Την ερχόμενη Κυριακή, 27 Μαρτίου, έχει προγραμματιστεί νέα συνάντηση ανάμεσα στους ηγέτες των έξι κομμάτων που συγκροτούν – ή, για την ακρίβεια, προσπαθούν να συγκροτήσουν το ενιαίο μέτωπο της τουρκικής αντιπολίτευσης. Οικοδεσπότης, αυτή τη φορά, θα είναι ο Αλί Μπαμπατσάν, πρώην υπουργός Οικονομικών του Ταγίπ Ερντογάν και νυν πρόεδρος του Κόμματος της Δημοκρατίας και της Προόδου (DEVA), ο οποίος θα παραθέσει δείπνο στους ομολόγους του.

Πρόκειται για την τρίτη συνάντηση των «6» από τις αρχές Φεβρουαρίου και όλα δείχνουν ότι θα ακολουθήσουν και άλλες, σε πιο τακτική βάση. Εξάλλου, ακόμη και εάν ο Ερντογάν τηρήσει την υπόσχεσή του και διεξάγει τις εκλογές το καλοκαίρι του 2023 και όχι νωρίτερα, ο χρόνος που απομένει είναι, πλέον, αρκετά μικρός και η αντιπολίτευση πρέπει να καταθέσει εγκαίρως το οριστική της σχέδιο για το πώς θα φύγουν από την εξουσία ο «σουλτάνος» και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).

Η αναγκαιότητα οι αποφάσεις να επισπευστούν αυξάνει για έναν ακόμη λόγο. Πρόσφατα, το ΑΚΡ και ο βασικός του εταίρος, το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κατέθεσαν πρόταση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου η οποία, όπως σημειώνουν αρκετοί, έχει στόχο να βάλει «σφήνες» στην προσπάθεια της αντιπολίτευσης να ενωθεί.

Η «λεπτομέρεια» του νέου εκλογικού νόμου

Παρά το γεγονός ότι, θεωρητικά, η μείωση του ορίου που απαιτείται για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή στο 7%, από 10% που είναι σήμερα, αποτελεί ένα δημοκρατικό μέτρο, υπάρχει μία – τουλάχιστον – κρίσιμη (και πονηρή;) «λεπτομέρεια». Κι αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι στην περίπτωση ενός συνασπισμού, όπως αυτός που σχεδιάζει η αντιπολίτευση, κάθε κόμμα που μετέχει σε αυτόν είναι υποχρεωμένο να περάσει το όριο του 7% για να εκπροσωπηθεί στη βουλή.

Αυτό σημαίνει, πρακτικά, πως υπάρχει πρόβλημα για τους τέσσερις από τους έξι που θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι την Κυριακή: Τον Μπαμπατσάν και το DEVA, τον πρώην πρωθυπουργό, υπουργό Εξωτερικών και επικεφαλής του ΑΚΡ, Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος σήμερα ηγείται του Κόμματος για το Μέλλον, τον Τεμέλ Καραμολάογλου του ισλαμικού Κόμματος Ευημερίας και, τέλος, τον Γκιουλτεκίν Ουισάλ του Δημοκρατικού Κόμματος.

Η αιτία είναι πως, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, δεν έχουν παρά ελάχιστες ελπίδες να περάσουν το 7%. Έτσι, στην πράξη, θα αναγκαστούν να «ενσωματωθούν» στις λίστες των δύο μεγάλων της αντιπολίτευσης, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) του Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου και του Καλού Κόμματος (IYI) της Μεράλ Ακσενέρ.

Ο «εγωισμός» του Κιλιντσντάρογλου

Αυτό, όπως εκτιμούν και ελπίζουν τα κυβερνητικά επιτελεία, ενδεχομένως να προκαλέσει τριβές οι οποίες είτε θα τορπιλίσουν την προσπάθεια συνεργασίας είτε θα επιφέρουν νέες καθυστερήσεις. Ειδικά καθώς τα προβλήματα δεν λείπουν από το υπό συγκρότηση μέτωπο της αντιπολίτευσης.

Ένα από αυτά έχει να κάνει με την επιλογή του προσώπου το οποίο θα βρεθεί απέναντι στον Ερντογάν. Παρά το ότι όλες οι δημοσκοπήσεις δίνουν προβάδισμα – και τη νίκη στις προεδρικές εκλογές – στους δημάρχους της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης, Μανσούρ Γιαβάς και Εκρέμ Ιμάμογλου αντιστοίχως, ο Κιλιντσντάρογλου έχει διαμηνύσει πως ουδείς μπορεί να του αμφισβητήσει το δικαίωμα να είναι αυτός ο υποψήφιος, ως ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος.

Το «αγκάθι» των Κούρδων

Ένα δεύτερο πρόβλημα αφορά στις σχέσεις των «6» με τους Κούρδους και τον πολιτικό τους φορέα. Πρόκειται για το Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών (HDP) το οποίο, αν και τρίτο σε δύναμη στην παρούσα βουλή, έχει αποκλειστεί από τις επαφές για τη συγκρότηση του ενιαίου μετώπου της αντιπολίτευσης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι ψήφοι των Κούρδων ήταν καθοριστικοί για τον θρίαμβο των υποψηφίων της στις δύο μεγάλες πόλεις κατά τις τελευταίες δημοτικές εκλογές.

Όπως είναι γνωστό, το συνταγματικό δικαστήριο εξετάζει ήδη προσφυγή που έχει στόχο να τεθεί εκτός νόμου το HDP, για σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις – το PKK και το «αδελφό» του YPG/PYD της Συρίας. Μεγάλο δε μέρος της ηγεσίας του (όπως ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς και η Φιγκέν Γιουκσεγκντάγκ) και ένας αριθμός βουλευτών και στελεχών του βρίσκονται ήδη στη φυλακή, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των δημάρχων που εξέλεξε στη νοτιοανατολική Τουρκία έχει καθαιρεθεί.

Τα παραπάνω είναι, επισήμως, ο βασικός λόγος που προβάλλουν οι υπόλοιποι για την μη πρόσκληση – ο φόβος, δηλαδή, ότι θα μπορούσε να δοθεί στον Ερντογάν και το ΑΚΡ η δυνατότητα να ακυρώσουν την κοινή υποψηφιότητα και τις ενιαίες λίστες.

Αυτό, όμως, δεν λύνει το πρόβλημα με τους Κούρδους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 15% του πληθυσμού της Τουρκίας και φοβούνται ότι η μοίρα τους δεν θα αλλάξει ούτε εάν η σημερινή αντιπολίτευση βρεθεί στην κυβέρνηση. Βλέπουν, μάλιστα, ότι κυβέρνηση και «6» τους έχουν… βάλει στη μέση και επιχειρούν να τους εκβιάσουν και να υφαρπάξουν τις ψήφους τους, χωρίς παράλληλα να τους δίνουν εγγυήσεις για καλύτερες ημέρες.

Η οικονομία και το «ψωμί του λαού»

Τέλος, αλλά προφανώς όχι τελευταίο σε σημασία, έρχεται το μείζον ζήτημα της οικονομίας. Πέρα άλλωστε από τον εκλογικό νόμο, τα πρόσωπα των υποψηφίων και τις εθνοτικές αντιθέσεις, αυτό που «καίει» σήμερα την μεγάλη πλειοψηφία των Τούρκων είναι ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα και να καλύψουν τις βασικές, καθημερινές τους ανάγκες.

Με τον πληθωρισμό να «τρέχει» με 54% τον Φεβρουάριο και τα χειρότερα να έπονται, λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία και τη λίρα να έχει χάσει τη μισή της αξία στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών – ενώ η σχετική σταθεροποίηση των τελευταίων εβδομάδων μοιάζει να απειλείται… – είναι προφανές ότι κανένα κόμμα ή συνασπισμός δεν μπορεί να πείσει και να κερδίσει εκλογές εάν δεν δώσει πειστικές απαντήσεις σε αυτό το μέτωπο.

Η αλήθεια δε είναι πως οι υποσχέσεις για επιστροφή στη δημοσιονομική και νομισματική «ορθοδοξία» και πειθαρχία κάθε άλλο παρά καθησυχάζουν τους Τούρκους, που φοβούνται ότι η απότομη προσγείωση όχι απλώς θα συνεχιστεί, αλλά ενδεχομένως να μετατραπεί και σε συντριβή.

Απέναντι σε όλα αυτά, λοιπόν, Ερντογάν και ΑΚΡ ελπίζουν ότι έχουν ακόμη μερικά καλά χαρτιά για να αντιστρέψουν το κλίμα και να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές. Αν και επίσης γνωρίζουν ότι η αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Τουρκίας δεν είναι ικανή να γεμίσει το τραπέζι της μέσης οικογένειας ή να αντιμετωπίσει τον «πονοκέφαλο» της αναχρηματοδότησης χρέους ύψους σχεδόν 175 δισ. δολαρίων το επόμενο 12μηνο.

Πηγή: ΟΤ