Μια πρόσφατη μελέτη που διενεργήθηκε από το Σουηδικό Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας και ανέλυσε δεδομένα περίθαλψης ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα από το 2014-2020, σε 12 Ευρωπαϊκές χώρες παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Συνέδριο της ΕΟΠΕ για την περίθαλψη των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα. Στη μελέτη με τίτλο «Με διάγνωση, αλλά χωρίς θεραπεία – Πώς θα βελτιωθεί η πρόσβαση των ασθενών σε προηγμένες θεραπείες για τον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα στην Ευρώπη», οι ερευνητές προσπάθησαν να διευκρινίσουν γιατί κάποιοι ασθενείς με τοπικά προχωρημένο/ μεταστατικό μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα δεν παίρνουν θεραπεία μετά τη διάγνωση, καθώς και γιατί μεγάλο μέρος των ασθενών συνεχίζει να λαμβάνει χημειοθεραπεία.

Για να γίνει η σύγκριση των θεραπευτικών σχημάτων που επιλέγονται ανά χώρα, οι ερευνητές έθεσαν ως ορόσημο τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ογκολογίας (ESMO), σύμφωνα με τις οποίες το 75% των ασθενών συνιστάται να δέχονται θεραπεία με αντικαρκινικά φάρμακα.

H μελέτη έδειξε ότι την τελευταία δεκαετία, συντελέστηκε μια επανάσταση στις θεραπείες κατά του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα με στοχευμένες θεραπείες, όταν το προηγούμενο διάστημα οι περισσότεροι ασθενείς ακολουθούσαν την παλαιότερη χημειοθεραπευτική προσέγγιση.

Τα αποτελέσματα στην Ευρώπη

Σύμφωνα με την μελέτη, μόλις 40-50% είναι το ποσοστό των ασθενών που λαμβάνει θεραπεία για τον καρκίνο του πνεύμονα στην Πολωνία και τη Μεγάλη  Βρετανία. Στην Μ.Βρετανία ωστόσο, οι ογκολόγοι δεν επιτρέπεται να συνταγογραφούν θεραπείες κατά του καρκίνου σε ασθενείς των οποίων η κλινική εικόνα είναι μέτρια! Αντίθετα μόνο ασθενείς με καλή κλινική εικόνα έχουν πρόσβαση στην θεραπεία, δεδομένο που δεν συνάδει με τις οδηγίες του ESMO. Καλύτερη είναι η εικόνα στη Νορβηγία και την Πορτογαλία, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται στο 75%, ενώ σε Ελλάδα και Βέλγιο το 70% παίρνει θεραπεία για την πάθησή του.

Δρ Thomas Hofmarcher, Οικονομολόγος στο Σουηδικό Ινστιτούτο για τα Οικονομικά της Υγείας (Swedish Institute for Health Economics (IHE).

Ειδικότερα στην Ελλάδα

Όπως μας είπε ο κ. Hofmarcher, στην Ελλάδα οι ογκολόγοι εφαρμόζουν καλύτερα τις προβλεπόμενες οδηγίες, και 7 στους 10 ασθενείς παίρνουν θεραπεία μετά τη διάγνωση.

Παρ’ όλα αυτά όμως, τα δεδομένα δεν είναι το ίδιο ενθαρρυντικά και για το είδος της θεραπείας που χορηγείται στην Ελλάδα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως πολύ λίγοι ασθενείς λαμβάνουν ανοσοθεραπεία και στοχεύουσες θεραπείες σε σχέση με τις συστάσεις του ESMO, ενώ πολλοί ασθενείς ακολουθούν την παλαιότερη χημειοθεραπευτική οδό. Όπως τονίζει ο δρ Hofmarcher, «χωρίς χορήγηση της σύγχρονης ανοσοθεραπείας και των στοχευουσών θεραπειών, είναι πολύ δύσκολο να βελτιωθούν τα αποτελέσματα υγείας των ασθενών».

Πεδία βελτίωσης στην Ελλάδα

Συνεχίζοντας, ο καθηγητής τόνισε επίσης, ότι στην Ελλάδα δεν καλύπτονται οι εξετάσεις των βιοδεικτών που χρειάζονται για την ανοσοθεραπεία με φάρμακα PD-L1, ούτε ο πλήρης γονιδιακός έλεγχος που χρειάζεται για τη στοχευμένη θεραπεία.

Η δυνατότητα λήψης θεραπειών σύγχρονης τεχνολογίας στην Ελλάδα, βελτιώθηκε με το ηλεκτρονικό σύστημα προέγκρισης που εισήχθη το 2018. Σημείο προς βελτίωση είναι οι  διαδικασίες εγκρίσεων του συστήματος (2-3 εβδομάδες), γεγονός που δύναται να αποθαρρύνει τους Έλληνες ογκολόγους, που καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα υποστελεχωμένο σύστημα υγείας.

Ο Δρ Hofmarcher, σχολιάζοντας τον κλειστό προϋπολογισμό για φάρμακα στην Ελλάδα παρατήρησε ότι δεν αρκεί για να καλύψει τους ασθενείς της χώρας, πόσο μάλλον τους καρκινοπαθείς. Μερικές από τις λύσεις που προτείνει είναι η δημιουργία ενός συμπληρωματικού ταμείου για τις σύγχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις κατά του καρκίνου ή τη μετάβαση από έναν κλειστό ετήσιο προϋπολογισμό φαρμάκων, σε έναν προϋπολογισμό που θα προσαρμόζεται σε σχέση με τη συνολική δαπάνη υγείας, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ιταλίας.

Παράλληλα, πολύ σημαντικός παράγοντας είναι και η συνεχής εκπαίδευση των ογκολόγων που ειδικεύονται στον καρκίνο του πνεύμονα, καθώς κάθε χρόνο υπάρχουν νέες θεραπευτικές εξελίξεις και η συνεχής ενημέρωση αποτελεί μια πρόκληση για τους γιατρούς. Η εκπαίδευση των γιατρών ωστόσο διασφαλίζει την παροχή της καλύτερης δυνατής φροντίδας στους ασθενείς.