Αυτές τις μέρες ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμπλήρωσε έξι χρόνια στην ηγεσία της ΝΔ (10/1/2016).

Εχει ξεπεράσει ήδη σε διάρκεια πολλούς προκατόχους του, όπως τον ιδρυτή Κ. Καραμανλή, τον Γ. Ράλλη, τον Ευ. Αβέρωφ, τον Μ. Εβερτ και τον Αντ. Σαμαρά.

Ουσιαστικά υπολείπεται μόνο του Κώστα Καραμανλή (1997-2009) και του πατρός Μητσοτάκη (1984-1993).

Η διάρκεια όμως δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό της αρχηγίας του. Παρέλαβε μια ηττημένη, αποκαρδιωμένη παράταξη και σύντομα την οδήγησε στην πολιτική κυριαρχία.

Η ΝΔ κλείνει έξι χρόνια (όσα και ο Μητσοτάκης…) ισχυρού και αδιαμφισβήτητου δημοσκοπικού προβαδίσματος ενώ έχει κερδίσει και όλες τις εκλογές που έχουν μεσολαβήσει.

Θεωρητικά βρίσκεται σε καλό δρόμο να κερδίσει και τις επόμενες.

Με άλλα λόγια, ο Μητσοτάκης έχει να επιδείξει μια πορεία την οποία πριν από την εκλογή του δύσκολα θα προέβλεπε και ο φανατικότερος φίλος του.

Και η οποία φαίνεται να διαθέτει και διάρκεια και βάθος.

Προφανώς θα το οφείλει στις αρετές του. Αλλά η πολιτική δεν είναι αγώνας με αντίπαλο το χρονόμετρο.

Ο Μητσοτάκης δεν θα είχε οικοδομήσει τη σημερινή κυριαρχία και αποδοχή του αν δεν είχε την ακούσια συνδρομή των αντιπάλων του.

Πρώτα μέσα στη ΝΔ όπου ένα «καραμανλικό ρεύμα» προέκρινε «να τα βρούμε με τον ΣΥΡΙΖΑ» στο όνομα κάποιας «εθνικής συνεννόησης». Ηττήθηκε κατά κράτος και τελικά εξέπνευσε όταν και ο Π. Παυλόπουλος απομακρύνθηκε από την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Υστερα μέσα στην κοινωνία, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας απέτυχαν να μετατρέψουν τις ισχυρές μετοχές που είχαν το 2015 σε κυρίαρχο ή έστω σε πλειοψηφικό ρεύμα.

Με άλλα λόγια και χωρίς διάθεση να τον μειώσει κανείς, μέρος της επιτυχίας του Μητσοτάκη είναι η αποτυχία των αντιπάλων του.

Χρειάζεται ανεξάντλητη δόση πολιτικής κουταμάρας να διεκδικείς την ηγεσία μιας παράταξης νταραβεριζόμενος με τον αντίπαλο ή να κλείνεις παραμονές εκλογών τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Αυτά ήταν μερικά μόνο από τα δώρα στον Μητσοτάκη, τα οποία ο Μητσοτάκης δεν είχε κανέναν λόγο να αρνηθεί. Αλλά τα οποία δεν είναι αρκετά για να ερμηνεύσουν την ουσία των πραγμάτων.

Χρειάζεται να μιλήσει και η κοινωνία.

Στη Γαλλία έχει ξεσπάσει μεγάλη συζήτηση εν όψει της προεδρικής εκλογής του Απριλίου για τη «δεξιοποίηση» της γαλλικής κοινωνίας (μεταξύ άλλων Thomas Piketty, «Droitisation, la faute a Macron», «Le Monde», 9-10/1).

Εύλογη απορία. Η Αριστερά καταποντίζεται κι όπως φαίνεται άλλη μια εκλογή θα κριθεί μεταξύ Κέντρου και Δεξιάς.

Το φαινόμενο είναι γενικότερο στην Ευρώπη, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας θα προτιμούσα τον όρο «κεντροποίηση». Δηλαδή την κλίση της Αριστεράς και της Δεξιάς προς το Κέντρο της πολιτικής.

Κλίση ατελής, δύσθυμη και ανολοκλήρωτη για την Αριστερά αλλά αποτελεσματική από την πλευρά της Δεξιάς. Αυτή την κίνηση έχει καταφέρει να προσωποποιήσει ο Μητσοτάκης, ακόμα κι ως χαρακτήρας ή προσωπικότητα.

Δεν ξέρω αν πρόκειται για ένα «προοδευτικό μεταρρυθμιστικό Κέντρο» που λέει ο ίδιος (ANT1, 13/1), αλλά είναι μια ευρεία μετριοπαθής, πατριωτική και σύγχρονη συμπαράταξη την οποία ο Μητσοτάκης έχει κατορθώσει να μετασχηματίσει σε «σύστημα εξουσίας».

Νομίζω ότι αυτή είναι η βασική προσωπική συνεισφορά του.

Ετυχε ή πέτυχε; Θα το πούμε όταν μάθουμε και το τέλος της ιστορίας.

Στόχος
Οπως δήλωσε ο Ν. Ανδρουλάκης, στόχος του ίδιου και του κόμματός του είναι «από τις επόμενες εκλογές να προκύψει σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση» (Alpha TV, 11/1).
Καμία αντίρρηση για τον στόχο. Αλλά για να επιτευχθεί χρειάζονται περίπου 2,5 εκατομμύρια σοσιαλδημοκράτες ψηφοφόροι που (προς το παρόν τουλάχιστον…) δεν προκύπτουν.
Και επειδή είναι κομματάκι μπόλικοι και μπορεί να μη βγει ο λογαριασμός, αναρωτιέμαι μήπως το ΚΙΝΑΛ που θα γίνει ΠαΣοΚ προσγειωθεί σε έναν πιο ρεαλιστικό στόχο.
Για παράδειγμα, να μην προκύψει η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση από τις επόμενες αλλά από τις μεθεπόμενες εκλογές.
Ούτως ή άλλως, κοντά θα γίνουν!

Θέλουμε ή δεν θέλουμε;

Τα Πανεπιστήμια είναι μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε όχι μόνο για την εκπαίδευση αλλά για την ίδια την κοινωνία μας.
Οι τακτικοί αναγνώστες ενδεχομένως θυμούνται πως από την αρχή ήμουν εξαιρετικά επιφυλακτικός απέναντι στη δημιουργία «πανεπιστημιακής αστυνομίας».
Γιατί χρειάζεται μια ειδική αστυνομία; Η χώρα διαθέτει αστυνομία και η αστυνομία αστυνομεύει παντού. Δεν υπάρχει ειδική αστυνομία αεροδρομίων ή καφενείων, ούτε αστυνομία ξενυχτάδικων.
Η κυβέρνηση όμως προχώρησε στην ίδρυση «πανεπιστημιακής αστυνομίας». Να δούμε τι θα πετύχει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι της Αριστεράς δεν θέλουν καμία αστυνόμευση πουθενά και δηλώνουν αντίθετοι.
Πιστεύουν, λέει, πως «διογκώνονται πραγματικά περιστατικά» για να διευκολύνουν «τη νομιμοποίηση των αστυνομικών παρεμβάσεων» («Τα Νέα», 13/1).
Κάποιος να τους πει ότι η αστυνομία δεν χρειάζεται τη νομιμοποίηση κανενός τρίχα για να παρέμβει. Την έχει από το Σύνταγμα και τους νόμους. Τελεία.
Και το ΚΙΝΑΛ; Ξέμεινε κάπου στη μέση. Δεν θέλει να ταυτιστεί με την κυβέρνηση, ούτε με τους μπάχαλους της Αριστεράς, λογικό.
Και τι λέει; Αμπεμπαμπλόμ. Να προσλάβουν τα πανεπιστήμια σεκιούριτις που θα αναφέρονται στις πανεπιστημιακές αρχές για να ειδοποιούν την αστυνομία.
Δηλαδή θα δέρνει ο τραμπούκος στο αμφιθέατρο και ο σεκιουριτάς θα πάρει τηλέφωνο τον πρύτανη (που φοβάται να πει το όνομά του μην τον πλακώσουν) για να το κουβεντιάσουν ώστε να πάρουν τηλέφωνο την αστυνομία να της πουν ότι κάποιος τις τρώει.
Ασε που προτιμώ μια υπηρεσία ασφαλείας της ελληνικής δημοκρατίας από μια ιδιωτική εταιρεία σεκιουριτάδων.
Το ερώτημα λοιπόν είναι απλό και απευθύνεται σε όλους.
Θέλουμε ή δεν θέλουμε να κάνουμε κάτι;
Αν δεν θέλουμε, δεν κάνουμε τίποτα. Αυτό υποστηρίζει ευθαρσώς η Αριστερά και διάφοροι πανεπιστημιακοί φίλοι της. Αντιλαμβάνονται τα Πανεπιστήμια σαν το μαγαζί του πατέρα τους.
Αν θέλουμε, δεν γίνεται να κρυβόμαστε. Αντιμετώπιση της βίας και της αλητείας χωρίς σοβαρή και αποτελεσματική αστυνόμευση δεν γίνεται.
Αν κάποιος ξέρει άλλον τρόπο, να μας τον πει.