Αλήθεια έχει αναρωτηθεί κάποιος τι προσφέρουν ή τι έχουν προσφέρει οι γαλαζοαίματοι στην Ευρώπη; Με εξαίρεση ίσως τους βρετανούς βασιλείς η ιστορία των υπολοίπων έχει γραφτεί με αίμα – όχι το γαλάζιο, το άλλο το κόκκινο του απλού λαού – ενώ στην Ελλάδα η ιστορία της βασιλικής οικογένειας έχει προσφέρει μόνο διχασμούς, ανακατωσούρες και φαγοπότι όποτε χρειάστηκε.
«Προς τη Θεσσαλονίκη»
Στην Ελλάδα ο πρώτος μεγάλος εθνικός διχασμός έγινε κατά τη διάρκεια του Πρώτου παγκόσμιου πόλεμου. Πριν αναφερθούμε σε αυτόν θα μιλήσουμε για την μεγάλη κόντρα μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου Ά στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ο «στρατηλάτης» όπως θέλουν να αποκαλούν τον Κωνσταντίνο οι οπαδοί του δεν μπόρεσε να διακρίνει την τεράστια σημασία που θα είχε η Θεσσαλονίκη για το ελληνικό κράτος.
Έτσι δεν ήθελε να πάει να την καταλάβει αλλά να κατευθυνθεί προς το Μοναστήριον. Από την άλλη ο Βενιζέλος είχε σωστά διαβλέψει πως το λιμάνι της Θεσσαλονίκης αλλά και οι κάτοικοι της θα έδιναν τεράστια οικονομική ώθηση στην Ελλάδα.
Ο Βενιζέλος λοιπόν επέμενε τα ελληνικά στρατεύματα να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη όσο πιο γρήγορα μπορούν γιατί οι Βούλγαροι βρισκόντουσαν προ των πυλών της. Και όταν μια πόλη καταληφθεί από έναν στρατό δύσκολα την αφήνει.
Τηλεγραφεί λοιπόν στον «στρατηλάτη» Κωνσταντίνο που ήταν με τον στρατό στην Κοζάνη και του ζητάει να μάθει τι πρόκειται να κάνει.
«Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώρα ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην.
υπουργός Στρατιωτικών Βενιζέλος».
Ο «στρατηλάτης» Κωνσταντίνος με στόμφο και κομπασμό απάντησε: «Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Και ο πρωθυπουργός απήντησε: «Σας το απαγορεύω!»
Μάλιστα επειδή ήταν σίγουρος ότι ο «στρατηλάτης» Κωνσταντίνος (διάδοχος του θρόνου τότε) μπορεί και να μην ακολουθούσε τις εντολές του νόμιμα εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας, τηλεφωνεί μετά τα μεσάνυχτα στον Βασιλέα Γεώργιο στην Αθήνα.
Διαβάζουμε από τον τύπο της εποχής: «Ο πρωθυπουργός διατάσσει να τον εξυπνήσουν και να του ανακοινώσουν τα επόμενα, με την παράκλησιν όπως τα διαβίβαση εις τον υιόν του: «Σας καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνον διά την βραδύτητα με την οποίαν διεξάγετε τας επιχειρήσεις, αι οποίαι κινδυνεύουν να φέρουν τους Βουλγάρους πρώτους εις Θεσσαλονίκην». Του λέει ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Αυτή ήταν μια πρώτη κόντρα της βασιλικής οικογένειας με τους νόμιμους πρωθυπουργούς της χώρας. Οι βασιλιάδες με ελάχιστες εξαιρέσεις θεωρούσαν ότι κυβερνούν «ελέω Θεού» και ότι είναι αλάνθαστοι αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας, έκαναν το ένα λάθος μετά το άλλο.
Η μικρασιατική καταστροφή
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που παραχαράσσοντας την Ιστορία προσπαθούν να ρίξουν τα βάρη της μικρασιατικής καταστροφής είτε στον Βενιζέλο, είτε στους… σαμποτέρ κομμουνιστές.
Φυσικά δεν φταίνε ούτε οι σαμποτέρ κομμουνιστές που τότε μετα βίας ξεπερνούσαν το 3% στο σύνολο του πληθυσμού, ούτε ο Βενιζέλος που μας έμπλεξε. Ας δούμε τι είχε προηγηθεί:
Ενώ η Ελλάδα έπαψε να είναι πλέον «μικρά πλην όμως τίμια» όπως την ήθελαν οι φιλοβασιλικοί βουλευτές, ο Βενιζέλος γύριζε από το Παρίσι με τη μεγαλύτερη διπλωματική νίκη στην ιστορία της Ελλάδας, υπογεγραμμένη από τους συμμάχους.
Εκτός των άλλων παραχωρήσεων, η χώρα θα αναλάμβανε τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης και της ενδοχώρας για πέντε χρόνια. Στη συνέχεια με δημοψήφισμα ο λαός της Ιωνίας θα αποφάσιζε για το μέλλον της περιοχής του.
Επίσης στην Ελλάδα δόθηκαν η Ίμβρος, η Τένεδος και η Ανατολική Θράκη. Η Ελλάδα του 1910 των 64.679 τ.χλμ. και των 2.632.000 κατοίκων μέσα σε 10 χρόνια είχε γίνει μια Ελλάδα των 173.779 τ.χλμ. και των 7.156.000 κατοίκων. Όλα αυτά αποκλειστικά χάρη στον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ελληνικό λαό, που αγόγγυστα τροφοδοτούσε έναν ισχυρότατο αήττητο στρατό, τον οποίο «υπολόγιζαν οι φίλοι και έτρεμαν οι εχθροί».
Και όμως οι Βασιλικοί δεν ήταν ευχαριστημένοι. Δύο απότακτοι βασιλόφρονες αξιωματικοί πυροβολούν δέκα φορές για να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο μέσα στον σιδηροδρομικό σταθμό «Λυών» στο Παρίσι.
Αμέσως μετά προκηρύσσονται εκλογές και ο Βενιζέλος τις χάνει. Και από δω και μετά αρχίζει ένα νέο έγκλημα της Βασιλικής οικογένειας που ανέδειξε… «στρατηλάτες».
Αλλάζουν όλοι οι «αμυνίτες» Βενιζελικοί αξιωματικοί και στη θέση του μπαίνουν άκαπνοι Βασιλόφρονες. Αξιωματικοί που δεν είχαν ιδέα ότι ο τρόπος διεξαγωγής του πολέμου άλλαξε από το 1910 και πλέον κανείς δεν πολεμάει στα χαρακώματα, αλλά η σύγχρονη αντίληψη ήθελε έναν στρατό ευέλικτο και ισχυρό.
Στη Σμύρνη ο κόσμος κλαίει ενώ πρίγκιπας Ανδρέας (άλλος γαλαζοαίματος και αυτός) έλεγε: «Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς εδώ τους αχρείους»
Σε επίπεδο διπλωματικό και με δεδομένη την αντίσταση του Κεμάλ όχι στα ελληνικά παράλια αλλά σε μια άγνωστη ενδοχώρα που ο «στρατηλάτης» ήθελε να καταληφθεί, η χώρα είναι γυμνή. Η Γαλλία, Η Σοβιετική Ένωση και μετέπειτα η Αγγλία γυρνούν την πλάτη τους στην Ελλάδα και συνάπτουν συμμαχίες με τον Κεμάλ.
Ενώ όταν έγινε η καθοριστική μάχη του Σαγγάριου άλλη μια λαμπρή σελίδα της Βασιλικής οικογένειας γράφτηκε. Ο Πρίγκιπας Ανδρέας διοικητής του Β σώματος Στρατού δεν ακολουθεί τις διαταγές που έχει από τον αρχιστράτηγο Παπούλα με αποτέλεσμα το μέτωπο να υποστεί ένα τεράστιο ρήγμα και από κει και μετά να αρχίσει η επέλαση των Τούρκων με όλες τις καταστροφικές συνέπειες.
Σε κανέναν πόλεμο
Και αφού περάσουμε τα πάθη και τις καταστροφές του μεσοπολέμου, φτάνουμε στον δεύτερο παγκόσμιο. Εκεί για άλλη μια φορά η Βασιλική οικογένεια είναι απούσα από τους μεγάλους αγώνες του ελληνικού λαού.
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα μπήκαν στην χώρα, ο Βασιλιάς Γεώργιος ο ΄Β προτίμησε να διαφύγει και να πάει στο Κάιρο. Ενώ ο αδερφός του Παύλος προτίμησε μαζί με την σύζυγο του, το – πρώην – μέλος της ναζιστικής νεολαίας, Φρειδερίκη να πάει ακόμη νοτιότερα για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Βέβαια ένας άλλος συγγενής του, ο Δανός Βασιλιάς προτίμησε να παραδώσει τη χώρα του σε έναν μοτοσυκλετιστή της Βέρμαχτ που περνούσε από τα ανάκτορα όταν οι γερμανοί εισέβαλλαν στη Δανία.
Η Φρειδερίκη
Η Φρειδερίκη Λουίζα, Θήρα, Βικτορία, Μαργαρίτα, Σοφία, Όλγα, Σεσίλια, Ισαβέλλα, Χρήστα, ή πιο απλά Φρειδερίκη, 64η στη διαδοχή του Αγγλικού θρόνου, αποφάσισε να ενδώσει και να παντρευτεί τον πρίγκιπα Παύλο της Ελλάδας το 1937.
Βέβαια το γεγονός ότι ο Παύλος ήταν γιος του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και της μεγάλης θείας της Φρειδερίκης Σοφίας ως εκ τούτου, ήταν πρώτα ξαδέρφια. Και ήταν επίσης πατρικά δεύτερα ξαδέρφια ως δισέγγονα του Christian IX της Δανίας, δεν έχει καμία σημασία. Αρκεί το γαλάζιο αίμα να μην μολυνθεί από άλλες επιμιξίες.
Την 1η Απριλίου 1947, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γεωργίου Β΄, ο Παύλος έγινε βασιλιάς και η Φρειδερίκη βασίλισσα. Διαδραμάτισε αμφιλεγόμενο ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας ενώ μετά τον θάνατο του συζύγου της, Παύλου, στις 6 Μαρτίου 1964, πήρε τον τίτλο της Βασίλισσας Μητέρας (Βασιλομήτορος).
Κύριο χαρακτηριστικό της Φρειδερίκης ήταν ότι ως βασίλισσα και βασιλομήτωρ είχε συνεχή ανάμειξη και επιρροή στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, αν και κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν από τον θεσμικό της ρόλο.
Έφυγε από την Ελλάδα με την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια μετά το αποτυχημένο Αντικίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου, στις 13 Δεκεμβρίου του 1967, και εγκαταστάθηκε στην Ιταλία.
Ο γάμος της Σοφίας
Τον Μάρτιο του 1962 η ίδια η Φρειδερίκη απαιτεί να ψηφίσει η κυβέρνηση της ΕΡΕ τον νόμο «περί συστάσεως προικός για την πριγκίπισσα Σοφία». Το Ελληνικό Δημόσιο επιβαρύνθηκε κατά 300.000 δολάρια. (η ισοτιμία της εποχής είναι τρομακτική). Ο γάμος στοίχισε όχι φυσικά στη βασιλική οικογένεια αλλά στους έλληνες περισσότερα από 3 εκατομμύρια δολάρια που επιβάρυναν τον προϋπολογισμό.
Τριάντα δύο εν ενεργεία βασιλείς και 109 πρίγκιπες από ολόκληρο τον κόσμο. Τρεις χιλιάδες Ισπανοί αριστοκράτες, και μια ολόχρυσή άμαξα με λευκά άλογα.
80.000 τριαντάφυλλα και γαρίφαλα στολίστηκαν σε δυο εκκλησίες και όλα δίχως να βγει δραχμή από τα ταμεία της οικογένειας. Οργανώσεις, ιδρύματα, οργανισμοί, τράπεζες, σχολεία, γηροκομεία, νοσοκομεία, όλοι υποχρεώθηκαν να στείλουν χρήματα και δώρα.
Λίγο αργότερο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αύξησε την βασιλική χορηγία από τις 384.000 δολάρια στα 567.700 δολάρια.
Φυσικά δεν θα αναφερθούμε για τον ρόλο της στη δολοφονία Λαμπράκη, ούτε για το ταξίδι της στις ΗΠΑ όπου επέστρεψε με 90 βαλίτσες που πέρασαν αφορολόγητες από το τελωνείο, ούτε για τη 10ήμερη τσάμπα κρουαζιέρα μαζί με μέλη τέως αλλά και νυν γαλαζοαίματων με το πλοίο «Αγαμέμνων» που τσάκισε ξανά τον προϋπολογισμό του κράτους.
Κωνσταντίνος ο Β
Και φτάνουμε στον Κωνσταντίνο Β Γλίξμπουργκ. Ήταν βασιλιάς από το 1964 μέχρι το 1973. Ως βασιλιάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας με σημαντικότερη την εμπλοκή του στα γεγονότα της Αποστασίας, όταν συγκρούστηκε με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, με αποτέλεσμα την παραίτηση του ιδίου.
Τα 161 εκατομμύρια ευρώ
Και επειδή ο καλός βασιλιάς αγαπάει τον λαό του αλλά αγαπάει περισσότερο τον εαυτό του, ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ στράφηκε κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ. Όλα άρχισαν το 1992 όταν με συμφωνία με την τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη προβλεπόταν εκχώρηση της περιουσίας του τέως βασιλιά σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την εξαγωγή μεγάλου αριθμού της κινητής περιουσίας στο εξωτερικό.
Το 1994 ήρθε η ανάκληση αυτής της απόφασης από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Επιπροσθέτως, αφαίρεσε από τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο την περιουσία του στην Ελλάδα, αλλά και την ελληνική ιθαγένεια με το νόμο νόμος 2215/1994.
Η βασιλική οικογένεια προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο ΣτΕ. Δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο, αλλά το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή της. Το 1997, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, συμφώνησε τελικά με το ΣτΕ.
Από το 1994, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, μαζί με ακόμα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, κατέθεσε προσφυγή εις βάρος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η βασιλική οικογένεια ισχυριζόταν πως με την δήμευση της περιουσίας της χωρίς αποζημίωση, παραβιάστηκαν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα, ενώ κατήγγειλαν πως είχαν υποστεί εξευτελιστική μεταχείριση με την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας και την επιβολή του επωνύμου «Γλύξμπουργκ».
Στην προσφυγή του ο Κωνσταντίνος ζητούσε 161 εκατ. ευρώ. Το ελληνικό κράτος έδωσε τελικά 12 εκατ., τα οποία κατέβαλε από τον προϋπολογισμό «φυσικών καταστροφών», κάνοντας πολιτικό υπαινιγμό.
Η «αντιδικτατορική» του δράση
Και ενώ οι υποστηρικτές του θέλουν να τον παρουσιάζουν ότι πολέμησε τη δικτατορία. Μάλιστα λένε «κοιτάξτε τη φωτογραφία με τους συνταγματάρχες πόσο συνοφρυωμένος είναι», μια έρευνα από τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Μόενς Πελτ φέρνει στη δημοσιότητα έγγραφα σύμφωνα με τα οποία, ο Γλύξμπουργκ ήθελε πάσει θυσία να μείνει στον θρόνο και να είναι βασιλιάς.
Έτσι από τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη δικτατορία και ιδιαίτερα με τον Παπαδόπουλο μέσω του Γερμανού και του Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα για να καταστήσει σαφές ότι:
-Ήταν πρόθυμος να επιστρέψει άνευ όρων στην Ελλάδα και να συγκυβερνήσει με τους πραξικοπηματίες. Δεχόταν μάλιστα, όταν επιστρέψει, να τεθεί υπό εικοσιτετράωρη καθημερινή επιτήρηση από ανθρώπους έμπιστους της δικτατορίας.
-Ήταν αντίθετος με κάθε διεθνή πίεση προς τη δικτατορία για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών. Στις πιέσεις αυτές συμπεριλαμβάνονταν η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και η διακοπή της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Ο Κωνσταντίνος προσφερόταν μάλιστα να εργαστεί για την αναστολή κάθε διεθνούς κριτικής εναντίον της επανάληψης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Χαρακτήρισε «αντιπατριωτική πράξη» κάθε τέτοια κριτική από Έλληνες.
-Αποδεχόταν το δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 και το θεωρούσε ως ένα ικανοποιητικό πλαίσιο άσκησης των πολιτικών ελευθεριών.
-Δεν σκόπευε να αποκαταστήσει τους αξιωματικούς που είχαν υποστηρίξει τον ίδιο στο λεγόμενο αντιπραξικόπημα του Δεκεμβρίου 1967.
-Επιδίωκε συνάντηση με τον Παπαδόπουλο εκτός Ελλάδας για το διακανονισμό της επιστροφής του.