Τις προάλλες ήθελα να γράψω εδώ, με αφορμή τη βράβευση του Χρήστου Χωμενίδη με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος, ότι μολονότι είναι εξαιρετική η «Νίκη» του, το μυθιστόρημά του που βραβεύθηκε, η πρότασή μου είναι να διαβάσετε και το εφετινό του πόνημα, δηλαδή τον «Τζίμη στην Κυψέλη», το πιο μοντέρνο ελληνικό μυθιστόρημα, αυτό που αποτελεί μια ωραία σύνθεση για το τι συμβαίνει στη χώρα μας τελευταία, όχι μόνο σε οικονομικό ή πολιτικό επίπεδο, αλλά και στην κοινωνική ζωή της. Αντί να γράψω αυτό, με παρέσυρε η ανάγκη μου να σας θυμίσω να αγαπάτε τους έλληνες συγγραφείς (γιατί είναι προστατευόμενο είδος…) και τον «Τζίμη» τον άφησα στην άκρη. Αλλά ο «Τζίμης» δεν κάθεται ποτέ ήσυχος. Σήμερα, Χριστούγεννα, επιβάλλεται να σας μιλήσω λίγο για αυτόν. Σας κάνω μια πρόταση γνωριμίας: οι γιορτινές ημέρες θα σας δώσουν χρόνο να μυηθείτε στην περιπέτειά του.

Τι κάνει ένα μυθιστόρημα εξαιρετικό; Η ιστορία που αυτό διηγείται; Η πυκνότητα της γραφής του και η ικανότητα του συγγραφέα στην αφήγηση; Οι ήρωές του; Ολα τα παραπάνω; Μην ψάχνετε την απάντηση. Δεν υπάρχει μία και μόνη και ευτυχώς ο καθένας δίνει τη δική του. Στα δικά μου τα μάτια αυτό που βοηθά ένα μυθιστόρημα να ξεχωρίσει είναι η ικανότητά του να βιδωθεί στο μυαλό. Αν για κάποιον λόγο το κουβαλάς στον νου σου και θες με έναν άνθρωπο να μοιραστείς τους προβληματισμούς που κάθε ενδιαφέρουσα ιστορία γεννάει (ή τις σκηνές που κάθε σπουδαία ιστορία περιέχει), το μυθιστόρημα έχει λειτουργήσει. Αν απλώς ακούς τον τίτλο του και θυμάσαι τους λόγους για τους οποίους πέρασες καλά τις ώρες σου μαζί του, όλα έχουν λειτουργήσει. Αυτό συμβαίνει με τον καλό μας «Τζίμη».

Δεν θέλω και δεν θα κάνω καμία αποκάλυψη για την πλοκή του κι ας κάνει αυτό δύσκολη την περιγραφή της απόλαυσής του. Ας πούμε ότι παρακολουθούμε ένα ματς ανάμεσα στον Τζίμη και στη μοίρα. Στο πρώτο ημίχρονο του παιχνιδιού σχεδόν όλα είναι υπέροχα. Στο ξεκίνημα του δευτέρου, ο Τζίμης που προηγείται, αυτοθαυμάζεται. Αλλά η μοίρα είναι σκληρός αντίπαλος: ακολουθεί καταιγίδα. Ποτέ δεν κερδίζεις ένα ματς απλά γιατί έχεις προηγηθεί: αρκεί κάτι κόντρα στη ροή του (μια αποβολή, ένας τραυματισμός, ένα αυτογκόλ, μια απόφαση του διαιτητή, ένα ασήμαντο περιστατικό, μια συζήτηση, μια γνωριμία) και όλα ανατρέπονται. Ετσι συμβαίνει και με τον «Τζίμη». Εκεί που διαβάζεις το βιβλίο και διασκεδάζεις, τρως ένα χαστούκι. Ή μάλλον ένα κροσέ. Το τρως και το θυμάσαι – και όχι γιατί σοκάρεσαι. Αλλά γιατί διαπιστώνεις πως ζεις σε μια εποχή που ακόμα και η αθωότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατηγορία.

Τον Χωμενίδη τον συγκρίνουν με τον Μ. Καραγάτση – η σύγκριση δεν βασίζεται σε κάτι ευδιάκριτο, αλλά μου αρέσει. Ο Τζίμης π.χ. δεν θα μπορούσε να είναι ήρωας του Καραγάτση, διότι δεν έχει το πολύπλοκο παρελθόν, δεν κάνει επιλογές παρορμητικές, δεν περνάει όρια – αλλά το βιβλίο θα άρεσε στον Καραγάτση και για τη λεπτή ειρωνεία του και για τον ρυθμό της εσωτερικής αφήγησης. Οι ήρωες εμφανίζονται ένας-ένας, σαν φύλλα τράπουλας.
Το βιβλίο μοιάζει με τζαζ συναυλία. Ο καθένας κάνει το κομμάτι του και χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε η βραδιά. Και στο τέλος διαπιστώνεις πως, παρά τους αυτοσχεδιασμούς, υπάρχει μπάντα.

Ο Τζίμης κάνει το σεργιάνι του στον κόσμο – χωρίς παραπονεμένα λόγια. Ο Τζίμης δεν είναι μελό, δεν είναι βαρύς κι ασήκωτος, δεν προκαλεί οίκτο και κυρίως δεν είναι ένας από εμάς. Εχω βαρεθεί τα βιβλία που επιτρέπουν εύκολες ταυτίσεις. Από την άλλη, διαδραματίζεται σε μια περιοχή που υπάρχει στην πραγματικότητα και όχι στα όνειρα. Η Κυψέλη ως σκηνικό είναι υπέροχη. Υπάρχει η Κυψέλη, πολλή Κυψέλη, η Κυψέλη που έχω ζήσει κι εγώ για λίγο. Το πατρικό του Τζίμη είναι Δροσοπούλου 14 – εγώ έμεινα Δροσοπούλου και Ιθάκης -, σίγουρα τρώγαμε με τον Τζίμη στον Διόνυσο. Η Κυψέλη μάς αγκάλιασε και τους δυο, παραμένοντας άγνωστη. Μια επιγραφή «Μαιρούλα σ’ αγαπώ» σε μια γέφυρα στην Ευελπίδων δεν είναι αθώα, ένα θέατρο ανακαινισμένο μπορεί να είναι παράδεισος και κόλαση. Ενα μίνι μάρκετ ή ένα παγκάκι στη Φωκίωνος μπορεί να είναι το κέντρο του κόσμου. Ολα αυτά, που δεν μοιάζουν θεαματικά, στον «Τζίμη» είναι υπέροχα, γιατί δίνουν στον Χωμενίδη έμπνευση. «Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο: η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη» έγραφε κάποτε ο Κυψελιώτης Χρήστος Βακαλόπουλος. Ο Τζίμης θα συμφωνούσε: καλύτερα πρώτος στην Κυψέλη παρά στην Ελλάδα, θα ‘λεγε. Κι ας του επισήμαινε ο αναγνώστης πως η Ελλάδα είναι κομμάτι πιο επικίνδυνη πλέον από τον πλανήτη Γη.

Το μυθιστόρημα είναι το πρώτο πραγματικό για την κρίση. Οχι την οικονομική, ούτε την υγειονομική – παρόλο που υπάρχουν κι αυτές στις σελίδες του. Κρίση σημαίνει και στιγμή και διαδικασία απόφασης, αλλά και στιγμή κατάρρευσης. Η κρίση που ο Χωμενίδης περιγράφει είναι μια διαδικασία ενός τέλους: πρόκειται για το τέλους ενός κόσμου, εντός του οποίου ο Τζίμης περνούσε ωραία – με μικροενοχές, αναμνήσεις, φίλους, γκόμενες. Αν χανόταν ο κόσμος κι έμενε μόνο ο Τζίμης, ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταλάβαινε τα πάντα για την ελληνική κοινωνία τού 2020. Και για εμάς που τον διαβάσαμε.

Επειδή η ιστορία διαδραματίζεται λίγο και στον κόσμο της εγχώριας σόουμπιζ, ο αναγνώστης μπορεί να παρασυρθεί και να ψάχνει αντιστοιχίες με ηθοποιούς, παραγωγούς, ακόμα και δημοσιογράφους του καιρού μας – δηλαδή με υπαρκτά πρόσωπα. Κάποιες αντιστοιχίες υπάρχουν, αλλά μη βασανίζεστε να τις ανακαλύψετε. Πιστεύω ότι οι ήρωες του Χωμενίδη είναι λίγο πιο αληθινοί από τους ήρωες της μοντέρνας μας σόουμπιζ. Δεν είναι αυτή η απόλαυση: η απόλαυση είναι η δυνατότητα να δεις τη μεγάλη εικόνα. Την εικόνα της εποχής μας.

Ο «Τζίμης» είναι ένα βιβλίο με σάουντρακ. Το διαβάζεις κι ακούς το κηλαηδόνειο «Εχει αμάξι έχει σπίτι, όλα τα ‘χει κι όμως πλήττει». Ακούς το «Κι αν κάνω άτακτη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός». Ακούς το «Κι αν χιονίζει και αν βρέχει». Στην κλασική παραλλαγή που λέει ότι «το αγριογούρουνο», κι όχι το αγριολούλουδο, «αντέχει». Αυτή την παραλλαγή που αγαπάει ο Τζίμης.