Η έκρηξη της λαϊκής οργής  στη Σρι Λάνκα και οι δρομολογούμενες πολιτικές εξελίξεις με τις προαναγγελθείσες παραιτήσεις προέδρου και πρωθυπουργού αποτελούν το τελευταίο κεφάλαιο μιας χρόνιας και πολυεπίπεδης κρίσης στη νησιωτική αστιατική χώρα του Ινδικού Ωεκανού.

Παγιώθηκε με την κακοδιαχείριση της οικονομίας κυρίως από την κυρίαρχη πολιτική δυναστεία Ρατζαπάκσα, σε ένα μείγμα ευνοιοκρατίας και διαφθοράς «αγκαζέ» με την εγχώρια επιχειρηματική ελίτ, σε μια περισσότερο κατ’ ονόμα πια Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία.

Επιδεινώθηκε με την πανδημία της COVID-19, που μείωσε δραματικά τα έσοδα σε μια υπανάπτυκτη χώρα, η οποία βασιζόταν για έσοδα κυρίως στην τουριστική βιομηχανία της και στα εμβάσματα από εργαζόμενους πολίτες της στο εξωτερικό.

Κλιμακώθηκε, δε, εν μέσω προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα και του πολέμου στην Ουκρανία, που εκτίναξαν στα ύψη τις τιμές καυσίμων, τροφίμων και άλλων βασικών αγαθών -σχεδόν όλα εισαγόμενα στη Σρι Λάνκα.

Φορτωμένη με ένα τεράστιο εξωτερικό χρέος και με τα επιτόκια να παίρνουν διεθνώς την ανιούσα, η χώρα σταμάτησε να το εξυπηρετεί από τον Απρίλιο. Κήρυξε στάση πληρωμών και τώρα βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ.

Βρίσκεται επίσης σε συζητήσεις και με το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ. Εδώ και εβδομάδες άλλωστε τα τρόφιμα στη χρεοκοπημένη χώρα των 22 εκατομμυρίων κατοίκων διανέμονται με δελτίο.

Εκφράζοντας φόβους ότι η περίπτωση της Σρι Λάνκα δεν θα είναι η μοναδική εν μέσω διεθνούς κρίσης, αναλυτές χαρακτηρίζουν τη χώρα του Ινδικού το «καναρίνι στο ανθρακωρυχείο».

Όπως εκείνα δηλαδή που Βρετανοί ανθρακωρύχοι συνήθιζαν να παίρνουν μαζί τους στις στοές ως προειδοποιητικό μέσο, κάθε φορά που η ατμόσφαιρα γινόταν τοξική…

Ντόμινο αποσταθεροποίησης ενόψει;

Ενόσω η Ευρώπη προετοιμάζεται για έναν εφιαλτικό χειμώνα, τα βλέμματα αναλυτών και διεθνών οργανισμών είναι ήδη στραμμένα ανήσυχα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος ως τους πιθανούς επόμενους «κρίκους» σε μια αλυσίδα αποσταθεροποίησης.

Σε δραματικούς τόνους, ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι ο συνδυασμός των προκλήσεων της COVID-19, της κλιματικής αλλαγής και τώρα του πολέμου στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει μια ζοφερή «νέα πραγματικότητα», που αυξάνει παγκοσμίως το κόστος διαβίωσης, διευρύνει τις ανισότητες και επιτείνει την επισιτιστική επισφάλεια με πρωτοφανείς ρυθμούς στον 21ο αιώνα.

Σύμφωνα με την Ομάδα Παγκόσμιας Αντιμετώπισης Κρίσεων των Ηνωμένων Εθνών (GCRG), 107 αναπτυσσόμενες οικονομίες με συνολικό πληθυσμό 1,7 δισεκατομμυρίων κατοίκων -εκ των οποίων περίπου το 1/3 είναι φτωχοί και το 1/8 υποσιτισμένοι- είναι σοβαρά εκτεθειμένες τουλάχιστον σε έναν από τους παράγοντες υψηλού κινδύνου. Ήτοι στην αύξηση των τιμών τροφίμων και ενέργειας, καθώς και στο αυξανόμενο κόστος του εξωτερικού τους χρέους.

Οι 69 εξ αυτών βρίσκονται αντιμέτωπες και με τις τρεις αυτές παραμέτρους, φέρνοντας πάνω από 1,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους ενώπιον ενός τραγικού αδιεξόδου.

Οι χώρες που ήδη βυθίζονται σε αυτό το «σπιράλ» κρίσης εντοπίζονται στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

Ακόμη και προ του πολέμου στην Ουκρανία εν τω μεταξύ το ΔΝΤ προειδοποιούσε ότι το 60% των χωρών χαμηλού εισοδήματος ήταν ήδη υπερχρεωμένες είτε αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να μην μπορούν να εξυπηρετήσουν το εξωτερικό χρέος του στο μέλλον.

Όπως όμως παρατηρεί ο Ρίτσαρντ Κουζούλ-Ράιτ, διευθυντής του Τμήματος Παγκοσμιοποίησης και Αναπτυξιακής Στρατηγικής στην υπηρεσίας UNCTAD του ΟΗΕ για το εμπόριο και την ανάπτυξη, η  διεθνής κοινότητα ίσως να μην είναι καλά προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει το διαφαινόμενο πρόβλημα χρέους.

«Το σύστημα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα μεμονωμένα», ανέφερε προσφάτως. «Όμως προς το παρόν δεν υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστούν» ταυτόχρονα…

Και το φάσμα της πείνας επεκτείνεται

Η επιδείνωση της επισιτιστικής επισφάλειας παγκοσμίως θα έχει αναπόφευκτα δυσμενείς μακροπρόθεσμες συνέπειες, επιδεινώνοντας τις ολέθριες συνέπειες έπειτα από δύο και πλέον χρόνια πανδημίας.

Προς επίρρωση έρχεται νέα έκθεση του ΟΗΕ που δείχνει ότι ο αριθμός των ανθρώπων που υποτιστίζονται παγκοσμίως αυξήθηκε στο 9,8% το 2021, φτάνοντας τα 828 εκατομμύρια το 2021.

Είναι 46 εκατομμύρια περισσότεροι από το 2020, όταν η πανδημία της COVID-19 βύθισε την παγκόσμια οικονομία, και 150 εκατομμύρια περισσότερα από το 2019.

Ως βασικές αιτίες αναφέρονται «συγκρούσεις, ακραίες κλιματικές συνθήκες και οικονομικά σοκ, σε συνδυασμό με αυξανόμενες ανισότητες». Ο πόλεμος στην Ουκρανία, υπογραμμίζεται, επιδείνωσε έτι περαιτέρω την κρίση.

Τα υψηλότερα ποσοστά υποσιτισμού καταγράφονται στην υποσαχάρια Αφρική (23,2%), στη Νότια Ασία (16,9%) και στην Καραϊβική (16,4%).

Στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, τη δεύτερη λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα του κόσμου, ένας στους δύο κατοίκους της (52,2%) υποσιτίζεται.

Στη Μαδαγασκάρη το ποσοστό φτάνει το 48,5%. Στην Αϊτή είναι στο 47,2%, στη Βόρεια Κορέα στο 41,6% και στο 41,4% στην πολύπαθη Υεμένη.

«Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος οι αριθμοί αυτοί να ανέβουν ακόμη υψηλότερα τους επόμενους μήνες», υπογραμμίζει ο διευθυντής του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος του ΟΗΕ, Ντέιβιντ Μπίζλι.

«Το αποτέλεσμα θα είναι παγκόσμια αποσταθεροποίηση, πείνα και μαζική μετανάστευση σε άνευ προηγουμένου κλίμακα», προειδοποιεί. «Πρέπει να δράσουμε σήμερα για να αποτρέψουμε αυτήν την επικείμενη καταστροφή»…