λειτουργίας των ΜΜΕ, τον βαθμό χειραγώγησης της κοινής γνώμης και κατά πόσο όλα τούτα συνδέονται μ’ έναν καταστατικά συντηρητικό τρόπο διακυβέρνησης του τόπου. Όλα τα προαναφερθέντα αποδεικνύουν χωρίς αμφιβολία την οπισθοδρομική αντίληψη που κυριαρχεί στον αξιακό της κώδικα αλλά και στην ηθικοαισθητική οπτική της Νέας Δημοκρατίας.

Ακριβώς λοιπόν επειδή έχουμε να κάνουμε αναμφίβολα με δύο συντηρητικά κόμματα πουμοιάζουν πολύ περισσότερο απ’ όσο θέλουν να δηλώνουν, η προεκλογική τους αντιπαράθεση έχει λάβει εντυπωσιακά υψηλά επίπεδα τοξικότητας και ταυτόχρονης ρηχότητας από πλευράς ουσιαστικού περιεχομένου. Όσο περισσότερο ομοιάζουν επί της ουσίας τα δύο μεγάλα κόμματα και η αντίληψή τους περί πολιτικής, τόσο περισσότερο υιοθετούν υστερικές και μεγαλόστομες επικοινωνιακές στρατηγικές αντιπαράθεσης, για να υποδυθούν τα διαφορετικά.

Στρατηγικές εξάλλου, οι οποίες δε μπαίνουν στην ουσία και τη διαχρονία των θεμάτων ούτε στιγμή, δεν αντικρίζουν το μέλλον και τους ανθρώπους με σθένος και ειλικρίνεια, τεχνηέντως δεν αναδεικνύουν την πλήρη και μεγάλη εικόνα, δεν προτείνουν τελικά στρατηγικές που ν’ απαντούν σε όσα αληθινά χρειάζεται ο τόπος και ο λαός του. Είναι τόσο ίδια, που πρέπει νυχθημερόν τα στελέχη τους να φωνάζουν με γραφικότητα ότι διαφέρουν αδιαφορώντας επί της οσίας για τις αληθινές ανάγκες του τόπου.

Κι έτσι, μέσα σε αυτό το κλίμα τεχνητού φανατισμού και ταυτόχρονα απουσίας της αληθινής πολιτικής που αγωνιά για το μέλλον και αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτό, φτάνουμε σε ελάχιστες πλέον μέρες στις κάλπες. Μία χαμένη ευκαιρία ήταν τούτη η περίοδος που απλά υπονόμευσε το μέλλον και βεβαίωσε ότι θα μοιάζει τόσο μα τόσο πολύ με το παρελθόν.

Ένα όμως είναι βέβαιο και καμία ανησυχία δε χρειάζεται να έχουμε. Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, η χώρα θα κυβερνηθεί από συντηρητικούς και άρα τίποτα ουσιώδες δε θ’ αλλάξει.

Και οι προοδευτικοί; Ψηφίζουν; Μα κυρίως.. υπάρχουν;

*O Βασίλης Παυλίδης είναι οικονομολόγος.