Ποινική Δίωξη σε βάρος 680 αξιωματούχων της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων 118 μελών των ενόπλων δυνάμεων και στελεχών του υπουργείου Άμυνας έχει ασκήσει η  Ρωσία  για παραβιάσεις του δικαίου του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης όπλων εναντίον αμάχων, μετέδωσε σήμερα το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.

Κατά το δημοσίευμα, το οποίο επικαλείται κορυφαίο ρώσο εισαγγελικό λειτουργό, τα πρόσωπα αυτά βαρύνονται με κατηγορίες για τη «χρήση απαγορευμένων μέσων και μεθόδων» διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων, όπως ορίζονται στο Άρθρο 356 του ποινικού κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

«Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη ποινικές διαδικασίες σε βάρος 680 προσώπων», δήλωσε στο TASS ο Αλεξάντερ Μπαστρίκιν, ο επικεφαλής της επιτροπής έρευνας της Ρωσίας. «Ανάμεσα στους κατηγορούμενους είναι 118 άνθρωποι στην ιεραρχία και στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας και στο υπουργείο Άμυνας της Ουκρανίας».

Ο κ. Μπαστρίκιν, ο οποίος αναφέρεται απευθείας στον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, διευκρίνισε πως οι κατηγορίες συμπεριλαμβάνουν τη χρήση όπλων εναντίον αμάχων και ότι οι κατηγορίες σε βάρος των 138 απαγγέλθηκαν ερήμην.

Δεν ήταν διαθέσιμος κάποιος εκπρόσωπος των ουκρανικών αρχών για να σχολιάσει τις δηλώσεις του ρώσου εισαγγελικού λειτουργού.

Ποινικές διώξεις και από το Κίεβο

Σύμφωνα με την ουκρανική εισαγγελία, έχουν καταγραφεί πάνω από 70.000 εγκλήματα πολέμου από την εισβολή του ρωσικού στρατού. Το Κίεβο έχει επίσης κάνει λόγο για διώξεις σε βάρος μελών των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και μισθοφόρων, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της εταιρείας Βάγκνερ, του Γεβγκένι Πριγκόζιν.

Τόσο η Ουκρανία, όσο και η Ρωσία αρνούνται πως βάζουν στο στόχαστρο άμαχους στον πόλεμο, που έχει στοιχίσει τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, εκτόπισε εκατομμύρια και μετέτρεψε ολόκληρες πόλεις σε συντρίμμια.

Την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε πως έχει καταλήξει επισήμως στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία διέπραξε «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» στην Ουκρανία, κάτι που η Μόσχα απορρίπτει.

Με πληροφορίες από το ΑΠΕ – ΜΠΕ