Στο Συνέδριο του ΠαΣοΚ-Κινήματος Αλλαγής η αναφορά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη σε ένα κόμμα αριστερό με σοσιαλδημοκρατικές αρχές είναι αυτό που λέμε «πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα». Στη χώρα, κυρίως μετά το 2015-2019, για λόγους για τους οποίους κατ’ εξοχήν υπεύθυνος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, η οποιαδήποτε αναφορά στην Αριστερά άρχισε να γίνεται τοξική σχεδόν για τα δύο τρίτα των Ελλήνων. Ακόμη και για αυτούς που ψήφισαν το 1981 ΠαΣοΚ. Τότε είχαμε για πρώτη φορά την Αριστερά στην εξουσία στην Ελλάδα και όχι το 2015, όταν στην εξουσία ανήλθε μια άλλη Αριστερά σε συμμαχία με τη χειρότερη Ακροδεξιά (τη Χρυσή Αυγή τη θεωρούμε ναζιστικό μόρφωμα). Ακόμη και έτσι, όμως, ούτε το 2015 ανήλθε στην εξουσία η Αριστερά, έστω για δεύτερη φορά. Αυτό είχε ήδη συμβεί το 1996-2000.

Δεν «παίζουμε» εδώ το ποιος είναι πιο αριστερός. Κάτι τέτοιο είναι αδιάφορο για την ευρύτερη κοινωνία. Κάνουμε αυτή την ιστορική διαδρομή γιατί, παρά τη διαφορετική γνώμη της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά, πολλοί επιχείρησαν να επιβάλουν στη διευρυμένη με ανθρώπους από την Ανανεωτική Αριστερά και τις Κινήσεις Πολιτών παράταξή μας, κορμός της οποίας είναι το ΠαΣοΚ, απόψεις που έβλεπαν και βλέπουν τη σοσιαλδημοκρατία ως παράταξη του Κέντρου. Αυτοί συγχέουν την ταυτότητα των κεντρώων ψηφοφόρων με την ταυτότητα του κόμματος. Ετσι, αντί να γίνεται λόγος για την παράταξη που υποστηρίζει αριστερές λύσεις στα κέντρα των κοινωνιών, μέσα από τη συγκρότηση συμμαχιών των μεσαίων με τα κατώτερα στρώματα και την προοδευτική φιλελεύθερη διανόηση, γινόταν λόγος για κάποια μεσαία δύναμη ανάμεσα στη Δεξιά και στην Αριστερά. Οταν όμως δηλώνεις πως βρίσκεσαι στη μέση, φυσικό είναι να τραβάς σαν τον μαγνήτη ερωτήσεις του τύπου «με ποιον θα πας;». Και από εκεί ξεκινούν τα προβλήματα. Το ΠαΣοΚ- Κίνημα Αλλαγής δεν έχει τίποτα να φοβηθεί όταν δηλώνει την αριστερή δημοκρατική ταυτότητά του. Και έχει πολλά να χάσει κρυπτόμενο πίσω από ένα νεφελώδες Κέντρο. Ετσι ακριβώς παραδίδει τους κεντρώους πολίτες σε άλλον πολιτικό σχηματισμό. Στο χέρι μας είναι όχι μόνο να μη χάσουμε την αριστερή μας ταυτότητα, αλλά και να μη φοβόμαστε να την αναδεικνύουμε.

Το κόμμα δεν μπορεί να θυμίζει στο εξής αυτόν τον καλόβολο και άκακο «κεντρώο», θαμώνα των πάλαι ποτέ καφενείων του χωριού, ο οποίος στα πράσινα καφενεία ξιφουλκούσε κατά της Δεξιάς και στα μπλε καφενεία συγκέντρωνε τα πυρά του κατά του ΠαΣοΚ και της άλλης Αριστεράς. Ολοι τον άκουγαν με συγκατάβαση, τον χτυπούσαν στην πλάτη, του έλεγαν λόγια κατανόησης, αλλά κανείς δεν τολμούσε να του αποκαλύψει πως το κόμμα του είχε πεθάνει. Μετά το 1974 υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί «κεντρώοι» πολίτες και ακόμη περισσότερες κεντρώες προτάσεις, δεν υπάρχει όμως πολιτικό Κέντρο ως αυτόνομη παράταξη. Προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιοι κατατάσσουν το ΠαΣοΚ στο Κέντρο. Βεβαίως στην Ελλάδα οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και δικά μας διαχρονικά λάθη επέβαλαν τον φόβο να λέει κανείς τα πράγματα με το όνομά τους. Πως, δηλαδή, μέσα στις πολλαπλές Αριστερές, το ΠαΣοΚ είναι η Αριστερά του πρωτείου της δημοκρατίας και του κράτους πρόνοιας, η Αριστερά της δίκαιης κοινωνίας. Κάποιοι προσπαθούν να σπρώξουν την ελληνική σοσιαλδημοκρατία στα θαμνώδη μονοπάτια του «Κέντρου», ενώ δίπλα της υπάρχουν οι λεωφόροι του «αριστερού κόμματος με σοσιαλδημοκρατικές αρχές». Ετσι, το βάρος των μνημονίων μάς ζητήθηκε να το ξαλαφρώσουμε όχι πετώντας τα ξεπερασμένα ιδεολογικά σχήματα, αλλά κάθε ιδεολογική αναφορά στη σοσιαλδημοκρατία ως το κόμμα με αριστερές αρχές. Επιχείρησαν να μας στριμώξουν στα σκοινιά και να μας αναγκάσουν να ρίχνουμε «κεντρώες» γροθιές στον αέρα. Τοποθετώντας μας στο Κέντρο νομιμοποιούνταν να μας ρωτούν αν προτιμούμε τις δεξιές ή τις αριστερές ριζοσπαστικές γροθιές και όχι τι εκπροσωπούν οι δικές μας.

Σήμερα το ΠαΣοΚ-Κίνημα Αλλαγής υποχρεούται να χτίσει τη δική του αφήγηση πάνω στις αριστερές του ρίζες. Εκεί θα κριθεί. Στο αν δηλαδή οι μεσαίοι θα βρουν στις πολιτικές του το πνεύμα της δημοκρατικής κοινωνικής ανάτασης και αν τα λιγότερο ευνοημένα στρώματα θα δουν σε αυτό τον μαχητή κατά των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Αν δηλαδή θα ξαναστήσει τη συμμαχία αυτών των δύο πάνω στη βάση της πάλης κατά των ανισοτήτων. Ας μην το ψάχνουμε. Προοδευτικό είναι ό,τι μειώνει τις ανισότητες. Η πάλη κατά των ανισοτήτων ή η αποδοχή τους ως αναπόφευκτων χωρίζουν τον προοδευτικό απο τον συντηρητικό. Και υπάρχει πληθώρα επιστημονικών έργων – θα αναφερθούμε εδώ μόνο στο έργο των Τάσου Γιαννίτση και Σταύρου Ζωγραφάκη «Ανισότητες, φτώχεια, οικονομικές ανατροπές στα χρόνια της κρίσης», Πόλις – σύμφωνα με τα οποία οι ανισότητες οξύνθηκαν κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αλλά και στη συνέχεια. Επομένως, σε εποχές ιδεολογικής ηγεμονίας του κοινωνικού αυτοματισμού, σύμφωνα με τον οποίο οι φτωχοί ευθύνονται για τη φτώχεια τους, ο τόπος έχει οπωσδήποτε την ανάγκη ενός αριστερού κόμματος με σοσιαλδημοκρατικές αρχές. Δεν συμβιβαζόμαστε με την υποκατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία και τον οργανωτικισμό. Γνωρίζουμε πως για να υπερασπιστεί κανείς τη δημοκρατία δεν χρειάζονται απολιτικοί ναρκισσισμοί. Αυτοκριτική, αυτογνωσία, μελέτη χρειάζεται. «De te fabula narratur – Ο μύθος μιλάει για εσένα» (Οράτιος).

*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, συγγραφέας.  Ο κ. Μανώλης Χριστοδουλάκης είναι μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠαΣοΚ – Κινήματος Αλλαγής.