Στην Αθήνα ήταν αρκετά νωρίς το πρωί, ενώ στο Σαν Φρανσίσκο, όπου ζει ο Ανταμ Τζόνσον, προχωρημένη νύχτα. «Εχετε πιει τον καφέ σας;» ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον ο 54χρονος αμερικανός συγγραφέας από τη διπλανή οθόνη στην πλατφόρμα τηλεδιασκέψεων Zoom και, αφού τον διαβεβαιώσαμε ότι είχαμε ήδη πιει παραπάνω από έναν, αρχίσαμε να συζητούμε για το μυθιστόρημά του Ο γιος του αφέντη των ορφανών (The Orphan Master’s Son, 2012) που το 2013 είχε τιμηθεί με το Βραβείο Πούλιτζερ στις Ηνωμένες Πολιτείες και πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά.

Adam Johnson

Ο γιος του αφέντη των ορφανών

Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη.

Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2021, σελ. 688, τιμή 22 ευρώ

Είναι ένα βιβλίο που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο για δύο λόγους: ο ένας είναι η συναρπαστική δύναμη της μυθοπλασίας του και ο άλλος, προφανέστατα, το ιδιαίτερο θέμα του. Αφενός, συγκεντρώνει όλες τις αρετές μιας καθηλωτικής, χορταστικής περιπέτειας. Αφετέρου, έχει στο επίκεντρό του τη Βόρεια Κορέα, την πλέον ερμητική δικτατορία του σημερινού κόσμου, την επιτομή του σκοτεινού, τρομακτικού, παράλογου εξωτισμού. Ο βασικός πρωταγωνιστής της αφήγησης, ο Πακ Τζουν Ντο, στον οποίο παραπέμπει ευθέως ο τίτλος, ακολουθεί μια ξεχωριστή πορεία (από επαγγελματίας απαγωγέας στην υπηρεσία του καθεστώτος φτάνει στο σημείο να βρεθεί αντιμέτωπος με τον «Αγαπητό Ηγέτη» Κιμ Γιονγκ Ιλ εξαιτίας του έρωτά του για μια ηθοποιό) που σταδιακά μετατρέπεται σε ακτινογράφηση μιας απομονωμένης κοινωνίας, ενός περίκλειστου έθνους.

Στη Βόρεια Κορέα δεν διερωτάσαι, δεν αμφισβητείς, δεν εκφράζεις τον εαυτό σου, την ατομικότητά σου, δεν ξεφεύγεις από το κοινό εθνικό αφήγημα, το μοναδικό σενάριο

Μια στεγανοποιημένη χώρα

«Η Βόρεια Κορέα δεν είναι μια δυστοπία, αυτό είναι το φοβερό. Είναι απολύτως αληθινή. Το βιβλίο μου βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητά της. Η έρευνά που έκανα ήταν εκτεταμένη, παρά τη δυσκολία πρόσβασης σε ασφαλείς πληροφορίες. Θέλω να πω, τα ελάχιστα που επινόησα, τα θυμάμαι ακόμη ένα-ένα. Υπάρχει, λοιπόν, ένα μέρος στον πλανήτη όπου 25,5 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν την ατυχία να γεννηθούν και να διαμένουν εκεί. Και το ποσοστό αυτών που καταφέρνουν εν τέλει να το εγκαταλείψουν δεν είναι μεγάλο – τώρα μάλιστα είναι μικρότερο, επί Κιμ Γιονγκ Ουν – και καθόλου αντιπροσωπευτικό, οφείλω να σας πω. Ωστόσο, οι περισσότεροι υποφέρουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ειδικά σε συγκεκριμένες επαρχίες της χώρας. Μιλάμε για ανθρώπους που έχουν εσωτερικεύσει τη σιωπή και κατά κανόνα δεν εξωτερικεύουν τις ιστορίες τους. Ακόμη και όσοι έχουν αυτομολήσει, οι φυγάδες δηλαδή, δεν το κάνουν εύκολα αυτό, επειδή φοβούνται για την ασφάλεια όσων βρίσκονται εκεί. Κοιτάξτε, εγώ δεν είμαι Βορειοκορεάτης, ούτε έχω πεινάσει ούτε έχω βασανιστεί ούτε έχω φυλακιστεί με όλη μου την οικογένεια σε στρατόπεδο. Ως εξωτερικός παρατηρητής, όμως, ο οποίος είχε πάθει κυριολεκτικά εμμονή με το αντικείμενο από ένα σημείο και μετά, πιστεύω ότι είχα ένα σημαντικό πλεονέκτημα, μπορούσα να δω από έξω μια τελείως στεγανοποιημένη κατάσταση, την οποία οι ίδιοι, μοιραία, όχι απλώς αδυνατούν αλλά δεν διανοούνται καν να εκτιμήσουν, καθότι δεν έχουν το οποιοδήποτε συγκριτικό παράδειγμα» είπε ο Ανταμ Τζόνσον.

Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Ανταμ Τζόνσον μιλάει για τη μυθιστορηματική ανάπλαση της Βόρειας Κορέας

Και πράγματι, όταν γίνεται λόγος για τη Βόρεια Κορέα, ακόμη και στην ειδησεογραφία, κανείς δεν είναι σίγουρος αν όλα αυτά (ενίοτε εξωφρενικά) συμβαίνουν όντως ή αποτελούν αποκυήματα φαντασίας. «Κάτι πιο ρευστό και από την κινούμενη άμμο, δηλαδή. Ακόμη κι αν εμπιστευτείς απολύτως μια ιστορία, δεν μπορείς να την εξακριβώσεις, να την επαληθεύσεις. Εγώ, ας πούμε, γράφω στο βιβλίο ότι υπάρχουν κρατικά μεγάφωνα στα σπίτια ή στα εργοστάσια [σ.σ.: για την απρόσκοπτη διάχυση της προπαγάνδας]. Από την άλλη μεριά, δεν διαθέτουμε ούτε μία φωτογραφία που να το δείχνει αυτό. Για τους δημοσιογράφους η Βόρεια Κορέα δεν παρέχει το παραμικρό σταθερό έδαφος, κανένα πλαίσιο, είναι διαφεύγουσα. Ενας μυθιστοριογράφος, όμως, όπως εγώ, μπορεί να λειτουργήσει αλλιώς. Επειδή πιστεύω ότι μοιραζόμαστε με τους Βορειοκορεάτες τη στοιχειώδη και αναλλοίωτη βάση της ανθρώπινης συνθήκης, της ανθρώπινης καρδιάς. Προσπάθησα με το βιβλίο μου να διερευνήσω τις ψυχολογικές και συναισθηματικές αλήθειες που ενδεχομένως υφίστανται και εκεί με γνώμονα την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Κι αυτό ανεξάρτητα από την πλύση εγκεφάλου μακράς διαρκείας και τη μονόπλευρη ροή της πραγματικότητας που βιώνουν οι Βορειοκορεάτες, κάτι που φαντάζει πρωτοφανές πείραμα, κάτι που μάλλον δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία. Η εμπειρία της Βόρειας Κορέας είναι ουσιωδώς ολοκληρωτική, κοντολογίς. Η χώρα αυτή με έκανε να συλλογιστώ τι σημαίνει να ζεις (με επιθυμίες, με αυτονομία) και τι σημαίνει απλώς να επιβιώνεις. Εκεί δεν υπάρχει επιλογή. Δεν διερωτάσαι, δεν αμφισβητείς, δεν εκφράζεις τον εαυτό σου, την ατομικότητά σου, δεν ξεφεύγεις από το κοινό εθνικό αφήγημα, το μοναδικό σενάριο, όλα αυτά είναι επικίνδυνα» τόνισε ο ίδιος, καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ.

Ταξίδι στο παρελθόν

Ο Ανταμ Τζόνσον χρειάστηκε έξι με επτά χρόνια για να ολοκληρώσει τον Γιο του αφέντη των ορφανών. Και κατόρθωσε να επισκεφθεί τη Βόρεια Κορέα, μέσω ενός γνωστού του σε κάποια Μη Κυβερνητική Οργάνωση, στα μέσα εκείνης της περιόδου. «Το να ταξιδέψεις στη Βόρεια Κορέα είναι ταυτόσημο με το να ταξιδεύεις πίσω στον χρόνο, στη δεκαετία του ’60, σου το θυμίζει η ξεπερασμένη σοβιετική τεχνολογία. Για τους Βορειοκορεάτες είναι παράνομο να έρχονται σε επαφή, να αλληλεπιδρούν με τους ξένους. Αν θελήσεις να μιλήσεις σε κάποιον, μπορεί να προκαλέσεις ανεπιθύμητη καχυποψία ή και να θέσεις τη σωματική του ακεραιότητα σε αβεβαιότητα. Το μόνο μέρος όπου μπορείς να κουβεντιάσεις με έναν Βορειοκορεάτη είναι εκτός της χώρας του. Η συνοδός μου, μια κοπέλα – με «ειδίκευση» στους Αμερικανούς, όπως με πληροφόρησε – πολύ ταλαντούχα, έκανε τα πάντα για να αφομοιώσω τον τρόπο θέασης που προκρίνει το καθεστώς. Εμεινα στην πρωτεύουσα Πιονγκγιάνγκ, σε ένα πολυώροφο γαλλικό ξενοδοχείο, σε μια νησίδα μες στον ποταμό. Δεν είδα ούτε έναν βορειοκορεάτη εργαζόμενο, καθότι εκεί δούλευαν μονάχα συμβεβλημένοι Κινέζοι. Χωρίς τη συνοδό μου, δεν επιτρεπόταν να κάνω βήμα. Δεν είδα αυτοκίνητα, ούτε ποδήλατα παραδόξως. Οι άνθρωποι κινούνται σε στίφη, με μια μαζική, στρατιωτική επιτακτικότητα. Εγώ έξω φορούσα και μια καρφίτσα, όπως και μερικοί άλλοι, η οποία σηματοδοτούσε την ετερότητά μου. Ενιωθα διακεκριμένος, με την κακή έννοια. Σκέφτηκα, ευρισκόμενος εκεί, τόσο κοντά και συγχρόνως τόσο μακριά, πως αν είχα τη δυνατότητα απλώς να πιω ένα τσάι με έναν Βορειοκορεάτη και να συζητήσουμε για τη ζωή του, μπορεί και να μην έμπαινα στη διαδικασία να το γράψω το βιβλίο. Διότι ξόδεψα χρόνο για να αναπλάσω μια πραγματικότητα η οποία, τότε, ξεδιπλωνόταν γύρω μου αλλά απαγορευόταν να την προσεγγίσω, να την ακουμπήσω. Τι λυπηρό. Στο αεροδρόμιο, στην επιστροφή για το σπίτι, αναλύθηκα σε δάκρυα, δεν το περίμενα. Και τα συνειδητοποίησα όλα μετά, πάντα έτσι συμβαίνει».