Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα αναδιαμορφώσει τις σχέσεις της Δύσης με την Κίνα, σημειώνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» ο Φιλίπ Λε Κορ.

Ενας από τους πλέον προβεβλημένους διεθνώς σινολόγους και αναλυτές της σύγχρονης κινεζικής πολιτικής, ο κ. Λε Κορ (Non-Resident Seniot Fellow στο Carnegie Endowment for International Peace) αναμένεται τα δώσει το «παρών» στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που θα πραγματοποιηθεί στις 6-9 Απριλίου. Οπως μας επισημαίνει, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία υποχρεώνει πλέον το Πεκίνο στην εξεύρεση μιας δύσκολης ισορροπίας στις σχέσεις του με τη Μόσχα. Πλέον, η σινορωσική εταιρική σχέση συγκρούεται με την πάγια δέσμευση της Κίνας υπέρ της κυριαρχίας και της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών – κάτι που η Ρωσία ευθέως πλέον αμφισβητεί με όσα κάνει στην Ουκρανία.

 

Πώς βλέπετε τη σημερινή ισορροπία ισχύος στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού; Μπορεί να ανασχεθεί η Κίνα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέσω στρατιωτικών και οικονομικών μέσων, όπως π.χ. με κυρώσεις;

«Η Κίνα μόλις ανακοίνωσε άλλη μία αύξηση του αμυντικού της προϋπολογισμού κατά 7,1%. Η άνοδος παραμένει σταθερή από το 1990 και πολλές από τις εισαγωγές εξοπλισμών, πρέπει να το τονίσω αυτό, προέρχονται από τη Ρωσία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους – η Ινδία, η Ιαπωνία, η Αυστραλία – εξακολουθούν να έχουν μεγάλο στρατιωτικό βάρος στην περιοχή. Στο οικονομικό πεδίο, η Κίνα έχει φυσικά επενδύσει σε υποδομές μέσω του σχεδίου «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» (One Belt, One Road) ή χρηματοπιστωτικών θεσμών. Πολλές χώρες είναι χρεωμένες στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένων της Καμπότζης, του Λάος, της Μιανμάρ. Η στρατηγική της ΕΕ για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού προσφέρει μία εναλλακτική στην αμερικανική στρατηγική και στην πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος». Με τον πόλεμο όμως στην Ουκρανία και πιθανότατα πέραν της Ευρώπης, δεν είμαι βέβαιος ότι η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν να σηκώσουν αυτό το φιλόδοξο σχέδιο».

Το ΝΑΤΟ έχει ξεκινήσει να κοιτάζει προς την Ανατολή και η Κίνα θα βρίσκεται πιθανότατα ψηλά στις προκλήσεις του νέου Στρατηγικού του Δόγματος. Τι μπορεί να κάνει η Συμμαχία για να περιορίσει την επιρροή του Πεκίνου; Και πώς θα μπορούσε μία συμμαχία Κίνας – Ρωσίας να μεταβάλει το γεωπολιτικό σκηνικό;

«Το ΝΑΤΟ έχει προφανώς εστιάσει τώρα στην Ουκρανία, αλλά η Σύνοδος Κορυφής του Ιουνίου θα έπρεπε να εξετάσει μία ανασκόπηση των σχέσεων με την Κίνα, εστιάζοντας σε τρεις πτυχές: στη φιλοδοξία του Πεκίνου, είτε με τη Ρωσία είτε όπως η Ρωσία, να αναδιαμορφώσει τη διεθνή τάξη, στην επέκταση της Κίνας σε περιοχές όπου χώρες του ΝΑΤΟ διαθέτουν παρουσία και, τέλος, στην επιρροή της Κίνας στα πεδία της τεχνολογίας και των υποδομών, η οποία είναι εμμέσως ανταγωνιστική του ΝΑΤΟ. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Κίνα και η Ρωσία άσκησαν κριτική στο ΝΑΤΟ στο πρόσφατο Κοινό Ανακοινωθέν τους, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία αναδιαμορφώνει τη θέση της Δύσης έναντι της Κίνας».

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία φαίνεται ότι εγείρει ορισμένες προκλήσεις για την Κίνα παρά το πρόσφατο Κοινό Ανακοινωθέν Πούτιν – Σι. Πώς βλέπετε να εξελίσσονται οι σινορωσικές σχέσεις μετά την Ουκρανία;

«Η εισβολή της Ρωσίας είναι πραγματικά προβληματική για την Κίνα καθώς δημιουργεί περιορισμούς στο μακροπρόθεσμο σχέδιο του Πεκίνου να γίνει παγκόσμιος ηγέτης. Η Κίνα είχε σε γενικές γραμμές παραγωγικές σχέσεις με την Ουκρανία από το 1992 – είναι μάλιστα ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Ουκρανίας. Ο τρόπος με τον οποίο θα ισορροπήσει τη μακρόχρονη δέσμευσή της στην κυριαρχία και στη μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις με τη στενή εταιρική σχέση με τη Ρωσία είναι το μεγάλο ερώτημα, το οποίο προς το παρόν κανείς δεν έχει καταφέρει να απαντήσει. Και αυτό με οδηγεί σε ένα άλλο ερώτημα: ποιος είναι ο ισχυρότερος εταίρος σε αυτή τη σχέση; Από τον Φεβρουάριο του 2022, δεν υπάρχει εύκολη απάντηση σε αυτή την ερώτηση».

Η ΕΕ εμφανίζεται αμφίθυμη έναντι της Κίνας. Ποια στρατηγική θα ήταν κατάλληλη για την ΕΕ; Είναι εφικτή μία ενιαία στρατηγική εξαιτίας των αποκλινόντων συμφερόντων στους κόλπους των κρατών-μελών έναντι του Πεκίνου;

«Η ΕΕ υπήρξε εκπληκτικά συνεπής και συντονισμένη στην πολιτική της απέναντι στην Κίνα από το 2019 και μετά, έπειτα από τη δημοσιοποίηση της στρατηγικής της θεώρησης με την οποία επιτεύχθηκε μία ισορροπία ανάμεσα σε «εταιρικής σχέσης», «οικονομικού ανταγωνισμού» και «συστημικής αντιπαλότητας». Ο τελευταίος όρος μπορεί να μην άρεσε στο Πεκίνο, αλλά είναι γεγονός ότι τα δύο συστήματα είναι όλο και περισσότερο αντιτιθέμενα. Η δε κρίση στην Ουκρανία δεν φαίνεται να φέρνει την Κίνα εγγύτερα στην Ευρώπη – το αντίθετο μάλλον συμβαίνει, αν θέλετε. Για άλλη μία φορά, η Κίνα χρειάζεται να αποφασίσει τι θέλει: τις ευρωπαϊκές αγορές και ένα «σημείο επαφής» ανάμεσα στις δυνάμεις της Δύσης σε μία αυξανόμενη πόλωση μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον ή να αποκοπεί και από την Ευρώπη; Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη έχει επιτέλους συνειδητοποιήσει ότι η αφέλεια δεν είναι πια δυνατή, όπως παραδέχθηκε και η πρώην καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, μερικές εβδομάδες προτού τερματίσει τη 16χρονη θητεία της».

Ο Σι Τζινπίνγκ μοιάζει ανίκητος αυτή τη στιγμή σε ό,τι αφορά την εσωτερική κινεζική πολιτική. Αληθεύει αυτό; Πόσο έχει επηρεάσει η πανδημία την οικονομία της Κίνας;

«Κανείς δεν είναι ανίκητος, ειδικά στην κινεζική πολιτική – όπως έχει δείξει η Ιστορία. Στην περίπτωση του Σι Τζινπίνγκ η επιβίωσή του εξαρτάται από έναν αριθμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής κατάστασης – η ανάπτυξη βρίσκεται σήμερα στο 5,5% – και του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ το Κομμουνιστικού Κόμματος και του κινεζικού λαού, που δεν περιλαμβάνει τις εθνοτικές μειονότητες ή το Χονγκ Κονγκ φυσικά. Οι περισσότεροι Κινέζοι Χαν εμφανίζονται να τον υποστηρίζουν, το οποίο σημαίνει ότι πιθανότατα θα κερδίσει μία τρίτη θητεία αυτό το φθινόπωρο και θα επιβιώσει – μέχρι τα πράγματα στο εσωτερικό να χειροτερεύσουν. Αυτό καθιστά την κατάσταση ασφαλείας εξαιρετικά επικίνδυνη. Ενας πόλεμος με την Ταϊβάν δεν θα έπρεπε να αποκλείεται ως ένας τρόπος να διατηρηθεί ο έλεγχος της εξουσίας από το ΚΚΚ την επόμενη δεκαετία. Ο σκοπός του κόμματος είναι να γιορτάσει το status της υπερδύναμης – αν όχι της υπ’ αριθμόν 1 δύναμης στον κόσμο – το 2049, έναν αιώνα μετά την άνοδό του στην εξουσία».